Judy Rebick, συγγραφέας του Transforming Power: From the Personal to the Political και ιδρυτική εκδότρια του rabble.ca.
Corvin Russell, ακτιβιστής, συγγραφέας και μεταφραστής που ζει στο Τορόντο.
Αναδημοσίευση από το mronline.org / Απόδοση στα ελληνικά Παναγιώτης Ξοπλίδης
Καθώς καλά χρηματοδοτούμενες ομάδες ενάντια στους εμβολιασμούς και τις μάσκες, καιροσκόποι ναζί, ιδιοκτήτες φορτηγών και ορισμένοι δυσαρεστημένοι οδηγοί μεγάλων αποστάσεων κατέβηκαν στην πρωτεύουσα Οτάβα, φαινομενικά για να διαμαρτυρηθούν για την κατάργηση των εξαιρέσεων από τον υποχρεωτικό εμβολιασμό που απολάμβαναν προηγουμένως οι οδηγοί φορτηγών, η απουσία οποιασδήποτε συνεκτικής και οργανωμένης αριστερής απάντησης ήταν καταφανής, ιδιαίτερα από τα εργατικά συνδικάτα, τα οποία δεν έκαναν τίποτα περισσότερο από την έκδοση καθυστερημένων, χλιαρών δηλώσεων. Είναι εύκολο να απορριφθεί το κομβόι «Flu Trux Klan» [παράφραση με τη γνωστή ρατσιστική οργάνωση στις ΗΠΑ] ως ένα σύνολο από περιθωριακές ομάδες που δεν χρειάζεται να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Ακόμα κι αν η συμμετοχή στο ίδιο το κομβόι αποκλιμακώνεται, τα ακροδεξιά οργανωτικά δίκτυα που το στηρίζουν έχουν διευρυνθεί και παγιωθεί μέσω μιας αίσθησης κοινής προσπάθειας και στόχων. Ως ακτιβιστές, γνωρίζουμε το αίσθημα ισχύος που μπορεί να προσφέρει μια τέτοια κινητοποίηση στους ανθρώπους που κατεβαίνουν στον δρόμο για διαμαρτυρία.
Η απουσία οποιασδήποτε συνεκτικής και οργανωμένης αριστερής απάντησης στο κομβόι «Flu Trux Klan» [παράφραση με τη γνωστή ρατσιστική οργάνωση στις ΗΠΑ] ήταν καταφανής
Όσο περιθωριακές κι αν είναι, βρίσκονται στην κορυφή των ειδήσεων για μέρες, κατάφεραν να αποκλείσουν την πρωτεύουσα και έβαλαν κάθε πολιτικό στη χώρα να μιλήσει γι αυτό που κάνουν, ακόμα κι αν το καταγγέλλουν. Το «κομβόι» χαίρει ουσιαστικής υποστήριξης μεταξύ των Συντηρητικών και των Πρασίνων ψηφοφόρων, σύμφωνα με μια δημοσκόπηση. Το πιο σημαντικό, αυτή η κινητοποίηση παρέχει μια από τις λίγες διεξόδους για πολλούς ανθρώπους να εκφράσουν εμφανώς τον θυμό και την απογοήτευση για τα δικαιολογημένα παράπονα από τις κυβερνητικές αποτυχίες κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Αυτές οι αποτυχίες ήταν πραγματικές, ξεκινώντας με πατερναλιστικές εξαπατήσεις σχετικά με την αξία των μασκών. Ενώ η Κίνα υιοθέτησε προφυλάξεις από την αερομεταφερόμενη μετάδοση του ιού, ήδη από τις 20 Ιανουαρίου 2020, οι αρχές στον Καναδά και σε άλλες δυτικές χώρες αρχικά αρνήθηκαν τη χρησιμότητα των μασκών. Αργότερα, ο Άντονι Φάουτσι (επικεφαλής ιατρικός σύμβουλος του Προέδρου των ΗΠΑ) παραδέχτηκε ότι αυτό δεν ήταν επειδή πίστευαν ότι οι μάσκες δεν προστατεύουν, αλλά επειδή ανησυχούσαν για την ποσότητα παραγωγής και προσφοράς τους. Μέχρι να αντιστρέψουν την πολιτική τους, η ζημιά είχε γίνει. Ακόμη και όταν τα επιστημονικά στοιχεία για την αερομεταφερόμενη μετάδοση του SARS-CoV-2 έγιναν συντριπτικά το καλοκαίρι του 2020, οι αρχές δημόσιας υγείας στον Καναδά εξακολουθούσαν να αρνούνται να αναγνωρίσουν και να εξηγήσουν ξεκάθαρα τη μετάδοση του SARS-CoV-2 από τον αέρα και πώς να την αποτρέψουν (μέχρι την αλλαγή πορείας από την επικεφαλής της Καναδικής Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας Τερέζα Ταμ τον Νοέμβριο του 2021, σχεδόν δύο χρόνια μετά την εκδήλωση της πανδημίας).
