Κώστας Δικαίος
▸ Οι εξελίξεις μετά τη ρωσική επέμβαση στην Ουκρανία επιταχύνουν την αμφισβήτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας ΗΠΑ και δολαρίου
Η επέμβαση του ρωσικού ιμπεριαλισμού στην Ουκρανία αποτελεί μια ευθεία αμφισβήτηση του ρόλου των ΗΠΑ ως παγκόσμιου χωροφύλακα του ιμπεριαλιστικού συστήματος. Με αυτήν την έννοια αναδιατάσσει τους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης τόσο από γεωστρατηγική όσο και από οικονομική άποψη, προκαλεί δηλαδή συγκρούσεις για το ξαναμοίρασμα των αγορών και των σφαιρών επιρροής. Η απομόνωση της Ρωσίας από τη Δύση και η συσπείρωση ΗΠΑ-Ευρώπης απέναντί της με αφορμή την επέμβαση στην Ουκρανία αναπόφευκτα την σπρώχνει προς την Κίνα, κάνοντας ακόμα πιο πιθανή τη μετατόπιση του παγκόσμιου οικονομικού κέντρου προς την Ανατολή και την ανάδυση του άξονα Κίνας-Ρωσίας ως αντίπαλου δέους στη Δύση. Ποιοι είναι όμως οι όροι που εξασφαλίζουν τη βιωσιμότητα ενός τέτοιου άξονα;
Πρώτον, η ίδια η επιθετικότητα των ΗΠΑ καθορίζει κοινούς στόχους για τη στρατιωτικοπολιτική αντίδραση των δυο χωρών. Έτσι, η δημιουργία της συμμαχίας AUKUS, που στοχεύει στον περιορισμό της δραστηριότητας της Κίνας στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό, οι συνεχείς απειλές της Δύσης με πρόσχημα τη μειονότητα των Ουιγούρων και τα δημοκρατικά δικαιώματα στο Χόνγκ Κόνγκ, ο διαχωρισμός του πλανήτη στις υποτιθέμενες δημοκρατίες και τα αυταρχικά καθεστώτα των αντίπαλων χωρών, η στήριξη και ο εξοπλισμός της Ταϊβάν, σε συνδυασμό με τις διεκδικήσεις σε βάρος της Κίνας στη Νότια Σινική Θάλασσα από Ιαπωνία, Βιετνάμ, Φιλιππίνες, υποχρεώνουν το Πεκίνο να θεωρήσει ότι η υποδαύλιση της σύγκρουσης στην Ουκρανία από τους δυτικούς ιμπεριαλιστές αποτελεί προοίμιο της πολιτικής που θα ακολουθήσουν και στη δική της σφαίρα επιρροής. Έτσι εξηγείται γιατί η Κίνα δεν θεώρησε εισβολή τη ρωσική επέμβαση, δεν επέβαλε κυρώσεις και απείχε από το καταδικαστικό ψήφισμα του ΟΗΕ.
Δεύτερον, παρά το γεγονός ότι Κίνα και Ρωσία έχουν αρκετές προστριβές σε ό,τι αφορά τα γεωστρατηγικά τους σχέδια στην Κεντρική Ασία, με την πρώτη να προωθεί τον Δρόμο του Μεταξιού και τη δεύτερη να στηρίζεται στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση. η πρόσφατη επέμβαση στο Καζακστάν για να καταστείλει την εργατική εξέγερση ενίσχυσε τη θέση της στη χώρα, το καθεστώς της οποίας «έπαιζε» τόσο με τη Δύση και την Τουρκία όσο και με την Κίνα. Ωστόσο, όλο περισσότερο δημιουργείται μια ευρασιατική σύγκλιση με άμεση συνεργασία μεταξύ τους. Οι συμφωνίες που υπέγραψαν Πούτιν και Σι Τζινπίνγκ στη συνάντησή τους κατά τη διάρκεια των χειμερινών Ολυμπιακών Αγώνων (όχι τυχαία, λίγες μέρες πριν την εισβολή στην Ουκρανία) χαρακτηρίστηκαν σαν συμμαχία «χωρίς όρια» και αφορούσαν την προμήθεια φυσικού αεριού και πετρελαίου. Σε βαθμό, μάλιστα, που αλλάζουν οι παγκόσμιες ενεργειακές ροές, με την Ευρώπη να αγοράζει μετά τις κυρώσεις το πανάκριβο αέριο των ΗΠΑ και την Κίνα να εξασφαλίζει τις ενεργειακές της ανάγκες με φθηνό ρωσικό αέριο και πετρέλαιο, ακόμα και στην περίπτωση που οι ΗΠΑ αποκόψουν τους θαλάσσιους δρόμους!
