Δημήτρης Σταμούλης
Διατροφική κρίση
Καθησυχαστική εμφανίζεται η κυβέρνηση όσον αφορά τη διατροφική επάρκεια, παρά το γεγονός ότι ήδη έχουν επιβληθεί πλαφόν πωλήσεων σε ορισμένα προϊόντα σε καταστήματα και διαδικτυακές πλατφόρμες, ενώ όλες οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις υποχρεούνται σε απογραφή των αποθεμάτων τους σε πρώτες ύλες και βασικά αγαθά διατροφής. Η κατάσταση στην πραγματικότητα απέχει μακράν από την… κανονικότητα που παρουσιάζει η κυβέρνηση. Σε σούπερ μάρκετ εμφανίστηκαν άδεια ράφια σε ηλιέλαια και άλευρα, ενώ το ράλι των αυξήσεων σε τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης συνεχίζεται. Τριπλασιάστηκε η τιμή στο ηλιέλαιο, ενώ ακρίβυνε το αλεύρι έως και 35%, η ζάχαρη 10%, το μοσχάρι 20% και τα πουλερικά 5%.
Την κατάσταση επιδεινώνουν κρούσματα τεχνητών ελλείψεων και αποθεματοποιήσεων από προμηθευτές που παραπέμπουν σε λογικές… μαυραγοριτών, προκειμένου να ανεβάσουν τις τιμές και να αποκομίσουν υψηλότερα κέρδη. Από την άλλη, το πρόβλημα επιτείνεται, καθώς Ουγγαρία, Βουλγαρία και Ρουμανία, μειώνουν τις εξαγωγές τους υπό τον φόβο ελλείψεων στις δικές τους αγορές. Ο πληθωρισμός αναμένεται να σπάσει το όριο του 8%, με τον λαό να κάνει «μαύρο» Πάσχα. Μπροστά σε αυτή την προοπτική το «200ευρο» που δίνει η κυβέρνηση σε πολύ λίγους δικαιούχους ως «επίδομα ακρίβειας» μόνο θυμηδία προκαλεί, ενώ ως αόριστες υποσχέσεις ακούστηκαν τα λόγια του Κ. Μητσοτάκη περί μείωσης του ΦΠΑ
στα τρόφιμα, που εάν αποφασιστεί θα αφορά στα «πολύ βασικά»!
Η κυβέρνηση προσπαθεί να πείσει ότι η κατάσταση με τον πόλεμο δεν αφορά άμεσα την εγχώρια εφοδιαστική αλυσίδα. Κάτι τέτοιο όμως είναι αδύνατο, καθώς οι δύο εμπόλεμες χώρες αντιπροσωπεύουν σε παγκόσμιο επίπεδο το 1/4 των εξαγωγών σιτηρών και το 1/3 των εξαγωγών σιταριού, ενώ παράγουν το 70%-80% του ηλιέλαιου και το 1/5 του καλαμποκιού. Η Ελλάδα εισάγει περίπου το 14% των δημητριακών, οσπρίων και ελαιούχων σπόρων από τη Ρωσία και το 4% περίπου από την Ουκρανία, ποσοστά που αποτυπώνουν το μέγεθος του προβλήματος που θα ανακύψει.
Μια πρώτη πικρή γεύση των δραματικών εξελίξεων γύρω από τη διατροφική επάρκεια αλλά και την ανοδική πορεία των τιμών ήδη λαμβάνουν αυτοί που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο στον πρωτογενή τομέα. Η έκρηξη τιμών σε ζωοτροφές, λιπάσματα, αλλά και σε ρεύμα και καύσιμα, δημιουργεί ασφυκτικούς όρους επιβίωσης για χιλιάδες αγρότες και κτηνοτρόφους. «Η τιμή του τριφυλλιού τριπλασιάστηκε, το καλαμπόκι ανέβηκε 2,5 φορές πάνω, το ρεύμα και το πετρέλαιο δύο φορές πάνω και πλέον είμαστε σε αδιέξοδο», τόνισε στο Πριν ο Μιχάλης Τζίμας, πρόεδρος των παραγωγών αγελαδοτρόφων νομού Ιωαννίνων. Όπως επισημαίνει, οι τιμές χονδρικής καθορίζονται από τις γαλακτοβιομηχανίες που έχουν δώσει μια αύξηση 25%, η οποία όμως δεν καλύπτει τη μεγάλη αύξηση του κόστους παραγωγής. Από την άλλη, όπως επισήμανε, ανατιμήθηκαν και πρώτες ύλες συσκευασίας και μεταφοράς, κι αυτό θα αποτυπωθεί στην τελική τιμή που θα πληρώσει ο καταναλωτής. Στο ζήτημα της εκτίναξης των τιμών των ζωοτροφών στάθηκε και ο Σωτήρης Καραφέρης, κτηνοτρόφος στη Ζίτσα Ιωαννίνων. «Πέρσι τον Μάιο ένα κιλό τριφύλλι έκανε 22 λεπτά το κιλό, τώρα κάνει 40 λεπτά, το καλαμπόκι από 22 λεπτά πήγε στα 42 λεπτά και κάθε μήνα ακριβαίνει. Μέσα σε έναν μήνα από το ξέσπασμα του πολέμου ανέβηκε 10 λεπτά. Το φύραμα, ενώ πέρσι κόστιζε 35 ευρώ τον τόνο, σήμερα έφτασε τα 500 ευρώ!».
