Γιώργος Μουρμούρης
▸ Η Ρωσία σκληραίνει τη στάση της στα πεδία των μαχών, προκειμένου να προσέλθει με «κεκτημένα» στις διαπραγματεύσεις
Σε έναν μακρόσυρτο, αιματηρό πόλεμο εξελίσσεται η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία που ξεκίνησε τα ξημερώματα της Πέμπτης 24 Ιανουαρίου. Μία εβδομάδα αργότερα, οι ρωσικές δυνάμεις είχαν προωθηθεί στο ουκρανικό έδαφος από ανατολή, βορρά και νότο, δημιουργώντας μία «τανάλια» που το μεσημέρι της Πέμπτης 3 Μαρτίου έσφιγγε την κεντρική Ουκρανία, από το Κίεβο στα βόρεια ως τη Ζαπορίζια στα κεντρο-νότια. Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, οι ρωσικές δυνάμεις βομβάρδιζαν το Κίεβο, ενώ η πόλη της Χερσώνας είχε περιέλθει υπό ρωσική κατοχή. Στη Μαριούπολη, τη μεγάλη πόλη-λιμάνι της Αζοφικής Θάλασσας, διατυπώνονται φόβοι για εξαιρετικό υψηλό αριθμό νεκρών λόγω του εκτεταμένου βομβαρδισμού της πόλης από τις ρωσικές δυνάμεις αλλά και της δραστηριοποίησης στην περιοχή ουκρανικών ακροδεξιών «ταγμάτων εθελοντών», όπως το νεοναζιστικό τάγμα «Αζόφ».
Οι πρώτες διμερείς επαφές μεταξύ της ουκρανικής κυβέρνησης και των ρωσικών αρχών στα σύνορα Ουκρανίας-Λευκορωσίας δεν φαίνονται να μπορούν να οδηγήσουν άμεσα σε κατάπαυση πυρός, καθώς από την πλευρά της η Ρωσία προσπαθεί να διευρύνει τα κεκτημένα επί του πεδίου, ώστε να προσέλθει από ολοένα και πιο πλεονεκτική θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, ενώ η ουκρανική κυβέρνηση –που βεβαίως βρίσκεται στην πλευρά του αμυνόμενου– όχι απλώς δεν εμφανίζεται πρόθυμη να συζητήσει ένα σχέδιο εκεχειρίας με κάποιες υποχωρήσεις ως προς το καθεστώς ουδετερότητας που ζητά η Μόσχα, αλλά αντιθέτως φέρεται να αντιπροτάσσει την αποχώρηση των Ρώσων από τη χερσόνησο της Κριμαίας και την επανένωσή της με την Ουκρανία.
Πιθανώς η κυβέρνηση Ζελένσκι προσβλέπει στη διόγκωση των αδυναμιών που εμφανίζονται στις ρωσικές φάλαγγες, με ταυτόχρονη ενίσχυση της ουκρανικής πλευράς με δυτικό οπλισμό που, σε συνδυασμό με τις δρακόντειες οικονομικές κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας, θα μπορούσε να οδηγήσει σε μία επιτυχημένη ουκρανική αντεπίθεση — με απόσυρση των ρωσικών στρατευμάτων και συνακόλουθη ένταξη του «ήρωα Ζελένσκι» στο «πάνθεον» των εθνικών ηρώων της Ουκρανίας.
Όποιες και αν είναι οι ελπίδες της ουκρανικής ηγεσίας, είναι σαφές ότι από πλευράς Μόσχας δεν μπορεί να υπάρξει επιστροφή από τα εδάφη της Ουκρανίας χωρίς την υλοποίηση μερικών έστω από τους διακηρυγμένους στόχους της «ειδικής επιχείρησης», όπως τη διασφάλιση του ουδέτερου καθεστώτος του Κιέβου. Ενδεχόμενη υπαναχώρηση θα ισοδυναμούσε με ήττα που θα εμφάνιζε τη Ρωσία με τις βλέψεις για παγκόσμιο ρόλο ως «γίγαντα με πήλινα πόδια», οδηγώντας σε υποβιβασμό της στο ιμπεριαλιστικό πλέγμα και ενδεχομένως σε άδοξο τέλος την «αυτοκρατορική» πολιτική καριέρα του Πούτιν. Γι’ αυτό και όσο οι ρωσικές δυνάμεις εισβολής καθυστερούν να αποκτήσουν τον έλεγχο των περισσότερων πόλεων στρατηγικής σημασίας της Ουκρανίας και κυρίως της πρωτεύουσας, τόσο πιο επιθετική θα γίνεται η Μόσχα, αφήνοντας στην άκρη τα «ανθρωπιστικά» προσχήματα (που, ειρήσθω εν παρόδω, θυμίζουν απίστευτα τα αντίστοιχα φληναφήματα των αμερικανικών δυνάμεων στις διάφορες εισβολές των ΗΠΑ) και προχωρώντας σε μια ολομέτωπη επίθεση που αναπόδραστα θα έχει ως συνέπεια τεράστιο αριθμό νεκρών αμάχων, οι οποίοι βρίσκονται αποκλεισμένοι στις πόλεις.