Ταυτόχρονα, η Ρωσία αγοράζει περίπου το 70% των ημιαγωγών της από την Κίνα και εισάγει ηλεκτρονικούς υπολογιστές, «έξυπνα κινητά» και εξαρτήματα αυτοκινήτων, όπως και χαμηλής ποιότητας ημιαγωγούς, οι οποίοι χρησιμοποιούνται σε αυτοκίνητα και οικιακές συσκευές. Η Κίνα θα επιθυμούσε, επίσης, να υποκαταστήσει χώρες όπως η Ιαπωνία, η Νότια Κορέα και κάποιες ευρωπαϊκές –οι οποίες αποσύρονται λόγω κυρώσεων– στην αγορά αυτοκινήτων ή ηλεκτρονικών προϊόντων στη Ρωσία. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι οι ΗΠΑ απειλούν ότι θα επιβάλουν δευτερογενείς κυρώσεις στις εταιρίες και τις τράπεζες που θα συνεργαστούν με τη Ρωσία, πράγμα που η Κίνα λαμβάνει σοβαρά υπόψη. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, άλλωστε, στηρίζονται στις ΗΠΑ και την Ταϊβάν για ημιαγωγούς τελευταίας τεχνολογίας που απαιτούνται για τα προηγμένα οπλικά συστήματα. Ωστόσο, είναι σίγουρο ότι οι δυνατότητες της Κίνας να αναπτύξει σύντομα την τεχνολογική της αυτάρκεια είναι μεγάλες, ενώ o εμπορικός πόλεμος έχει αρχίσει ήδη από την εποχή Τραμπ και συνεχίζεται από τον Μπάιντεν, με τη στοχοποίηση κινεζικών εταιρειών, όπως η Huawei, για να μείνουν εκτός της κούρσας για τις υποδομές 5G κ.λπ.
Τρίτον, ο αποκλεισμός σημαντικών τραπεζών της Ρωσίας από το διεθνές σύστημα πληρωμών SWIFT, που ελέγχεται από τη Δύση, ενέτεινε τις προσπάθειες της Κίνας να αναπτύξει το εναλλακτικό σύστημα διατραπεζικών συναλλαγών CIPS, το οποίο λειτουργεί με βάση το γουάν, παρακάμπτοντας το δολάριο. Από την άλλη μεριά, η δέσμευση των συναλλαγματικών αποθεμάτων της Ρωσίας που βρέθηκαν σε δυτικές τράπεζες αποτελεί στην ουσία μια πειρατεία, η οποία συνιστά μια ιδιότυπη πολεμική «εργαλειοποίηση» του δολαρίου, που όμως προκαλεί την ανησυχία μιας σειράς χωρών (συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν επενδύσει στο χρέος των ΗΠΑ, όπως η Κίνα και η Σαουδική Αραβία).
Οι προστριβές ανάμεσα σε Μόσχα και Πεκίνο περνούν σε δεύτερη μοίρα απέναντι στην «απειλή» της Δύσης
Εμφανίζεται επομένως η τάση όλο και περισσότερες χώρες να μεταφέρουν σημαντικό τμήμα των συναλλαγών, των τοποθετήσεων και των επενδύσεών τους εκτός δολαρίου. Σε αυτήν την κατεύθυνση, το Πεκίνο έχει συμφωνήσει με το Ριάντ οι πωλήσεις πετρελαίου να γίνονται σε γουάν , η Ρωσία με την Ινδία (οι οποίες έχουν σημαντικές συναλλαγές σε όπλα και πετρέλαιο) να συναλλάσσονται σε ρουπίες και ρούβλια, ενώ το Ιράν έχει κλείσει τέτοιου είδους συμφωνίες από παλιότερα. Αυτές οι εξελίξεις, όμως, αποσταθεροποιούν το δολάριο και τον ρόλο του ως νομίσματος αναφοράς, μειώνουν τη δυνατότητα των ΗΠΑ να ανατροφοδοτούν το τεράστιο χρέος τους και στην ουσία πριονίζουν έναν βασικό πυλώνα της παγκόσμιας κυριαρχίας των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίο ότι Ιράν, Ινδία και αραβικές χώρες δεν έχουν προχωρήσει σε επιβολή κυρώσεων στη Ρωσία.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι εξελίξεις διαμορφώνουν έναν άξονα Κίνας-Ρωσίας ο οποίος, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα συμφωνιών και με άλλες χώρες (για παράδειγμα, στην Αφρική η στρατιωτική επέμβαση της Ρωσίας μπορεί να συνδυαστεί με την οικονομική διείσδυση της Κίνας), βάζει έντονα τις διαχωριστικές γραμμές με το άλλο στρατόπεδο των δυτικών ιμπεριαλιστών. Όμως, ιστορικά, το ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν ανέχεται την «πολυπολικότητα». Είναι αυστηρά δομημένο και η οποιαδήποτε αλλαγή στην ιεραρχία –ιδιαίτερα η αμφισβήτηση της ηγέτιδας δύναμης– συνοδεύεται από πολέμους αλλά και εξεγέρσεις.