Τεράστια άνοδος όμως καταγράφεται και στο κόστος παραγωγής στις ιχθυοκαλλιέργειες, που έχουν γίνει είδος πολυτελείας για τον λαό. «Η παραγωγή των ψαριών έχει ακριβύνει κατά 25%», δήλωσε στο Πριν ο Γιάννης Χεκίμογλου, πρόεδρος του Συλλόγου Ιχθυοκαλλιεργητών Θεσπρωτίας, με το οξυγόνο που είναι απαραίτητη πρώτη ύλη στην παραγωγή γόνου να ακριβαίνει κατά 200%. Αυτή η αύξηση σχετίζεται τόσο με τη μεγάλη άνοδο του ενεργειακού κόστους, όσο και με τις ελλείψεις που υπήρχαν στην αγορά λόγω της πανδημίας του κορονοϊού. «Το αγροτικό ρεύμα παραγωγής ακρίβυνε κατά 150% από τον Σεπτέμβριο 2021, ενώ το σιτάρι και τα ιχθυάλευρα κατά 35%. Αν προσθέσουμε και το κόστος των υλικών συσκευασίας και των καυσίμων, η κατάσταση είναι δραματική» πρόσθεσε. Το αποτέλεσμα είναι η ασφυκτική πίεση στις οικογενειακές και μικρές εταιρείες παραγωγής, που αρκετές από αυτές θα καταλήξουν είτε να εξαγοραστούν από ισχυρά funds είτε να κλείσουν.
Μεγάλη αύξηση καταγράφεται και στις πρώτες ύλες της αγροτικής παραγωγής. Ο Βασίλης Τζώτζης, παραγωγός μήλων και αχλαδιών από τη Φλώρινα, είπε στο Πριν ότι «τα λιπάσματα ακρίβυναν κατά 40-50%, ενώ ακρίβυνε και το πότισμα που καταναλώνει ρεύμα, όπως και η κίνηση τρακτέρ και αγροτικών μηχανημάτων λόγω του πετρελαίου». Ενώ επισήμανε ότι το πρόβλημα με τη διακοπή των εξαγωγών στη Ρωσία κρατεί από το 2014, με αποτέλεσμα συχνά οι αγρότες να πουλάνε με «ανοιχτή τιμή» σε μεσάζοντες σε Πολωνία και αραβικές χώρες.
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η μεγάλη επίπτωση του πολέμου, σε πρώτη φάση, αφορά την τεράστια εκτίναξη των τιμών στην παραγωγή που θα περάσει στην κατανάλωση, χτυπώντας περαιτέρω το λεηλατημένο λαϊκό εισόδημα από το ενεργειακό σοκ και τον υψηλό πληθωρισμό που τον Φεβρουάριο «έτρεχε» ήδη με 7,2%. Αρκεί, δε, να αναλογιστεί κανείς ότι το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 54,9% του συνόλου των δαπανών του το 2020. Στο σύνολο των νοικοκυριών, για διατροφή πηγαίνει το 23,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης.
