Βασίλης Μηνακάκης
Η ένταση των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και οι τάσεις αναδίπλωσης των εθνικών οικονομιών δεν οδηγούν στο «τέλος της παγκοσμιοποίησης», όπως ισχυρίζονται πολλοί, αλλά σε μια τροποποίηση της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Η αποκρυστάλλωση της νέας μορφής ίσως να αργήσει και σίγουρα θα προηγηθούν πολλά επεισόδια οξύτατων ανταγωνισμών και πολύμορφων συγκρούσεων-πολέμων.
Ποιο το μέλλον της διεθνούς συνεργασίας του κεφαλαίου;
«Τέλος της παγκοσμιοποίησης», «επιστροφή στον προστατευτισμό», «πανδημία και πόλεμος, τα τελευταία καρφιά στο φέρετρο της παγκοσμιοποίησης». Οι εκφράσεις αυτές, που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται όταν η διοίκηση Τραμπ επέβαλε περιορισμούς στα κινεζικά προϊόντα, ενισχύθηκαν με το Brexit κι άνθησαν την περίοδο της πανδημίας (με τα σκηνικά απείρου ανταγωνιστικού κάλλους για μάσκες κ.λπ.), τείνουν να γίνουν του συρμού μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.
Έχουν όμως σχέση με την πραγματικότητα; Ας αναρωτηθούμε: Αν η Ευρώπη (που εισάγει από τη Ρωσία το 40% του αερίου και το 25% του πετρελαίου) αλλάξει προμηθευτή και αναζητήσει υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG) από τις ΗΠΑ ή το Κατάρ αυτό σημαίνει οπισθοχώρηση από την παγκοσμιοποίηση; Αν οι πωλήσεις πετρελαίου δεν γίνονται πλέον σε δολάριο (σήμερα 80% παγκοσμίως), αν, π.χ., η Κίνα, που αγοράζει περισσότερο από το 25% του πετρελαίου που εξάγει η Σαουδική Αραβία, το τιμολογεί σε γουάν, αυτό ακυρώνει την παγκοσμιοποίηση; Αν αλλάξει ο γεωπολιτικός ηγεμόνας, τα συναλλαγματικά αποθέματα αλλάξουν νόμισμα τοποθέτησης και το SWIFT πάψει να είναι ο βασικός τρόπος διεκπεραίωσης διεθνών πληρωμών;
Τίποτα απ’ αυτά δεν ακυρώνει την «παγκοσμιοποίηση». Δεν θα αλλάξει τίποτα, λοιπόν; Κάθε άλλο. Μια τριπλέτα προβλημάτων οδηγεί σε αλλαγή μορφής της, όχι όμως σε ακύρωση. Ποια είναι αυτά; Η χαμηλών πτήσεων υπέρβαση της κρίσης του 2007 και παράλληλα οι αδυναμίες και αντιφάσεις της προηγούμενης μορφής διεθνοποίησης που αναδείχθηκαν με την πανδημία και τον πόλεμο. Η αποκρυστάλλωση της νέας μορφής ίσως να αργήσει και σίγουρα θα προηγηθούν πολλά επεισόδια οξύτατων ανταγωνισμών και πολύμορφων συγκρούσεων-πολέμων.
Το τέλος της παλιάς «παγκοσμιοποίησης» και η συνέχεια της
Τι όριζε τη «δεύτερη παγκοσμιοποίηση» 9η πρώτη τοποθετείται στο μεταίχμιο 19ου και 20ου αιώνα), ποια ήταν τα βασικά χαρακτηριστικά της καπιταλιστικής διεθνοποίησης την περίοδο μετά το 1990; Συνοπτικά θα αναφέρουμε μερικά: επανάσταση στις επικοινωνίες (διαδίκτυο κ.λπ.) αλλά και τις μεταφορές, οργάνωση από τις πολυεθνικές της παραγωγής σε πλανητική βάση (πλευρά της ήταν οι εφοδιαστικές αλυσίδες), αύξηση του διεθνούς εμπορίου και των άμεσων ξένων επενδύσεων, ένταξη στην «οικονομία της αγοράς» των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών, απελευθέρωση των διεθνών χρηματοοικονομικών ροών, καπιταλιστικές ολοκληρώσεις, αλλαγές στον συσχετισμό δύναμης μεταξύ των καπιταλιστικών κέντρων, μεταβολή στα υποκείμενα του διεθνούς κεφαλαιοκρατικού πλέγματος (με αναβάθμιση, πλάι στα κράτη, των πολυεθνικών κολοσσών).
