Ηλέκτρα Γεωργίου
Νέο πολιτικό τοπίο δημιούργησαν στην Πορτογαλία οι εκλογές, με τα δύο κόμματα της Αριστεράς να έχουν ουσιαστικά χαρίσει την αυτοδυναμία στον σοσιαλιστή πρωθυπουργό, Αντόνιο Κόστα.
Μετά την αναπάντεχα ευρεία νίκη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Αντόνιο Κόστα σφύριξε πανηγυρικά τη λήξη της πιο «αριστερής κυβέρνησης της Ευρώπης», δηλώνοντας πως ήρθε η ώρα οι Πορτογάλοι «να συνηθίσουν τις κυβερνήσεις της απόλυτης πλειοψηφίας». Ανασυγκροτημένες εμφανίστηκαν, ταυτόχρονα, οι πιο ακραίες τάσεις της δεξιάς, με το ακροδεξιό Σέγκα να κερδίζει 12 έδρες (μία το 2019) και το νεοφιλελεύθερο κόμμα Φιλελεύθερη Πρωτοβουλία 8 (επίσης μία το 2019), ενώ το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα αύξησε ελάχιστα τις ψήφους του και το συντηρητικό Λαϊκό Κόμμα (χριστιανοδημοκρατικό), παραδοσιακός κυβερνητικός εταίρος δεξιών κυβερνήσεων, εξαφανίστηκε.
Την ίδια στιγμή, πάνω από 250.000 ψήφους έχασε το Μπλόκο της Αριστεράς και 92.000 το ΚΚ, μένοντας με 5 (19 το 2019) και 6 έδρες (12 το 2019) αντιστοίχως. Η Αριστερά εξακολουθεί, ακόμη και μετά τις εκλογές, να στήνεται στον τοίχο επειδή δεν επιτέλεσε το ρόλο του εγγυητή της κυβερνητικής σταθερότητας, παρότι η τελευταία δεν χαρακτηρίζει ιδιαίτερα τα πολιτικά πράγματα της Πορτογαλίας από τη μεταπολίτευση και μετά. Είναι σύνηθες, άλλωστε, οι κυβερνήσεις να μην εξαντλούν τετραετία, ενώ μετά το 1976 σχηματίστηκαν 22 κυβερνήσεις, εκ των οποίων μόνο οι πέντε είχαν απόλυτη πλειοψηφία.
Η Αριστερά ενοχοποιείται εμμέσως και για την άνοδο της Ακροδεξιάς. Η εκλογική συντριβή του ΚΚ σε διάφορες περιφέρειες-παραδοσιακά του προπύργια συσχετίζεται με την άνοδο του Σέγκα στις ίδιες και το Μπλόκο κατηγορείται ότι το δαιμονοποίησε επικαλούμενο φασιστικό κίνδυνο — ενώ και τα δύο κόμματα επικρίνονται για το ότι αγνόησαν τα πραγματικά επίδικα, δημιουργώντας το κενό που κάλυψε η Ακροδεξιά.
Οι ηγεσίες τους, αν και δεν συνομιλούν πολιτικά μεταξύ τους, τοποθετούνται με σχεδόν πανομοιότυπο τρόπο για την ήττα τους. Η αποτυχία ερμηνεύεται με αναφορά στις ιδιαίτερες συνθήκες των εκλογών. Αποδίδεται στη «δραματοποίηση της πολιτικής κρίσης» εκ μέρους των Σοσιαλιστών του Κόστα, στην τεχνητή πόλωση που προκάλεσαν οι δημοσκοπήσεις και στον φόβο της συγκυβέρνησης Δεξιάς-Ακροδεξιάς. Δηλώνουν, δε, ότι δεν θα καθοριστεί η στρατηγική τους ούτε οι διαδικασίες αλλαγής ηγεσίας από το εκλογικό αποτέλεσμα.
