Γιάννης Ελαφρός
▸ Καθώς η λαϊκή δυσαρέσκεια στην Ελλάδα οξύνεται, η κυβέρνηση της ΝΔ ανησυχεί για την πολιτική στάση των «κάτω»
Μέχρι την Αθήνα έγιναν αισθητές οι σεισμικές δονήσεις στη Γαλλία, με τα αστικά πολιτικά επιτελεία να προσπαθούν, ανήσυχα, να αποκρυπτογραφήσουν τις τάσεις. Δεν είναι μόνο η διαρκής πολιτική και πολιτισμική προσαρμογή που επιδεικνεύει η εγχώρια αστική τάξη προς τα τεκταινόμενα εις Παρισίους, συχνά με ένα βαλκανικό κόμπλεξ. Είναι πολύ περισσότερο το γεγονός πως ξύπνησαν μνήμες Μαΐου 2012, όταν τα κόμματα του παντοδύναμου μέχρι τότε δικομματισμού (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), που συγκέντρωναν παλιότερα άνω του 80% της ψήφου, έπεσαν στο 32% αθροιστικά. Το μνημόνιο και το κοινωνικό ζήτημα αποσάρθρωνε τις κυβερνητικές πλειοψηφίες…
Στη Γαλλία καταγράφηκε ένα διπλό «2012». Πρώτο, τα παραδοσιακά μεγάλα κόμματα (Ρεπουμπλικάνοι, Σοσιαλιστές και Κομμουνιστικό Κόμμα Γαλλίας) εξαϋλώθηκαν. Οι υποψήφιοί τους συγκέντρωσαν αθροιστικά λιγότερο από το 10%! Δεύτερο, το πουλέν των τραπεζιτών και της αστικής τάξης της Γαλλίας αλλά και των ελίτ της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο Εμανουέλ Μακρόν μοιάζει πολύ απομονωμένος, με τον χαρακτηρισμό «ο πρόεδρος των πλουσίων» να τον συνοδεύει. Είναι ένα διπλό πλήγμα αφού δεν γκρεμίζονται μόνο τα «παλιά» κόμματα αλλά και τα «νέα» κατασκευάσματα εμφανίζουν ρωγμές. Ο Μακρόν ήταν μια τεχνοκρατική απάντηση στην κρίση της αστικής πολιτικής, με χαρακτηριστικά «ακραίου κέντρου» (κεντρώος στα λόγια, ιδιαίτερα επιθετικός στην προώθηση της πολιτικής του κεφαλαίου και κατά του κινήματος), που όσο υπερβολικά εξυμνήθηκε το 2017, τόσο γρήγορα ξεθωριάζει.
Γι’ αυτό ανησυχούν τα αστικά επιτελεία, βλέποντας ταυτόχρονα πως ήταν το κοινωνικό ζήτημα, η πτώση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων στη Γαλλία, που υπέσκαψαν την κυβέρνηση Μακρόν. Πολύ περισσότερο που την ίδια στιγμή στην Ελλάδα η κοινωνική δυσαρέσκεια απογειώνεται, τροφοδοτημένη από την προκλητική ληστεία των τιμών ηλεκτρικού ρεύματος και των ειδών πρώτης ανάγκης, επιταχύνοντας την πτώση της επιρροής της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το κοινωνικό ζήτημα, η έκρηξη φτώχειας στην Ελλάδα έχει ακόμα πιο εκρηκτικές διαστάσεις απ’ ό,τι στη Γαλλία, μετά από 12 χρόνια μνημονιακής ταπείνωσης και λεηλασίας.
Το αρχικό κυβερνητικό αφήγημα, για να αντιμετωπίσει τις δονήσεις από Γαλλία, είναι πως βρίσκονται αντιμέτωπες η αναγκαία πολιτική, που εκφράζει ο Μακρόν, με τα «άκρα» (ακροδεξιά η Λεπέν, ακροαριστερός ο Μελανσόν) και τον λαϊκισμό, τη συνήθη κατηγορία εναντίον κάθε πολιτικής που αμφισβητεί το «Δεν υπάρχει εναλλακτική» του συστήματος. Τα υπόγεια του Μαξίμου θέλουν να εμφανίσουν την ακροδεξιά με την Αριστερά να συμπλέουν, ενώ είναι ο Μακρόν με τη Λεπέν που «χορεύουν» μαζί, αφού η ύπαρξη του ενός είναι ζωτική και πολύ χρήσιμη για τον/την άλλον/η. Ο Μακρόν δεν θα έπαιρνε αυτά τα ποσοστά εάν δεν υπήρχε η απειλή της Λεπέν, ενώ και η Λεπέν ενισχύθηκε ιδιαίτερα από τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής Μακρόν.