Αυτό που χρειάζεται για τη βιώσιμη διαχείριση της πανδημίας είναι σαφές και εφικτό— μάσκες προστασίας Ν95 και ράπιντ τεστ για όλους, εμβόλια για τον κόσμο, αναβαθμίσεις εξαερισμού και φιλτραρίσματος σε κοινόχρηστους εσωτερικούς χώρους και υποστήριξη για εργαζόμενους και ανθρώπους που απομονώνονται σε καραντίνα. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις και οι επιχειρήσεις έχουν υιοθετήσει μια «προσεχτική για το παρόν, ανόητη για το μέλλον» προσέγγιση και επένδυσαν σε μια απίθανη στρατηγική εξόδου μόνο με εμβόλια, ελπίζοντας ότι θα μπορούσε να αποφευχθεί η βραχυπρόθεσμη δαπάνη των απαραίτητων δομικών παρεμβάσεων και μόνιμων βελτιώσεων. Αντί να διασφαλίσουν προστασία των εργαζομένων και επαρκή μέτρα για τον περιορισμό της μετάδοσης του ιού, όπως η υποστήριξη της μαζικής παραγωγής και δωρεάν διανομής μασκών N95 και ράπιντ τεστ αντιγόνου σε ολόκληρο τον πληθυσμό, οι υπηρεσίες δημόσιας υγείας και οι κυβερνήσεις προτίμησαν να επισημάνουν παράγοντες της «ατομικής ευθύνης». όπως το πλύσιμο των χεριών ή η κοινωνική απόσταση.
Στους εργαζομένους, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, των οδηγών, των εργαζομένων σε εργοστάσια και αποθήκες, λιανικού εμπορίου και τροφίμων δόθηκαν μόνο ψεύτικες υποσχέσεις, αντί για μέτρα προστασίας ή υποστήριξης, όπως επαρκείς και πληρωμένες άδειες ασθενείας. Το αποτέλεσμα ήταν συντριπτικό για τα νοσοκομεία, ήδη με πολύ περιορισμένη χωρητικότητα μετά από σχεδόν τέσσερις δεκαετίες περικοπών στις κλίνες. Οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης, ειδικά οι νοσηλευτές, έχουν «καεί» και εγκαταλείπουν μαζικά το επάγγελμα, γεγονός που θα επηρεάσει την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη και μετά το τέλος της πανδημίας. Στα μέσα ενημέρωσης, η κυρίαρχη αφήγηση σχετικά με το κλείσιμο σχολείων και άλλα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας καθορίζονται από τις ανησυχίες των επαγγελματικών τάξεων (συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των δημοσιογράφων) που ξαφνικά πρέπει να φροντίζουν τα δικά τους παιδιά ενώ εργάζονται και στο σπίτι, παρά από τις ανησυχίες για τους εργαζόμενους οι οποίοι δεν είχαν ποτέ την επιλογή της ελαχιστοποίησης των επαφών.
Πρόσφατα, οι κυβερνήσεις ξεκίνησαν έναν πρόωρο ύμνο περί «ενδημικότητας του ιού» που αφήνει πολλά άτομα με αναπηρίες ή υποκείμενα νοσήματα να τα βγάλουν πέρα μόνα τους, ακόμη και ενώ οι καθημερινοί θάνατοι και τα κρούσματα έχουν φτάσει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα.