Τι αλλάζει απ’ αυτά; Ό,τι αλλάζει στις επικοινωνίες (δίκτυα 5G, διαδίκτυο των πραγμάτων κ.λπ.) λειτουργεί υποβοηθητικά κι όχι ανασχετικά στην καπιταλιστική διεθνοποίηση. Ενισχυτικά λειτουργεί και η διαρκώς αυξανόμενη ισχύς των πολυεθνικών κολοσσών (του χρηματοπιστωτικού τομέα και της παραγωγής εμπράγματων ή μη εμπορευμάτων): η δίψα τους για κέρδη έχει την τάση να υπερπηδά κάθε φραγμό και σύνορο, να τροφοδοτεί τη διευρυμένη εμπορευματική παραγωγή. Φαντάζεται κανείς ότι υπάρχει περίπτωση η Amazon, η Google, η Tesla, η Toyota, η Nestle, η JPMorgan να αναδιπλωθούν σε έναν πιο περιορισμένο χώρο ή να αρκεστούν σε κάτι λιγότερο από την πλανητική επέκταση; Πιστεύει κανείς ότι ο κινεζικός καπιταλισμός θα εγκαταλείψει τη στρατηγική «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» (το νέο δρόμο του μεταξιού) για την οποία εργάζεται από το 2013 και στην οποία θα επενδυθούν σε υποδομές σχεδόν ένα τρισεκατομμύριο δολ. – και μάλιστα τη στιγμή που η Ρωσία επενδύει ποικιλότροπα στο Βορεοιδυτικό Πέρασμα και η ΕΕ εγκαινίασε (2021) τη δική της αντίστοιχη πρωτοβουλία (Global Gateway), στην οποία θα επενδυθούν 300 δισ. ευρώ για νέους αυτοκινητόδρομους, σιδηροδρομικές γραμμές και ψηφιακές συνδέσεις;
Το 2021, εν μέσω πανδημίας, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αυξήθηκαν διεθνώς κατά 6% σε σχέση με το 2019 και το 2020. Μεταξύ 1990 και 2007 είχαν αυξηθεί 670%!
Ας δούμε μερικούς άλλους δείκτες. Το 2021, εν μέσω πανδημίας, οι άμεσες ξένες επενδύσεις (ΑΞΕ) αυξήθηκαν διεθνώς κατά 6% σε σχέση με το 2019 και το 2020. Είχε προηγηθεί αύξησή τους κατά 670% μεταξύ 1990 και 2007 και το 2016 είχαν φτάσει στα 2,7 τρισ. δολ .
Το παγκόσμιο εμπόριο είναι ένας ακόμη δείκτης. Από το 1990 έως το 2008 οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών σκαρφάλωσαν από το 19% του παγκόσμιου ΑΕΠ στο 30,7% και έκτοτε κινούνται λίγο κάτω από αυτό (30,1% το 2018) αλλά πολύ μακριά από το 20% (το ελάχιστο ήταν 26% το 2020, εν μέσω πανδημίας). Το 2021, το παγκόσμιο εμπόριο γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη φτάνοντας στα 28,5 τρισ. δολ., δηλαδή αύξηση κατά 25% σε σύγκριση με το 2020 και 13% σε σχέση με το 2019 (με την άνοδο στον αναπτυσσόμενο κόσμο να είναι 30% και στον ανεπτυγμένο 15%). Το μέσο ποσοστό δασμών, που τη δεκαετία του 1960 ήταν 15% στον βιομηχανοποιημένο κόσμο, το 2016 ήταν γύρω στο 3% (συμπεριλαμβανόμενων τώρα και των αναπτυσσόμενων χωρών).