Σε πλήρη σύγχυση ο Κ. Μητσοτάκης, μιλώντας την Τρίτη σε εκδήλωση της ΝΔ, είπε πως η αντιπαράθεση μεταξύ Μακρόν και Λεπέν «δεν είναι ιδεολογική μάχη» (μάλλον δεν κατάλαβε τι είπε), αλλά «μάχη μεταξύ δύο διαφορετικών αντιλήψεων περί προόδου και συντήρησης», σημειώνοντας πως «με τον ίδιο τρόπο διαμορφώνονται και τα πολιτικά διλήμματα στη χώρα μας». Ως ένδειξη «προόδου» παρουσίασε τα «ωραία πράγματα» στο… gov.gr, που «δεν είναι ούτε Δεξιά, ούτε Κεντρώα, ούτε Αριστερά. Είναι σωστά και προοδευτικά»! Σε μια κοινωνία που δεν βγάζει τον μήνα και που οι λογαριασμοί του ηλεκτρικού προκαλούν εγκεφαλικά, να πλασσάρεσαι ως προοδευτικός λόγω αυτονόητων ψηφιακών εφαρμογών, προδίδει κοινωνική αφασία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, φορώντας σταθερά το κομφορμιστικό δικομματικό του κουστούμι, μίλησε μόνο για «νεοφιλελεύθερες πολιτικές», προσπαθώντας να πλιατσικολογήσει με το υψηλό ποσοστό Μελανσόν («θετική είδηση»), κάνοντας πως ξεχνάει πως ο επικεφαλής της «Ανυπόταχτης Γαλλίας» είχε χαρακτηρίσει τον Αλέξη Τσίπρα το 2018 «μια από τις ελεεινότερες πολιτικές προσωπικότητες της Ευρώπης», που «πρόδωσε τον λόγο του» (για το δημοψήφισμα), «ξεπουλά τη δημόσια περιουσία και καταστρέφει τη χώρα του»! Τώρα βέβαια ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο καταχωνιάζει τις καταγγελίες του Ζαν-Λικ Μελανσόν αλλά χρησιμοποιεί το αποτέλεσμα για να εγείρει εκλογικούς εκβιασμούς. «Είναι κρίμα που η πολυδιάσπαση της ευρύτερης Αριστεράς δεν επιτρέπει την είσοδό της στο δεύτερο γύρο, αντί της ακροδεξιάς Λεπέν», λέει η Κουμουνδούρου της Προοδευτικής Συμμαχίας και της μετατροπής της Αριστεράς σε φάκα για αφελείς. Κανένα μήνυμα δεν παίρνει ο ΣΥΡΙΖΑ, καμία στροφή στο εργατικό-ταξικό περιεχόμενο, παραμένει κολλημένος με τη νέα σοσιαλδημοκρατία κι ας πήρε 2% η υποψήφια του Σοσιαλιστικού Κόμματος (pasokofication).
Ο Μακρόν ήταν μια τεχνοκρατική απάντηση στην κρίση της αστικής πολιτικής, που όσο υπερβολικά εξυμνήθηκε το 2017, τόσο γρήγορα ξεθωριάζει σήμερα
Η επιτυχία Μελανσόν, τόσο γενικά όσο και στους νέους/ες, στα εργατικά προάστια με την αυξημένη παρουσία μεταναστών και ευρύτερα στις πόλεις, στέλνει μηνύματα και προς τα αριστερά. Πρώτο, δείχνει πως οι συσχετισμοί μπορεί να αλλάζουν και πως υπάρχει δυναμικό εργαζομένων και νεολαίας που αναζητεί απάντηση στην κυρίαρχη πολιτική. Δεύτερο, δείχνει πως ο κόσμος αντιστέκεται με τα όπλα που είναι διαθέσιμα εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι αν δεν είναι τα πιο ισχυρά· και βέβαια η γραμμή του Μελανσόν, ένα σύμπλεγμα ριζοσπαστικού ρεφορμισμού και πατριωτικής απάντησης, πάντα μέσα από ένα προσωποπαγές σχήμα, δεν πάει μακριά. Παρ᾽ όλα αυτά, το πολιτικό του στίγμα ήταν πιο κοντά στο κλίμα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και έμοιαζε πιο ανατρεπτικός από την αστική νομιμοφροσύνη των Σοσιαλιστών και τη δεξιά κατολίσθηση του ΚΚΓ. Για να σταθεί μια Αριστερά στη σημερινή εποχή των έντονων αναμετρήσεων, πρέπει να έχει ένα στοιχείο «ανυπόταχτο», αν και ο Μελανσόν έδινε έμφαση στη Γαλλία και όχι στην εργασία.
Υπάρχει ένα σοβαρό ερώτημα για την καθήλωση σε αυτές τις συνθήκες της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όπως έδειξαν και οι υποψηφιότητες Φιλίπ Πουτού του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (0,8%) και Ναταλί Αρτό της Εργατικής Πάλης (0,6%). Η λεγόμενη «άκρα Αριστερά» στη Γαλλία παραμένει ένα υπαρκτό αλλά μικρό ρεύμα, που δίνει ταξικές μάχες. Το πως μπορεί να ξεπεράσει τη στασιμότητα και την πολυδιάσπαση είναι ένα υπαρκτό ερώτημα, που απαιτεί βαθιές πολιτικές απαντήσεις, χωρίς απαξίωση της παρέμβασής της αλλά και χωρίς να μείνουν στο απυρόβλητο λάθος τοποθετήσεις, όπως για παράδειγμα στο ζήτημα του πολέμου στην Ουκρανία και γενικότερα.