Αιμιλία Καραλή
Ο Ένγκελς έγραφε κάποτε ότι μόνο όταν τα όπλα μπουν στις προθήκες των μουσείων σαν εκθέματα βαρβαρότητας, τότε και μόνο τότε η ανθρωπότητα θα περάσει από την προϊστορία στην ιστορία της. Πόσο μεγάλος και μακρινός είναι άραγε αυτός ο στόχος;
Ο λόφος με τα σκίνα ήταν για τα παιδιά του χωριού μου –στα τέλη της δεκαετίας του ’60– κάτι σαν θησαυρός. Παίζαμε κρυφτό ανάμεσα στους πυκνούς θάμνους ή τους είχαμε σαν καταφύγιο, όταν θέλαμε να ξεφύγουμε από το άμεσο ξέσπασμα της οργής των γονιών μας, αν κάναμε κάποια αταξία. Κυρίως, όμως, ήταν ο χώρος από τον οποίο –κατά παραγγελία των δασκάλων μας– προμηθευόμασταν κλαδιά για να φτιάξουμε τις βέργες με τις οποίες θα μας έδερναν. Κάναμε και διαγωνισμούς για το ποιος θα έφτιαχνε την καλύτερη βέργα. Διαλέγαμε, ξεφλουδίζαμε και δοκιμάζαμε το επεξεργασμένο κλαρί ακόμη και πάνω μας. Το όνομα του κατασκευαστή της καλύτερης βέργας ανακοινωνόταν μετά την πρωινή προσευχή στο σχολείο. Και ζηλεύαμε οι υπόλοιποι και υποσχόμασταν ότι θα είμασταν οι νικητές ή οι νικήτριες την επόμενη φορά.
Γι’ αυτό και ο λόφος ήταν αντικείμενο διεκδίκησης. Αυτοί που τον κατείχαν ήταν οι προνομιούχοι καρπωτές του. Για τους θάμνους, λοιπόν, κάναμε πετροπόλεμο. Χωρισμένοι, ανάλογα με την ενορία στην οποία ανήκε ο καθένας και η καθεμιά μας, σε Αγιωργίτες και Παναγίτες, άλλοτε πάνω στον λόφο, άλλοτε στα ριζά του, πετάγαμε στους αντιπάλους πέτρες. Μικρές, μεγάλες, μεσαίες — ό,τι χώραγε στις μικρές μας παλάμες. Θυμάμαι ακόμα τις κραυγές της νίκης (δικά μας τα σκίνα!) ή τα κλάματα της ήττας (πάλι χάσαμε!). Και οι νικητές και οι νικημένοι μετράγαμε πληγές, ανοιγμένα κεφάλια, καμιά φορά και σπασμένα χέρια. Κι οι γονείς των κερδισμένων περηφανεύονταν την άλλη μέρα στα καφενεία, ενώ των ηττημένων ήταν συνεσταλμένοι, αφού είχαν καταχεριάσει τα παιδιά τους γιατί έχασαν.
-Δεν ξέρετε τι κάνετε, έλεγε ο παππούς μου, μόλις του ανακοινώναμε –εγώ και τ’ αδέλφια μου– τα αποτελέσματα του «πολέμου». Βλοσυρός και σκεφτικός ταυτόχρονα, αυτός ο γεννημένος πίσω από τον ήλιο, όπως τον αποκαλούσε η μικρότερη κόρη του, δηλαδή συντηρητικός και σκληρός, δεν μπορούσε καν να ακούει τη λέξη πόλεμος. Όπως μου είπε αργότερα, τα όσα είχε ζήσει στη Μικρασία, κατά την υποχώρηση του ελληνικού στρατού τον Αύγουστο του 1921 στον Σαγγάριο ποταμό, τον είχαν σημαδέψει.
Τον πήραν 20 χρονών από ένα χωριό της Ηλείας και τον έστειλαν στο μέτωπο εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τον τόπο του. Ένας νέος άνδρας που το πιο μακρινό ταξίδι του ως τότε ήταν τρεις ώρες δρόμος με το κάρο ως τον Πύργο. Ξένος σε ξένο τόπο αναγκάστηκε να πολεμήσει για «τη δόξα του έθνους» ανάμεσα σε ποδοβολητά αλόγων, κραυγές πόνου, αίματα, πτώματα, βογγητά, βλαστήμιες, κλάματα, απόγνωση, φόβο, πείνα και δίψα, μεγάλη δίψα. Τον είχα ρωτήσει αν σκότωσε.
-Ευτυχώς όχι, μου απάντησε. Σκότωσαν όμως άλλοι. Και στα παραμιλητά τους μέσα στον πυρετό ή σε ανήσυχους ύπνους φώναζαν μερικοί: -Μη με κοιτάς έτσι, μη με κοιτάς έτσι. Είχαν φυλακίσει στο μυαλό τους το τελευταίο βλέμμα του άγνωστου ανθρώπου που σκότωσαν. -Δεν ξεπερνιέται ο πόλεμος, δεν ξεχνιέται, έλεγε. Πάντα θα θυμάσαι το αίμα.
Η μνήμη του αίματος μπορεί να μην αφορά πολλούς από εμάς άμεσα, έχει όμως σφραγίσει τη συλλογική μνήμη μιας ανθρωπότητας κατακερματισμένης
Η μνήμη του αίματος που ρέει στον πόλεμο μπορεί να μην αφορά πολλούς από μας άμεσα, έχει όμως σφραγίσει τη συλλογική μνήμη μιας ανθρωπότητας κατακερματισμένης από «τις υπηρεσίες των αλλοδαπών και διαβατηρίων / τις φοβερές σημαίες των κρατών και τη διπλωματία / τα εργοστάσια πολεμικών υλών», όπως έγραφε ο Μιχάλης Κατσαρός.Γι’ αυτό και ο Ένγκελς έγραφε κάποτε ότι μόνο όταν τα όπλα μπουν στις προθήκες των μουσείων σαν εκθέματα βαρβαρότητας, τότε και μόνο τότε η ανθρωπότητα θα περάσει από την προϊστορία στην ιστορία της. Πόσο μεγάλος και μακρινός είναι άραγε αυτός ο στόχος; Πόσοι ακόμη –για να θυμηθούμε το ομότιτλο διήγημα του Μπρεχτ– «στρατιώτες του La Ciotat» πρέπει να μιανθούν «από την αγιάτρευτη αρρώστια της αναισθησίας και να ευχαριστούν μάλιστα την τύχη τους γιατί την κόλλησαν;»
Μάλλον είναι πολύ μακρινός ο στόχος όσο υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που νομίζουν ότι ο πόλεμος είναι ένα βίαιο και αιματηρό, αλλά πάντα παιδικό παιχνίδι, όσο χωρίζονται σε Αγιωργίτες και Παναγίτες και θεωρούν τρόπαιο τον λόφο με τα σκίνα, δηλαδή τα όργανα των βασανιστηρίων τους. Προϊστορία, αφόρητη προϊστορία.