Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Το βιβλίο Καταστροφές και Θρίαμβοι του Στάθη Καλύβα και η ομώνυμη σειρά ντοκιμαντέρ επιχειρούν να «περάσουν» το συμπέρασμα πως είναι σωτήρια για την Ελλάδα η στενή πρόσδεση στα σχέδια του δυτικού ιμπεριαλισμού, ο οποίος πάντοτε «έσωζε» τη χώρα! Ως τέτοια παραδείγματα χρησιμοποιούνται εφτά περίοδοι, από το 1821, την Μικρασιατική Καταστροφή, τον Εμφύλιο μέχρι το χουντικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή στην Κύπρο! Μάλλον ο συγγραφέας μπερδεύει τη χώρα με την αστική τάξη…
Το βιβλίο του Στάθη Καλύβα Καταστροφές και θρίαμβοι που μεταφέρθηκε με σειρά ντοκιμαντέρ στον τηλεοπτικό σταθμό Σκάι επιχειρεί να παρουσιάσει και να αναλύσει την Ιστορία 200 χρόνων της νεότερης Ελλάδας από την Επανάσταση του 1821 ως σήμερα. Όπως αναφέρει ο συγγραφέας στον πρόλογο της ελληνικής έκδοσης, στόχος του είναι «η ανάδειξη των γενικών και διαχρονικών τάσεων της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας μέσα από ένα νέο και… πρωτότυπο ερμηνευτικό σχήμα». Το ερμηνευτικό αυτό σχήμα συνίσταται στην «καταγραφή μιας σειράς υπερφιλόδοξων εγχειρημάτων, αναπόφευκτων καταστροφών και ξένων διασώσεων με θετική σε γενικές γραμμές έκβαση». Ο συγγραφέας κωδικοποιεί το σχήμα αυτό σε εφτά μεγάλους ιστορικούς κύκλους. Θεωρεί ότι το ερμηνευτικό του αφήγημα και στους εφτά κύκλους του δεν αποτελεί αυθαίρετη ιδεολογική κατασκευή, αλλά ανταποκρίνεται στις συνθήκες της εποχής του.
Διαμετρικά αντίθετα με την εκτίμηση του συγγραφέα για το έργο του, το Καταστροφές και θρίαμβοι αποτελεί τυπικό δείγμα ιδεοληπτικής και αντιεπιστημονικής προσέγγισης.
Πρώτο, το ιστορικό σχήμα ότι ο θρίαμβος πάντα έπεται της καταστροφής και το αντίστροφο είναι αυθαίρετο και απόλυτο. Επί παραδείγματι, η απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό ήταν θρίαμβος αυτή καθαυτή, δεν ήταν όμως θρίαμβος λόγω της περιορισμένης έκτασης του νεοσύστατου κράτους, της καχεκτικής οικονομίας του και της ασφυκτικής εξάρτησής του από τις Μεγάλες Δυνάμεις.
Δεύτερο, η αταξική προσέγγιση της ιστορίας οδηγεί τον Καλύβα σε σοβαρά πραγματολογικά λάθη. Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σε καιρό ειρήνης υφίστανται εκμετάλλευση και ανεργία και στην καλύτερη περίπτωση απολαμβάνουν μία μέτρια διαβίωση, ενώ σε καιρό πολέμου αποτελούν και συντριπτική πλειοψηφία των θυμάτων. Απεναντίας, η αστική τάξη απολαμβάνει στην ειρήνη την οικονομική και πολιτική ισχύ της, ενώ στον πόλεμο επιδιώκει να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της δύναμη. Σε περίπτωση ήττας έχει απώλειες, αλλά σε γενικές γραμμές διατηρεί την ταξική θέση της. Τον θρίαμβο λοιπόν απολαμβάνει η αστική τάξη και την καταστροφή τα λαϊκά στρώματα…
Τρίτο, στα κοινωνικά φαινόμενα αποσιωπάται ο ταξικός τους χαρακτήρας. Επί παραδείγματι, ο χαρακτήρας της Επανάστασης του 1821 προβάλλεται ακαθόριστα ως «πόλεμος ανεξαρτησίας».
Ο συγγραφέας επιχειρώντας να εξορθολογίσει το ερμηνευτικό του σχήμα ισχυρίζεται ότι «δεν αποτελεί αυθαίρετη ιδεολογική κατασκευή, αλλά ότι αποτελεί έκφραση και αποτύπωση της περιρρέουσας πολιτικής οικονομίας, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο παράγεται και διανέμεται ο πλούτος μιας κοινωνίας, ενώ αντίστροφα και το κυρίαρχο αφήγημα αντεπιδρά στην πολιτική οικονομία», τη διευκολύνει και την νομιμοποιεί.