Δύο χρόνια μετά την πανδημία, οι φτωχές χώρες σε όλο τον κόσμο εξακολουθούν να μην έχουν κατάλληλη πρόσβαση σε επαρκείς προμήθειες εμβολίων ή υποστήριξη για τη διανομή τους, καθιστώντας πιο πιθανές περαιτέρω ανεπιθύμητες ανατροπές στην πανδημία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, η έκτακτη οικονομική στήριξη εξασφάλισε ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να πληρώνονται, ενώ οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και η κρίση της στέγης οξύνθηκαν
Καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, η έκτακτη οικονομική στήριξη εξασφάλισε ότι οι τράπεζες θα συνεχίσουν να πληρώνονται, ενώ οι ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και η κρίση της στέγης οξύνθηκαν. Αυτές οι επιλογές μας ανάγκασαν άσκοπα σε επαναλαμβανόμενα lockdown, δοκίμασαν την κοινωνική αλληλεγγύη και την εμπιστοσύνη στους δημόσιους φορείς και επιδείνωσαν το κόστος διαβίωσης. Δεν θα έπρεπε να είναι έτσι. Η Ταϊβάν έμαθε τα μαθήματα του SARS που ο Καναδάς έχει ξεχάσει, εφαρμόζοντας προφυλάξεις για την αερομεταφερόμενη διάδοση του ιού από την αρχή της πανδημίας (όπως έκαναν επίσης η ηπειρωτική Κίνα και το Χονγκ Κονγκ). Η Ταϊβάν συνεχίζει να διαχειρίζεται την πανδημία ακολουθώντας ένα βασικό οδηγό: αυστηρή καραντίνα για εισερχόμενους ταξιδιώτες, προφυλάξεις στον κοινόχρηστο αέρα εσωτερικών χώρων, αυστηρή απομόνωση με ιχνηλάτηση, και κοινωνική υποστήριξη για τους εργαζομένους στον τομέα της υγειονομικής περίθαλψης και στους άρρωστους και απομονωμένους, συμπεριλαμβανομένης της παράδοσης γευμάτων. Η χώρα των 24 εκατομμυρίων έχει κρατήσει ανοιχτή την οικονομική δραστηριότητα στο μεγαλύτερο μέρος της πανδημίας, με λιγότερα από 20.000 κρούσματα συνολικά και 900 θανάτους—σε σύγκριση με 3.055.826 κρούσματα και 33.873 θανάτους στον Καναδά μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές.
Τέτοιες προφανείς αποτυχίες στη διαχείριση της πανδημίας από την καναδική κυβέρνηση απαιτούν έντονη κριτική και οργανωμένη απάντηση. Χρειαζόμαστε ένα σαφές εναλλακτικό μονοπάτι που να αυξάνει την αλληλεγγύη, να προστατεύει τους εργαζόμενους, να αντιμετωπίζει τα κοινωνικές ανισότητες και να μας αφήνει καλύτερα προετοιμασμένους για την επόμενη πανδημία ή για την πολύ μεγαλύτερη κρίση της κλιματικής αλλαγής. Μέχρι τώρα θα έπρεπε να έχουμε μάθει ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε μια τέτοια κρίση στα χέρια του κράτους. Κατά τη διάρκεια της επιδημίας του AIDS, οι ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες ανέπτυξαν δράση με επιτυχία πιέζοντας τις κυβερνήσεις και τις αρχές δημόσιας υγείας, να αλλάξουν την προσέγγισή τους. Αυτή τη φορά, εκτός από σημαντικές ομάδες παροχής υπηρεσιών, όπως οι εργαζόμενοι σε κοινωνικές δομές που κινητοποιήθηκαν για να παρέχουν βοήθεια σε άτομα με χαμηλό εισόδημα, λίγες ομάδες κινητοποιούνται για να επιστήσουν την προσοχή σε αυτά τα κρίσιμα ζητήματα.
Αυτό το κενό στην αριστερά –που κυμαίνεται από την αδυναμία μέχρι την προδοσία– είναι αέρας στα πανιά εκείνων που επιθυμούν να στρέψουν τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια προς τον αυταρχικό καπιταλισμό
Δεν υπάρχει καμία ένδειξη μαχητικότητας ή αίσθησης του πρώην ηγετικού ρόλου που έπαιζαν στον πολιτικό λόγο οι αριστερές οργανώσεις (σ.μ. έτσι χαρακτηρίζονται από τους συντάκτες), συμπεριλαμβανομένου του NDP (Νέο Δημοκρατικό Κόμμα, το μεγαλύτερο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στον Καναδά). Εκτός από την αρχική προσπάθεια για υψηλότερη εισοδηματική στήριξη με το πρόγραμμα CERB (Canada Emergency Response Benefit) στην αρχή της επιδημίας, υπήρξε μικρή ή καθόλου ηγετική παρουσία από το NDP. Όπου βρίσκεται στην αντιπολίτευση, το NDP ήταν αργό, αντιδραστικό και προσεκτικό. Στην πολιτεία της Βρετανικής Κολομβίας, όπου βρίσκονται στην κυβέρνηση και όπου οι ΜΕΘ έχουν υπερβεί τη χωρητικότητα για μήνες, η στρατηγική τους έχει επικεντρωθεί στον έλεγχο της ενημέρωσης, στις δημόσιες σχέσεις και στην ώθηση για «ανοσία της αγέλης» και «συμβίωση με τον ιό». Η Βρετανική Κολομβία έχει μερικά από τα χαμηλότερα ποσοστά πραγματοποίησης τεστ στη χώρα και, σύμφωνα με την ειδικό σε θέματα υπερβολικής θνητότητας Tara Moriarty, πιθανώς τη μεγαλύτερη θνητότητα από COVID μεταξύ των καναδικών πολιτειών, με υπερβολικούς θανάτους, ίσως τέσσερις έως έξι φορές υψηλότερους από τους αναφερόμενους θανάτους από τον COVID.