Μήπως θα μειωθεί η παγκόσμια διασύνδεση ή η ανάγκη προμήθειας συγκεκριμένων πρώτων υλών ή αγαθών από συγκεκριμένες χώρες; Με την Κίνα να ελέγχει αυτή τη στιγμή την παγκόσμια αγορά λιθίου ή σπάνιων γαιών, τι δυνατότητα έχει κάποιος να την αγνοήσει; Πόσο εύκολα, γρήγορα και χωρίς κόστος μπορεί να αγνοήσει τη Χιλή, κορυφαία στην εξόρυξη χαλκού και από τις πρώτες δυνάμεις στο λίθιο; Ή την Ουκρανία και τη Ρωσία, που καλύπτουν πάνω από το 25% της παγκόσμιας αγοράς σίτου και το 20% της παγκόσμιας αγοράς καλαμποκιού;
Ας δούμε και τις εφοδιαστικές αλυσίδες, που αποτελούσαν στην προ πανδημίας φάση βασική συνιστώσα της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και κεντρική πλευρά του επιχειρηματικού μοντέλου και της κερδοφορίας των πολυεθνικών, καθώς αξιοποιούσαν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα διαφορετικών περιοχών (π.χ. φτηνά εργατικά χέρια στην Κίνα) και συνένωναν με επικερδή για το κεφάλαιο τρόπο την παραγωγή με την κατανάλωση, περιορίζοντας τα αδρανή κεφάλαια (αποθέματα). Παράλληλα, αποτέλεσαν βασική πλευρά των προσπαθειών υπέρβασης της κρίσης που ξέσπασε το 2008, καθώς επέτρεπαν την παραγωγή φτηνότερων προϊόντων που μπορούσαν να καταναλωθούν από τα λεηλατημένα (ελέω μνημονίων, αλλά όχι μόνο) λαϊκά στρώματα.
Ωστόσο, οι εφοδιαστικές αλυσίδες αποδείχτηκαν στην πανδημία αδύναμοι κρίκοι, με πλέον χαρακτηριστική στιγμή το σοκ που προκάλεσε η προσάραξη του πλοίου της Evergreen στη διώρυγα του Σουέζ. Είναι, συνεπώς, αναμενόμενο ότι το πολυεθνικό κεφάλαιο και τα κράτη θα προσπαθήσουν να τις κάνουν πιο «ανθεκτικές», να θωρακιστούν απέναντι στα τρωτά τους σημεία, να καταστήσουν λιγότερο επικίνδυνες τις εγγενείς τους δυσκολίες – ωστόσο, η εγκατάλειψή τους μοιάζει απίθανη.
Και να γιατί. Ένα παντελόνι Levi’s κοστίζει περίπου 130 δολάρια, ενώ το αντίστοιχο «Made in Usa» κοστίζει περίπου 350 δολάρια. Το Ινστιτούτο Ifo υπολόγισε ότι εάν όλη η γερμανική οικονομική παραγωγή επέστρεφε στη χώρα, αυτή θα μειωνόταν κατά 10%. Ταυτοχρόνως, οι Πατρίκ Αρτίς και Μαρί-Πολ Βιράρ, στο βιβλίο Η Τελευταία ευκαιρία του καπιταλισμού (Λιβάνης, 2021, σσ. 214-219) αναφέρουν: «δεν πιστεύουμε ότι ο ιδιωτικός τομέας θα κάνει κάποια σημαντική κίνηση επανεγκατάστασης» στη Γαλλία, μιας και η πλήρης επανεγκατάσταση της γαλλικής βιομηχανίας θα αύξανε την τιμή των βιομηχανικών προϊόντων κατά 21%!