Η ρωσική εισβολή πυροδότησε μια διαδικασία μετατροπής των δυτικών κοινωνιών σε ετοιμοπόλεμους σχηματισμούς
Eνώ ο πόλεμος μαίνεται στην Ουκρανία, στη Δύση η ρωσική εισβολή έδρασε ως επιταχυντής, πυροδοτώντας μία ταχύτατη διαδικασία μετατροπής των αυτοαποκαλούμενων «ανοιχτών κοινωνιών» σε ετοιμοπόλεμους σχηματισμούς. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευτεί ο αφορισμός του ύπατου εκπροσώπου της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ, ότι η άποψη πως η ΕΕ είναι μία «ένωση ειρήνης» αποτελεί «ένα ταμπού που καταρρέει»; Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς,\ εξήγγειλε ένα εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ ύψους 100 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ δυνάμεις ταχείας αντίδρασης του ΝΑΤΟ αναπτύσσονται ήδη στην ανατολική Ευρώπη. Μακρόν και Μητσοτάκης βλέπουν να δικαιώνεται το όραμά τους για «στρατηγική αυτονομία» της Ευρώπης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε επίπεδο εξοπλισμών και μιλιταρισμού. «Γεράκια» του πολέμου δεν εξοπλίζουν απλώς μονομερώς την Ουκρανία, όπως έπραξε και η Ελλάδα με απόφαση της κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά στέλνουν και εθελοντές για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ουκρανών εθνικιστών, την ίδια ώρα που, στο όνομα της καταδίκης της ρωσικής εισβολής στην Αθήνα, «απαγορευόταν» η Λίμνη των Κύκνων.
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία έχει πυροδοτήσει ένα τεράστιο κύμα φυγής από τη χώρα. Ως την Πέμπτη 3 Μαρτίου υπολογίζεται ότι σχεδόν ένα εκατομμύριο άνθρωποι είχαν δραπετεύσει για να γλιτώσουν από τη σύρραξη, οι περισσότεροι κατευθυνόμενοι προς κράτη-μέλη της ΕΕ. Ως (κυρίως) λευκοί, (μάλλον) χριστιανοί και (πιθανώς) φιλο-δυτικοί, οι Ουκρανοί πρόσφυγες μέχρι στιγμής γίνονται δεκτοί ως φυγάδες από έναν πόλεμο που προκάλεσαν οι εχθροί της Ευρώπης και του «ελεύθερου κόσμου», ως «πραγματικοί πρόσφυγες» όπως δήλωσε ο Νότης Μηταράκης, ξεχειλίζοντας ρατσισμό. Αυτό καθόλου δεν αναιρεί όμως το ενδεχόμενο, αν η πολεμική σύρραξη διαρκέσει μεγάλο χρονικό διάστημα, το δηλητήριο του προνοιακού σοβινισμού («ζουν από τα επιδόματά μας») να μολύνει ξανά τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Ήδη η κυβέρνηση της Σλοβακίας ανακοίνωσε ότι ζήτησε τη συνδρομή της Frontex(!) για να «θωρακίσει» τα σύνορά της από τους Ουκρανούς πρόσφυγες, ενώ στην Ελλάδα ανακοινώνεται με τυμπανοκρουσίες η έλευση φθηνού ειδικευμένου εργατικού δυναμικού για τον πρωτογενή τομέα και τα ξενοδοχεία.
Την ίδια στιγμή, το κύμα ακρίβειας που κάλπαζε ήδη από το καλοκαίρι πλέον εκτοξεύεται εξαιτίας της αστάθειας που πυροδοτεί στην αναρχία των αγορών ο πόλεμος, και της εκτόξευσης της τιμής του ρεύματος και των καυσίμων λόγω των βαρύτατων οικονομικών κυρώσεων στη Μόσχα και της εγκατάλειψης όπως-όπως του φθηνού ρωσικού αερίου. Η πυρπόληση του «σιτοβολώνα της Ευρώπης» όπως χαρακτηρίζεται εδώ και αιώνες η Ουκρανία, που επιπλέον θρέφει εξαιρετικά πυκνοκατοικημένες χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, αναμένεται να οδηγήσει σε εκτόξευση και τις τιμές των τροφίμων, θυμίζοντας –για μία ακόμη φορά– τον Μπρεχτ: «Οι εργάτες φωνάζουν για ψωμί, οι έμποροι φωνάζουν για αγορές. Οι άνεργοι πεινούσαν, τώρα πεινάνε και όσοι εργάζονται».