Και τα δύο κόμματα, ωστόσο, αναφέρονται εμφατικά στη «δημιουργική συμβολή» τους στο κοινοβουλευτικό έργο κατά το διάστημα της «αριστερής συνεργασίας». Ο Ζερόνυμο ντε Σόουζα, ΓΓ του ΚΚ Πορτογαλίας, έσπευσε να δηλώσει «τη διαθεσιμότητα του κόμματος για μια νέα σύγκλιση», ζητώντας από το Σοσιαλιστικό Κόμμα να αναγνωρίσει τον αποφασιστικό ρόλο του ΚΚ «που πάντα επιδιώκει να έχει συγκεκριμένη συνεισφορά». Μετά τη συνεδρίαση της κεντρικής επιτροπής, πρόσθεσε ότι το κόμμα «θα δυναμώσει τη μαζική πάλη και την πολιτική παρέμβαση και κινητοποίηση».
Η ηγεσία του Μπλόκου δήλωσε ότι ξεκινάει μακρόχρονη περίοδος συλλογικού αναστοχασμού. Ωστόσο, ήδη ξεκίνησαν δημόσιες διαφοροποιήσεις στελεχών που εκφράζουν συγκροτημένες εσωκομματικές τάσεις, καταγγέλλοντας την ταύτιση με τους Σοσιαλιστές. Έχοντας συγκροτηθεί το 1999 από μικρότερες οργανώσεις της ριζοσπαστικής Αριστεράς και προσωπικότητες των κινημάτων, το Μπλόκο δεν είναι η πρώτη φορά που έχει μεγάλες απώλειες, αν και όχι τέτοιας έκτασης. Ανάλογη ήττα υπέστη και το 2011, μετά την καταψήφιση των οικονομικών μέτρων της σοσιαλιστικής κυβέρνησης, λίγο πριν την εφαρμογή του πορτογαλικού μνημονίου.
Μπλόκο και ΚΚ δείχνουν να μην έχουν αναθεωρήσει ούτε στο ελάχιστο την πολιτική τους, παρά την εκλογική τους συντριβή
Η τωρινή συντριβή ήταν παραπάνω από αναμενόμενη και το κόμμα είχε ενδείξεις για το μέγεθός της ήδη από τις προεδρικές εκλογές του 2021, όταν η υποψηφιότητα της Μαρίζα Ματίας συγκέντρωσε μόλις 3,95%. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι τέλους, πρόβαλε κυρίαρχα τη γραμμή της κοινοβουλευτικής συμπληρωματικότητας, ειδικά όταν ο Κόστα υπονόησε την τελευταία εβδομάδα ότι ξαναβλέπει το ενδεχόμενο συνεργασίας με την Αριστερά. Αν και στοχοποιείται τεχνηέντως ως «άκρα Αριστερά» και «Αριστερά των οδοφραγμάτων», έχει από καιρό διαλύσει τη σχέση με τα κινήματα, ενώ δεν είχε ποτέ αξιόλογες δυνάμεις στα συνδικάτα.
Σε αυτό το φόντο, το Σέγκα κατόρθωσε μέσα σε δύο χρόνια να διαμορφώσει ισχυρό εκλογικό ρεύμα, επενδύοντας ανοιχτά στον κοινωνικό αυτοματισμό, στους υπαρκτούς εχθρούς της 25ης Απρίλη και στον δομικό ρατσισμό, ζωντανό κατάλοιπο της αποικιοκρατικής συγκρότησης του πορτογαλικού κράτους. Η ενοχοποίηση των Ρομά και των πορτογαλόφωνων αφρικανικής καταγωγής, παραδειγματικά περιθωριοποιημένων και ταξικά περιχαρακωμένων, ακολουθείται από την απαξίωση των φτωχών που ζουν με επιδόματα και των «αριστερών παραχαρακτών» της ένδοξης ιστορίας του πορτογαλικού έθνους. Οι βουλευτές του παρελαύνουν ήδη στα κανάλια απαιτώντας σεβασμό στους εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόρους τους και διεκδικώντας θεσμικά πόστα και ρόλο.