Επιπλέον, τα καθηλωμένα εργατικά εισοδήματα (που ήδη αντιμετωπίζουν την ακρίβεια και θα συμπιεστούν ακόμη περισσότερο όταν χρειαστεί να πληρωθεί ο λογαριασμός των χρεών που συσσώρευσε η αντιμετώπιση της πανδημίας και των αυξημένων στρατιωτικών δαπανών) δεν μπορούν να αντέξουν την αύξηση της τιμής των προϊόντων που η παραγωγή τους θα γίνεται «εντός έδρας» και όχι σε περιοχές πολύ χαμηλού εργατικού κόστους.
Έτσι, λοιπόν, η έως τώρα συζήτηση αφορά κυρίως το «κόντεμα» του μήκους των εφοδιαστικών αλυσίδων με την αναζήτηση πιο κοντινών περιοχών φτηνού και πάλι εργατικού κόστους (π.χ. Βιετνάμ, Μπαγκλαντές ή Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία για τις ευρωπαϊκές εταιρείες) ή με την προσέλκυση φτηνών εργαζομένων (π.χ. η Γερμανία αναζητά άμεσα 300.000 μετανάστες, ενώ οι ανάγκες της υπολογίζονται στο 1 εκατομμύριο). «Αυτή η μετάβαση είχε ξεκινήσει ήδη, καθώς η Κίνα γίνεται χώρα μεσαίου εισοδήματος και το εργατικό κόστος αυξάνει», γράφει ο F. Zakaria (σ. 192). Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Χουαρέζ, στα σύνορα ΗΠΑ-Μεξικού, όπου εδώ και χρόνια ανθούσαν οι μακιλαδόρας: Το τελευταίο 12μηνο, πολλά μεγάλα επιχειρηματικά ονόματα των ΗΠΑ εγκαθίστανται εκεί, με αποτέλεσμα να έχει ενοικιαστεί το 98% του χώρου για ανέγερση βιομηχανικών ακινήτων και οι τιμές της γης να έχουν αυξηθεί 20% το διάστημα αυτό.
Ενίσχυση τάσεων περιφερειακών ολοκληρώσεων
Ξεκίνησε η RCEP, ζώνη ελεύθερων συναλλαγών σε Ασία-Ειρηνικό
Ένα από τα πράγματα που θα αλλάξει είναι ότι οι χώρες που έχουν τη δυνατότητα θα επιχειρήσουν να ενισχύσουν την αυτάρκειά τους και να θωρακιστούν απέναντι σε απρόβλεπτες εξελίξεις -τουλάχιστον σε ορισμένους τομείς (π.χ. υγεία, άμυνα)-, ώστε, για παράδειγμα, να μη χρειάζονται οι Νεοϋρκέζοι μάσκες που παράγονται στην Κίνα και να μην είναι εγκλωβισμένοι οι Γερμανοί από το ρωσικό αέριο. Ίσως, παράλληλα, επιδιωχθεί πλάι στην πλανητική επέκταση των εταιρειών που έχουν ως αφετηρία αυτές τις χώρες, να οικοδομηθεί μια πιο στενή οικονομική σχέση με χώρες με τις οποίες συμπορεύονται πιο σταθερά, ώστε να διευρυνθεί η βάση ασφαλούς εκκίνησης, χωρίς να ακυρώνεται η προσπάθεια παγκόσμιας επέκτασης.
