Λίτσα Φρυδά
Η έκδοση του χειρόγραφου του διασημότερου μυθιστορήματος του Τζων Στάινμπεκ, Τα Σταφύλια της Οργής, κυκλοφόρησε από τις ανεξάρτητες εκδόσεις SP Books, αποκαλύπτοντας κρυφές λεπτομέρειες της δημιουργικής διαδικασίας της γραφής,
Το έργο γράφτηκε σε λιγότερο από 100 ημέρες (Μάιος-Οκτώβριος 1938) και στις 165 πυκνογραμμένες χειρόγραφες σελίδες του εξιστορεί τις μετακινήσεις και τις άθλιες συνθήκες των μεταναστών αγροτών στα νοτιοδυτικά της Αμερικής, στα μέσα περίπου της Μεγάλης Ύφεσης που ακολούθησε το κραχ του ‘29. Προέκυψε από σειρά άρθρων με τίτλο «Οι Τσιγγάνοι της Συγκομιδής» που ο Στάινμπεκ είχε δημοσιεύσει με φωτογραφίες της Ντοροθέα Λαντζ στη San Francisco Chronicle, τον Οκτώβρη του 1936. Ο συγγραφέας, βαθιά πολιτικός, με προλεταριακή καταγωγή, που γεννήθηκε σε φάρμα και μεγάλωσε δουλεύοντας με μετανάστες, θεωρεί χρέος του να γράψει άμεσα για αυτά τα ιστορικά γεγονότα με τρόπο αυθεντικό: «Πρέπει να είναι μακράν το καλύτερο πράγμα που έχω επιχειρήσει ποτέ· αργό αλλά σίγουρο, συσσωρεύοντας λεπτομέρεια στη λεπτομέρεια μέχρι να προκύψει μια εικόνα και μια εμπειρία», έγραφε στο ημερολόγιό του εκείνη την εποχή, δυο χρόνια μετά τη δημοσίευση του
Άνθρωποι και Ποντίκια.
Το χειρόγραφο με τον μικροσκοπικό γραφικό χαρακτήρα αρχίζει με τις λέξεις «ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ». Η μελετήτρια του Στάινμπεκ, Σούζαν Σίλινγκλοου, επισημαίνει πως η σημείωση «μεγάλα γράμματα», στην αρχή του χειρόγραφου, είναι πιθανή υπόμνηση του Στάινμπεκ στον εαυτό του να γράφει ευανάγνωστα για την σύζυγο του Κάρολ, δακτυλογράφο και διορθώτρια των κειμένων του. Ωστόσο, τα γράμματά του γίνονται όλο και μικρότερα, καθώς προχωράει γοργά προς το τέλος, παραλείποντας κόμματα, κεφαλαία γράμματα, τελείες και εισαγωγικά.
Η Σίλινγκλοου σημειώνει πως δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου διαγραφές ή επανεγγραφές στο χειρόγραφο, αν και στην πρωτότυπη έκδοση φαίνεται πως ο εκδότης Viking Press επεξεργάστηκε τις δεκάδες χρήσεις της λέξης «fuck» του Στάινμπεκ, σε μια προσπάθεια να κάνει το μυθιστόρημα λιγότερο αμφιλεγόμενο, ενώ αφαίρεσε και δύο φράσεις όπου οι μισθωτοί αγρότες κατηγορούνταν για σοσιαλισμό και μπολσεβικισμό και ότι ήθελαν να επιτεθούν στο ιερό δικαίωμα της ιδιοκτησίας. Η λέξη «SLUT» (ΤΣΟΥΛΑ) που στο χειρόγραφο ακολουθεί την λέξη END απασχόλησε ιδιαίτερα τους μελετητές του έργου.
Νέες πτυχές ενός αριστουργήματος που εξακολουθεί να εμπνέει και να συγκινεί
Η ακαδημαϊκός χαρακτηρίζει δυνατή τη στιγμή που βλέπεις τον γραφικό χαρακτήρα του συγγραφέα: «Στην αρχή τα γράμματα είναι μεγάλα και καθώς το κείμενο εξελίσσεται γίνονται όλο και μικρότερα, έτσι μπορεί κανείς να αισθανθεί τον επείγοντα χαρακτήρα της γραφής του Στάινμπεκ. Ήθελε να κατακτήσει την ιστορία τη στιγμή που εκτυλίσσονταν και πράγματι το κατάφερε. Το χειρόγραφο υποδηλώνει το βάρος του έργου που ανέλαβε –να συλλάβει τη δυστυχία των μεταναστών στην Καλιφόρνια στα τέλη της δεκαετίας του 1930– καθώς και τον επείγοντα χαρακτήρα της αφήγησής του». Μόλις ο αναγνώστης συνηθίσει τον γραφικό χαρακτήρα του Στάινμπεκ, πράγμα «αρκετά εύκολο», συνεχίζει η Σίλινγκλοου, μπορεί να αποκρυπτογραφήσει το χειρόγραφο. «Όταν ο Στάινμπεκ επεκτείνει την πρόζα του ως την άκρη των περιθωρίων και την κορυφή των σελίδων, τα γράμματά του γίνονται μικρότερα. […] Η συγκέντρωση και η εστίαση είναι εμφανείς σε αυτές τις σελίδες. Είναι εκπληκτικό να το βλέπεις», συμπληρώνει. Ο ίδιος είχε πει σε φίλο του: «Ποτέ πριν δεν δούλεψα τόσο σκληρά στη ζωή μου, ούτε τόσο πολύ», συμπληρώνοντας πως φιλοδοξούσε από σελίδα σε σελίδα να «κάνει τα νεύρα του αναγνώστη κουρέλια», πράγμα που πέτυχε με την τεχνική jump-cut, το ραδιοφωνικό αφηγηματικό τέμπο και τα έντονα οπτικά εφέ που παραπέμπουν στις φωτογραφίες της Λαντζ.
Αρκετές δυνατές στιγμές του έργου σου κόβουν την ανάσα, με πλέον συγκλονιστική την ομιλία του Τομ Τζόαντ: «Θα βρίσκομαι παντού μέσα στο σκοτάδι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου δίνουν μάχη για να φάνε οι πεινασμένοι. Θα βρίσκομαι εκεί όπου ο μπάτσος δέρνει τον ανήμπορο. Θα βρίσκομαι εκεί όπου οι άνθρωποι φωνάζουν επειδή είναι έξαλλοι και δεν αντέχουν άλλο. Αλλά θα βρίσκομαι και εκεί όπου τα παιδιά γελούν επειδή πεινούν, μα ξέρουν ότι το δείπνο τα περιμένει. Και θα βρίσκομαι εκεί, όταν οι άνθρωποι θα τρώνε τους δικούς τους καρπούς και θα ζουν στα σπίτια που οι ίδιοι έφτιαξαν» (Μτφρ: Κ. Πολίτης). Συγκλονιστική και η υπέροχη τελική εικόνα της Ρόουζ οφ Σάρον που προσφέρει το στήθος της σε έναν πεινασμένο άνδρα, πριν την αινιγματική τελευταία πρόταση: «Κοίταξε πάνω και πέρα από τον αχυρώνα και τα χείλη της συναντήθηκαν και χαμογέλασαν μυστηριωδώς».
Ανάμεσα στα 27 βιβλία του, που ακόμα συγκινούν και εμπνέουν, περιλαμβάνονται: Ανατολικά της Εδέμ, Άνθρωποι και Ποντίκια, Ο Δρόμος με τις Φάμπρικες, Τα Σταφύλια της Οργής και το σενάριο του Βίβα Ζαπάτα (1952).