Μια χούφτα συνδικάτα αγωνίστηκαν επιθετικά για καλύτερη προστασία των μελών τους, όπως η Fédération Interprofessionnelle de la santé du Québec (FIQ), που εκπροσωπεί τους εργαζόμενους στον τομέα της υγείας στο Κεμπέκ, ή τα συνδικάτα δασκάλων, συμπεριλαμβανομένου αυτών στην Βρετανική Κολομβία. Σε άλλες περιπτώσεις, ωστόσο, τα συνδικάτα τηρούν περίεργη σιωπή. Τα σωματεία υγειονομικής περίθαλψης απέτυχαν να κινητοποιηθούν για να υπερασπιστούν τα μέλη που στοχοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων στα νοσοκομεία από ομάδες κατά των μασκών και των εμβολίων. Τα συνδικάτα που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους στα εργοστάσια και τα τρόφιμα απέτυχαν σε μεγάλο βαθμό να κινητοποιηθούν για μέτρα προστασίας, παρά την τεχνογνωσία του τομέα υγείας και ασφάλειας του εργατικού κινήματος. Το Occupational Health Clinics for Ontario Workers (OHCOW), έχει προσφέρει εκπληκτική δράση σε αυτό το θέμα καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, ωστόσο λίγα συνδικάτα έχουν ακολουθήσει το παράδειγμά τους. Ο Συνασπισμός Υγείας του Οντάριο και ομάδες πολιτών, όπως η Προστασία της Επαρχίας μας (στην Βρετανική Κολομβία και την Αλμπέρτα) έχουν παίξει κρίσιμους ρόλους συνηγορώντας υπέρ των μέτρων δημόσιας υγείας. Το άλλο ζήτημα όπου οι ομάδες κινημάτων και υπεράσπισης μιλούν ανοιχτά, αλλά μεγαλύτερες δυνάμεις όπως τα συνδικάτα και το NDP είναι ως επί το πλείστον σιωπηλές, ήταν η προσέγγιση που ακολουθήθηκε για τους κατοίκους μακροχρόνιας περίθαλψης και γενικά για τα άτομα με αναπηρίες, τα οποία αντιμετωπίζονται ως αναλώσιμα σε επιδίωξη μιας φαντασίωσης «επιστροφής στην κανονικότητα». Η ανοιχτή συζήτηση για τη διαλογή των ασθενών ως απάντηση στην κορεσμό των νοσοκομείων ήταν τρομακτική για τα άτομα με αναπηρία.
Αυτό το κενό στην αριστερά –που κυμαίνεται από την αδυναμία μέχρι την προδοσία– είναι αέρας στα πανιά εκείνων που επιθυμούν να στρέψουν τη δικαιολογημένη δυσαρέσκεια προς τον αυταρχικό καπιταλισμό. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι δεν υπάρχει αριστερά άξια αναφοράς στο παρόν πολιτικό σκηνικό. Εάν το οργανωμένο εργατικό κίνημα θέλει να έχει κάποια χρησιμότητα στην εποχή του COVID, πρέπει να κινητοποιηθεί για να αντιμετωπίσει, ακόμη και να σταματήσει τις ακροδεξιές διαμαρτυρίες σε όλη τη χώρα, και να υποβάλει επιθετικά αιτήματα που μιλούν για τις βασικές ανάγκες των ανθρώπων της εργατικής τάξης, όπως η ασφάλεια της στέγης. Αλλά αν τα συνδικάτα και οι σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις δεν είναι πρόθυμα να αντιμετωπίσουν αυτήν την απειλή με την οργανωμένη βούληση και απάντηση που απαιτεί, τότε χρειάζονται επειγόντως νέες οργανώσεις που έχουν την ενέργεια και το όραμα να το κάνουν.