Ο Στάθης Καλύβας μάλιστα επαίρεται για την ταξική του μεροληψία και την αποποίηση της όποιας επιστημονικής αντικειμενικότητας, όταν απερίφραστα δηλώνει ότι είναι υπέρ του ευρωνατοϊκού αφηγήματος και όχι του αντιΕΕ
Ωστόσο, αυτός ο «υλισμός» δεν οδηγεί σε αντικειμενικά επιστημονικά πορίσματα. Πρώτο, γιατί ο όρος πολιτική οικονομία δεν έχει ταξικό πρόσημο, αστικό ή εργατικό, στη σύγχρονη ιστορία, για να προσδιοριστεί το αντίστοιχο προοδευτικό ή αντιδραστικό ιδεολογικοπολιτικό αφήγημα, εργατικό ή αστικό. Χαρακτηριστικά, απορρίπτει το μεταπολιτευτικό αφήγημα της εθνικής ανεξαρτησίας, γιατί δεν συνδέει την επαγγελλόμενη ευημερία με την ανάπτυξη της οικονομικής παραγωγής, με αποτέλεσμα τον αλόγιστο δανεισμό, την υπερχρέωση που υποθήκευσε την οικονομική πορεία της χώρας και τη δημιουργία ενός πελατειακού κράτους. Αυτή όμως η σχέση εθνικής ανεξαρτησίας και οικονομίας παραπέμπει στη μεταπολιτευτική Παπανδρεϊκή εκδοχή, που τελικά κατέληξε στο νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονισμό, με κύκνειο άσμα τη ΣΥΡΙΖΑϊκή εκδοχή διάσωσης αυτού του αφηγήματος με το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015, πού κατέληξε όμως κακήν κακώς στο τρίτο μνημόνιο…
Υπάρχει όμως και η ριζοσπαστική εκδοχή της αντιιμπεριαλιστικής και αντι-ΕΕ πολιτικής, που προωθεί την αξιοποίηση των οικονομικών δυνατοτήτων της χώρας με την αντικαπιταλιστική πρόταση και οδηγεί στη λύση των λαϊκών προβλημάτων και στην κοινωνική απελευθέρωση.
Ο συγγραφέας όμως λόγω της ταξικής του μεροληψίας απορρίπτει ως ουτοπικό και καταστροφικό το σύνθημα εξόδου από την ΕΕ, ταυτίζοντάς το όμως με την εκδοχή ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, ενώ επαινεί και προωθεί την ευρωπαϊκή πολιτική των συστημικών κομμάτων, «των δημιουργικών και εξωστρεφών (βλ. ΕΕ) δυνάμεων της χώρας», που αξιοποιούν ορθολογικά, κατά τη γνώμη του, τις οικονομικές δυνατότητές της.
Ο συγγραφέας μάλιστα επαίρεται για την ταξική του μεροληψία και την αποποίηση της όποιας επιστημονικής αντικειμενικότητας, όταν απερίφραστα δηλώνει ότι είναι υπέρ του ευρωνατοϊκού αφηγήματος και όχι του αντιΕΕ, αν και ένας τυφλός πλέον βλέπει ότι με αυτή την επιλογή η χώρα υποβιβάζεται και εμπλέκεται ασφυκτικά στα δεσμά και στους τυχοδιωκτισμούς του ευρωνατοϊκού ιμπεριαλισμού. Απεκδυόμενος τα άμφια της επιστημονικότητας με καμάρι δηλώνει: «Φιλοδοξία μου είναι οι Καταστροφές και θρίαμβοι να συνδράμουν στην οικοδόμηση του δεύτερου αυτού δρόμου».
Ο Στάθης Καλύβας όμως εκτοξεύει και άλλα ιοβόλα βέλη κατά των προοδευτικών ιδεών και πολιτικών, για να εδραιώσει την αστική του ιδεοληψία. Συνοψίζοντας το αντιεπιστημονικό εγχείρημά του προβάλλει ευθαρσώς μία ιδεαλιστική τελεολογική αντίληψη, με την οποία ομολογεί ότι «η πρόκληση που έθεσα στον εαυτό μου ήταν ο εντοπισμός της βαθύτερης λογικής που καθορίζει την ιστορική μας πορεία ως έθνος». Ισχυρίζεται, με άλλα λόγια, ότι η ιστορική διαδρομή του ελληνικού έθνους (προφανώς και όχι μόνον αυτού) καθορίζεται από μία προϋπάρχουσα λογική, μιαν ιδέα, και όχι από τους διαμορφούμενους οικονομικοκοινωνικούς όρους και την πάλη των τάξεων.
Αποκωδικοποιεί αυτή τη λογική της ιστορίας ως «καταγραφή μιας σειράς υπερφιλόδοξων εγχειρημάτων, αναπόφευκτων καταστροφών και ξένων διασώσεων με θετική σε γενικές γραμμές έκβαση». Αφού αυτή η λογική διέπει την ιστορική μας πορεία καταλήγει στη φαταλιστική άποψη ότι η ιστορική μοίρα μας θα είναι τα «υπερφιλόδοξα εγχειρήματα, οι αναπόφευκτες καταστροφές και οι διασώσεις» από τους σοφούς και καλοκάγαθους ξένους… Με αυτό το μοιρολατρικό σχήμα αναλύει και διαστρεβλώνει δύο κομβικές στιγμές της νεότερης ιστορίας μας: Τη Mικρασιατική Kαταστροφή και τον Eμφύλιο Πόλεμο. Τη Μικρασιατική Εκστρατεία και Καταστροφή δεν αποδίδει στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και στην εμπλοκή της ελληνικής αστικής τάξης σε αυτούς για τη δυναμική της αναβάθμιση. Απεναντίας, μεταθέτει την ευθύνη στους «λαϊκούς πόθους» για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας, που ωθούσαν τις αστικές κυβερνήσεις στον πόλεμο.
Αλλά και στην πάλη για την εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών, αποδίδει την ευθύνη για τον εμφύλιο πόλεμο στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στο ΚΚΕ, αφού, όπως υποστηρίζει, παρά τους συμβιβασμούς τους με τους Άγγλους και τους αστούς πολιτικούς δεν είχαν παραιτηθεί από το «υπερφιλόδοξο εγχείρημα» μετατροπής της χώρας σε σοσιαλιστική κοινωνία, παραπλήσια με αυτή των λοιπών βαλκανικών χωρών, που θα οδηγούσε σε «αναπόφευκτη καταστροφή». Το εγχείρημα αυτό ναυάγησε, κατά τον Καλύβα, χάρη στην αποφασιστική παρέμβαση των Άγγλων, στη «διάσωση μας από τους ξένους» σύμφωνα με το ιστορικό αφήγημα του συγγραφέα…