Αυτή η εξέλιξη τροφοδοτεί μάλλον πάρα αναιρεί την τάση προς περιφερειακές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις ποικίλου βάθους. Στο πλαίσιο αυτό, την 1η Ιουλίου 2020 η USMCA (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό) αντικατέστησε τη NAFTA, ενώ την 1η Ιανουαρίου 2022 τέθηκε σε ισχύ η RCEP, μια ζώνη ελεύθερων εμπορικών συναλλαγών ανάμεσα σε 15 χώρες της περιοχής Ασίας-Ειρηνικού. Πρόκειται για ζώνη που αντιπροσωπεύει το 30% του παγκόσμιου πληθυσμού και αντίστοιχο ποσοστό της παγκόσμιας οικονομίας, είναι μεγαλύτερη τόσο από την Ευρωπαϊκή Ένωση όσο και από την USMCA, και αποτελεί μείζονα γεωπολιτική νίκη της Κίνας. Αντίστοιχη επιτυχία είναι η στρατηγική εταιρική σχέση Κίνας-Ρωσίας, που επισφραγίστηκε στις αρχές του 2022.
Στο ίδιο πλαίσιο, μάλλον θα δρομολογηθούν διεργασίες και στην ΕΕ. Τόσο η πανδημία, όσο και ο πόλεμος στην Ουκρανία -κυρίως αυτός- κατέστησαν σαφές ότι χωρίς μια περεταίρω εμβάθυνση των διαδικασιών ενοποίησης (και σε στρατιωτικό επίπεδο) το ευρωπαϊκό κέντρο θα χάνει έδαφος. Παρότι η προώθηση αυτών των διαδικασιών κάθε άλλο παρά εύκολη είναι, πρέπει να θεωρούνται βέβαιες εξελίξεις.
Ταξί ιαπωνικό, Γάλλος οδηγός, αμερικανικό λογισμικό
Ο Fareed Zakaria δεν είναι μαρξιστής, αλλά το βιβλίο του Δέκα μαθήματα για την εποχή μετά την πανδημία (Επίκεντρο, 2022), μπεστ σέλερ των New York Times και στα 100 καλύτερα της χρονιάς της Amazon, είναι αρκετά εύστοχο για τη συζήτηση περί «παγκοσμιοποίησης». «Η παγκοσμιοποίηση», γράφει, «έχει ευδοκιμήσει εξαιτίας της απλής οικονομικής αρχής ότι είναι ευκολότερο διαφορετικές χώρες να εξειδικεύονται σε διαφορετικούς τομείς». Συνεπώς, οι αλλαγές που δρομολογούνται «δεν σηματοδοτούν το τέλος της παγκοσμιοποίησης. Απλώς αντιπροσωπεύουν μια αναδιοργάνωση εντός του κόσμου του εμπορίου και των διασυνοριακών επενδύσεων» (σ. 192).
Θέλοντας μάλιστα να δείξει τη συνθετότητα του φαινομένου, σε μια εποχή άνθησης της ψηφιακής οικονομίας, που εκ φύσεως είναι παγκόσμια, διερωτάται: «Αν είσαι στο Παρίσι και ένας οδηγός της Uber έρχεται να σε πάρει με μια Prius, πληρώνεις για το γιαπωνέζικο αυτοκίνητο, για την εργασία του Γάλλου ή για το έξυπνο δίκτυο της Καλιφόρνιας που σε κατευθύνει στον προορισμό σου;» (σ. 195). Αναφερόμενος δε στα ψηφιακά προϊόντα και τις online υπηρεσίες που διατρέχουν τα σύνορα συνεχώς και αόρατα, σημείωνε πως η χρήση διασυνοριακής ευρυζωνικότητας έχει αυξηθεί 90 φορές μεταξύ 2005 και 2016 και αναμένεται να αυξηθεί κατά 13 φορές ακόμη έως το 2023. Εξ ου και η θέση του ότι «η παγκοσμιοποίηση ουσιαστικά δεν υποχωρεί, απλώς μεταβάλλεται» (σ. 196). Και ότι: «Ίσως ο ρυθμός της αύξησης να επιβραδυνθεί ή να υποχωρήσει λίγο, αλλά υπάρχουν τόσο πολλές δομικές δυνάμεις που πιέζουν προς τα μπρος την παγκοσμιοποίηση που μια πλήρης αντιστροφή θα απαιτούσε μαζική ανάπαυλα με τεράστιες συνέπειες» (σ. 200).