Το ζήτημα της επάρκειας τροφίμων θα προκύψει το επόμενο διάστημα, καθώς εδώ και χρόνια, λόγω των πολιτικών της ΕΕ και της ΚΑΠ, ο πρωτογενής τομέας έχει συρρικνωθεί δραματικά. Δεν είναι μόνο η αυξανόμενη υποταγή του αγροτοδιατροφικού τομέα στη λογική του κέρδους μέσω των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και η συγκέντρωση γης και παραγωγής σε λίγα χέρια. Αλλά και η ταυτόχρονη ερήμωση πεδινών, ημιορεινών και ορεινών περιοχών, καθώς και η διάλυση-επιχειρηματικοποίηση των συνεταιρισμών. Η χέρσα γη αυξάνεται παράλληλα με την ισχυροποίηση των μεγαλοαγροτοκτηνοτρόφων και τη μείωση των βιοπαλαιστών.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, το 2016 παρουσιάζεται –συγκριτικά με το 2013– μείωση κατά 3,5% τόσο του συνολικού αριθμού των εκμεταλλεύσεων όσο και του αριθμού των εκμεταλλεύσεων με χρησιμοποιούμενη γεωργική έκταση (ΧΓΕ), ενώ είχε προηγηθεί μείωση κατά 1,9% το 2013 σε σχέση με το 2009. Συγκεκριμένα, ο αριθμός των εκμεταλλεύσεων από 723.007 το 2009 είχε μειωθεί σε 684.902 το 2016, ενώ οι εκμεταλλεύσεις με ΧΓΕ από 716.823 το 2009, μειώθηκαν σε 678.702 το 2016. Σε ό,τι αφορά την καλλιεργούμενη έκταση, μειώθηκε κατά 9,3% το 2016 σε σχέση με το 2009 και από 34.779 χιλ. στρέμματα περιορίστηκε στα 31.526 χιλ. στρέμματα το 2016. Την πιο πάνω εικόνα επιβεβαιώνει και ο Β. Τζώτζης, στηλιτεύοντας και την ιστορία με τα φωτοβολταϊκά στους κάμπους. «Πούλησαν παραμύθια στους αγρότες για πράσινες επενδύσεις, έχουν μείνει τώρα χέρσα πολλά χωράφια, είναι ακαλλιέργητος ο κάμπος της Φλώρινας».
Όσον αφορά το ζωικό κεφάλαιο, το 2016, συγκριτικά με το 2013, οι εκμεταλλεύσεις που εκτρέφουν βοοειδή έχουν μειωθεί κατά 7,5%, προβατοειδή κατά 8,9%, αιγοειδή κατά 6,2%, χοίρους κατά 5,9%, πουλερικά κατά 6,6%. Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εκτρεφόμενων ζώων, συγκρίνοντας το 2016 με το 2013, παρουσιάζουν μείωση τα προβατοειδή κατά 5,3%, τα αιγοειδή κατά 3,1%, οριακή αύξηση οι χοίροι κατά 0,2%, και τα πουλερικά κατά 9%.
Ο κτηνοτρόφος Μ. Τζίμας εκτιμά ότι η επάρκεια κρέατος στην Ελλάδα ανέρχεται μόλις στο 50%, το ελληνικό μοσχάρι καλύπτει μόλις το 3% και με τις «ελληνοποιήσεις» ανεβαίνει στο 15%. Εκτιμά, δε, ότι «θα υπάρξει έλλειψη σε βασικά προϊόντα διατροφής, αφού οι κυβερνώντες δεν λαμβάνουν κανένα μέτρο για την αγροτική παραγωγή και την κτηνοτροφία».
Οι πολιτικές της ΕΕ «ξερίζωσαν» φτωχούς αγρότες και πρωτογενή τομέα
Πλάι σε όλα αυτά, να θυμίσουμε την παρακμή της εγχώριας βιομηχανίας λιπασμάτων, καθώς τις δεκαετίες 1960-1980 παρήγαγε ένα εκατ. τόνους, αλλά κράτος και κεφάλαιο οδήγησαν σε λουκέτα και αναδιαρθρώσεις. Το 2018 η Ελλάδα είχε δυσθεώρητο εμπορικό έλλειμμα στα αγροτικά εφόδια, σχεδόν 350 εκατ. ευρώ, αντανακλώντας την εξάρτηση από διεθνείς παράγοντες. Όσον αφορά την παραγωγή τροφίμων, έκλεισαν γαλακτοβιομηχανίες (ΑΓΝΟ) και αρτοβιομηχανίες (Κατσέλης), η άλλοτε κραταιά βιομηχανία ζάχαρης έχει περιθωριοποιηθεί και η Αγροτική Τράπεζα ξεπουλήθηκε.
Για να ανατραπεί η ζοφερή προοπτική της έλλειψης βασικών διατροφικών αγαθών, οι εργαζόμενοι και οι φτωχομεσαίοι αγρότες και κτηνοτρόφοι πρέπει να παλέψουν για ανατροπή του παραγωγικού μοντέλου που στηρίζεται στο κέρδος σε βάρος των αναγκών του λαού.
