Γιώργος Παυλόπουλος
Μόνο ντέρμπι δεν αποδείχθηκαν οι βουλευτικές εκλογές της περασμένης Κυριακής στην Ουγγαρία. Ο Βίκτορ Ορμπάν και το κόμμα του Fidesz κυριολεκτικά σάρωσαν, διασφαλίζοντας την τέταρτη συνεχόμενη κυβερνητική τους θητεία μετά το 2010 —
κάτι που μετά την αποχώρηση της Μέρκελ τους χαρίζει τον τίτλο των μακροβιότερων σε όλη την ΕΕ. Η διαφορά ήταν εμφατική: 54% έναντι 34% του συνασπισμού των έξι κομμάτων της αντιπολίτευσης, στον οποίο είχαν συνασπιστεί από τους ακραία νεοφιλελεύθερους μέχρι τους πρώην όμορους της Χρυσής Αυγής, το ακροδεξιό Jobbik.
Η εικόνα αυτή δεν μπορεί να στηρίξει, όπως είναι φυσικό, κανενός είδους μομφή περί νοθείας ή διαστρέβλωσης της εκλογικής διαδικασίας και του νόμου που την διέπει, παρά τις συνεχείς αλλαγές του. Ούτε, βεβαίως, μπορεί κανείς να αναζητήσει την αιτία του εκλογικού αποτελέσματος αποκλειστικά στη χειραγώγηση των κρατικών και πολλών ιδιωτικών ΜΜΕ, που έχουν μετατραπεί σε μηχανισμό προπαγάνδας (τι πρωτότυπο…) υπέρ του Ορμπάν και της κυβέρνησής του.
Η αλήθεια είναι πως η πολιτική ηγεμονία του Ορμπάν οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων, τους οποίους εκμεταλλεύεται αποτελεσματικά ο ίδιος, βγάζοντας παράλληλα στη σέντρα την αντιπολίτευση. Τη διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των στρατηγικών κλάδων και υποδομών της Ουγγαρίας. Την επιδοματική πολιτική σε περιόδους όξυνσης της κρίσης, όπως συμβαίνει σήμερα με τα καύσιμα. Την «αντίσταση» απέναντι στο διευθυντήριο των Βρυξελλών, σε συνεργασία με τους εταίρους του στην «ομάδα του Βίζεγκραντ», παρά τις προστριβές με την Πολωνία. Την εγγύηση ότι η Ουγγαρία δεν θα βρεθεί στο στόχαστρο της Μόσχας, έστω και αν είπε «ναι» στους πρώτους γύρους τω κυρώσεων της ΕΕ (δεν έστειλε όμως όπλα στην Ουκρανία) και αρκετά ακόμη.
Με βάση όλα αυτά, ο Ορμπάν κατάφερε να περάσει σε δεύτερη μοίρα τόσο την αντιδραστική του πολιτική σε μια σειρά τομείς (όπως το μεταναστευτικό, τα δικαιώματα των μειονοτήτων και των μελών της κοινότητας ΛΟΑΤΚΙ) όσο και την εγκληματική του στάση στη διαχείριση της πανδημίας, που είχε ως αποτέλεσμα η Ουγγαρία να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις χώρες με τις χειρότερες επιδόσεις στην Ευρώπη και παγκοσμίως. Το μείγμα εθνικισμού, ρατσισμού, αυταρχικής-αντιδημοκρατικής διακυβέρνησης και κοινωνικού κράτους που δημιούργησε ο Ορμπάν μοιάζει να έχει ριζώσει για τα καλά, σε μια κοινωνία η οποία προσγειώθηκε απότομα από τα… συννεφάκια της ένταξης στη μεγάλη «ευρωπαϊκή οικογένεια».
Στα επιτελεία των Βρυξελλών, μάλλον θα πρέπει να το ξανασκεφτούν καλύτερα για να εξηγήσουν τους λόγους που θριαμβεύει το μοντέλο Ορμπάν — που μοιάζει πολύ και με το μοντέλο Βούτσιτς στη Σερβία. Οι κραυγές περί φιλοπουτινιστών και αυταρχικών ηγετών που δεν έχουν μέλλον και θα συντριβούν από την ισχύ και τη θέληση των υπολοίπων έχουν τόση αξία όση και η ηχώ τους.