Οι υποσιτισμένοι σε όλο τον πλανήτη θα αυξηθούν κατά 8-13 εκατομμύρια
Η προοπτική μιας ανείπωτης ανθρωπιστικής τραγωδίας ξανοίγεται μπροστά μας τους επόμενους μήνες, καθώς από πολλές διαφορετικές πηγές οι εκτιμήσεις είναι δυσοίωνες όσον αφορά την παγκόσμια επάρκεια τροφίμων. «Εισερχόμαστε σε μια επισιτιστική κρίση άνευ προηγουμένου», είπε προ ημερών ο Μακρόν, ενώ δραματική προειδοποίηση απηύθυνε και ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Επισιτιστικού Προγράμματος WFP, Ντέιβιντ Μπίσλεϊ. Ο πόλεμος στην Ουκρανία έχει προκαλέσει σοκ στις διεθνές αγορές τροφίμων, διαταράσσοντας τις αλυσίδες προμήθειας τροφίμων, εκτοξεύοντας τις τιμές τους κι επιδεινώνοντας περαιτέρω το ήδη οξύ πρόβλημα της πείνας ανά την υφήλιο, επεσήμανε ο Μπίσλεϊ. Προειδοποίησε, δε, ότι οι εξελίξεις αυτές απειλούν να πλήξουν τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη που μαστίζονται από λιμούς, να πυροδοτήσουν το πολιτικό χάος και μια νέα μεταναστευτική κρίση χωρίς προηγούμενο. «Μας λείπουν δισεκατομμύρια και μια αποτυχία να εξευρεθούν φέτος θα σημάνει επιδείνωση του λιμού, αποσταθεροποίηση και μαζική μετανάστευση», είπε. Κατά το WFP, το σημείο καμπής θα είναι το φθινόπωρο, όταν θα γίνει πιθανότατα αισθητή η πλήρης έκταση του προβλήματος.
«Αν νομίζετε ότι έχουμε τώρα κόλαση επί γης, ετοιμαστείτε. Αν αγνοήσουμε τη Βόρεια Αφρική, τότε θα έρθει στην Ευρώπη. Αν αγνοήσουμε τη Μέση Ανατολή, θα έρθει στην Ευρώπη», προειδοποίησε ο Μπίσλεϊ, ενώ χαρακτήρισε δραματική την κατάσταση και στην υποσαχάρια Αφρική. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να προειδοποιήσει τις χώρες της πλούσιας Δύσης ότι δεν θα γλιτώσουν τις πολιτικές αναταραχές: «Τι νομίζετε ότι θα συμβεί στο Παρίσι, το Σικάγο και τις Βρυξέλες, αν δεν υπάρχουν αρκετά τρόφιμα;»
Η προκαταρκτική αξιολόγηση του Παγκόσμιου Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας (FAO) δείχνει ότι εξαιτίας του πολέμου, το 20%-30% των εκτάσεων στην Ουκρανία στις οποίες καλλιεργούνται χειμερινά δημητριακά, καλαμπόκι και ηλιοτρόπια είτε δεν θα φυτευτούν καθόλου είτε δεν θα γίνει η συγκομιδή τους την περίοδο 2022/23, ενώ και οι στρεμματικές αποδόσεις θα επηρεαστούν αρνητικά. Στην περίπτωση της Ρωσίας, αν και δεν υπάρχει σημαντική διαταραχή στις καλλιέργειες, υπάρχουν αβεβαιότητες σχετικά με τον αντίκτυπο που θα έχουν οι διεθνείς κυρώσεις στις εξαγωγές τροφίμων.
Καθώς τα πλοία θα ελλιμενίζονται με όλο και μεγαλύτερους κινδύνους στη Μαύρη Θάλασσα, πιθανώς θα έχουμε αύξηση των ασφαλίστρων και επιβάρυνση του ήδη αυξημένου κόστος των θαλάσσιων μεταφορών, και άρα του τελικού κόστους εισαγωγής τροφίμων. Εάν τελικά σημειωθεί μια παρατεταμένη μείωση των εξαγωγών τροφίμων από Ουκρανία και Ρωσία, θα ενισχυόταν η πίεση στις διεθνείς τιμές των βασικών προϊόντων διατροφής, με τον FAO να εκτιμά ότι ο παγκόσμιος αριθμός των υποσιτισμένων θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 8 έως 13 εκατομμύρια ανθρώπους το 2022/2023.