Γιώργος Τσαντίκος
Η καμπάνια εξαφάνισης της σακούλας που μαζί με τον πόλεμο στα καλαμάκια είναι ό,τι πιο ευαίσθητο θα δείτε ποτέ από τον καπιταλισμό, έπληξε σοβαρά και τις συναλλαγές. Οι θριαμβολογίες για εξαγορά ψήφων μέσω χρηματο-σακούλας έπληξε καριέρες. Μέχρι νεωτέρας…
Οι σχέσεις εξουσίας-χρήματος είναι παντού και πάντα αδιάρρηκτες. Έτσι είναι και διαχρονικά στην Ελλάδα και η διαφορά βασικά έγκειται στο μέσο μεταφοράς.
Στη δεκαετία του ’80 π.χ., ήταν πολύ δημοφιλείς οι μεγάλες χαρτονένιες συσκευασίες των «πάμπερς», ιδανικές για κατασκευή αυτοσχέδιων σπιτιών, γκαράζ, κάστρων κ.λπ., αλλά και για μεταφορά κυβερνητικού χρήματος που ευτυχώς, τότε με μια ζογκλερική ντρίμπλα στον πληθωρισμό, είχε μειωθεί σε όγκο με την έκδοση του πεντοχίλιαρου. Η αφθονία των 80s, ωστόσο, δημιούργησε μικροζητήματα και επικές καταθέσεις σε ειδικά δικαστήρια της εποχής, που αμφισβητούσαν τη δυνατότητα των κουτιών να αντέξουν την πληθωρική και πληθωριστική παρουσία του χρήματος που μετέφεραν.
Στη δεκαετία του ’90 τα πράγματα απλοποιήθηκαν σημαντικά, όταν κυκλοφόρησε το δεκαχίλιαρο, διευκολύνοντας ακόμα περισσότερο τα logistics, ενώ για συναλλαγές πλαγίου τύπου, σε μικρά χαρτονομίσματα, χρηστικό ήταν και το 200άρικο.
Στα 00s τα πράγματα άλλαξαν κάπως. Λίγο πριν την είσοδο στο ευρώ, που ποδοσφαιρικά θα μπορούσε να περιγραφεί ως «σέντρα Βύντρα» ή «κοντρόλ Μπόρχα», χρειάστηκαν συναλλαγές άμεσες, σε νομίσματα με τα οποία η ελληνική οικονομία είχε χρόνια να έρθει σε επαφή –σύμφωνα και με τις «αποκαλύψεις» Ρατσένκο– το αποτέλεσμα όμως ήταν και πάλι καίριο, εκλογικά. Είναι ακόμα viral οι ιστορίες από τον στρατό για μυστήριους και λιγομίλητους ή και καθολομίλητους, φανερά χειροδύναμους τύπους που έσκαγαν μύτη στο κέντρο και εξαφανίζονταν 20 μέρες αργότερα για να κάνουν προετοιμασία με την άρση βαρών για τους Ολυμπιακούς, χωρίς να έχουν πάρει ούτε μια κάμψη. Αντίθετα, πλαδαροί μεταφοιτητές-διανοούμενοι είχαν μετρήσει δεκάδες εκατοντάδων.
Το 2007 είχαμε πια ευρώ. Αυτό που ακολούθησε την τραγωδία των πυρκαγιών στην Ελλάδα, κυρίως στην Ηλεία, πυροδότησε μια σειρά ιστοριών που τροφοδοτούν ακόμα σενάρια για prequels και reboots, όπως η περίπτωση Δούκα. Ο άνθρωπος που ο ελληνικός καπιταλισμός επέλεξε για υφυπουργό Οικονομικών για ένα διάστημα, εξήγησε πως έγινε μια από τις μεγάλες ανατροπές, που ποδοσφαιρικό της ισοδύναμο βρίσκεται μόνο στον τελικό της Κωνσταντινούπολης το 2005, με τη χρήση της σακούλας ως οχήματος πια.
Στη συνέχεια, τα πράγματα δυσκόλεψαν. Τα ολέθρια οικονομικά εγκλήματα ασυνείδητων που δεν έκοβαν αποδείξεις –κατά κύριο λόγο– για τυρόπιτες, οδήγησαν το 2010 στην αποχώρηση του πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή από το πόντιουμ των δηλώσεων, πριν καν κλείσουν οι κάμερες. Μετά, διαδοχικά ακολούθησε η άνοδος της ΠΟΛΑΝ στην εξουσία, μετά το Μπρεστ Λιτόβσκ 2015, κατά τας γραφάς. Η αίσθηση της «δεύτερης φοράς ως φάρσας» ήταν πάρα πολύ έντονη.
Η καμπάνια εξαφάνισης της σακούλας, που μαζί με τον πόλεμο στα καλαμάκια είναι ό,τι πιο ευαίσθητο θα δείτε ποτέ από τον καπιταλισμό, έπληξε σοβαρά και τις συναλλαγές. Για να μεταφέρεις χρήματα, πλέον, έπρεπε να έχεις ή πεθερά που να είναι εξοικειωμένη με τη χρήση ΑΤΜ καλύτερα από συντάκτες ελεύθερου ρεπορτάζ ή να έχεις το κουράγιο να τραβάς κάθε λίγο 500ευρα, γιατί οι προαναφερθείσες μεγαλοαπάτες με τυρόπιτες και άλλες σφολιάτες επέβαλαν απεχθή όρια στο ελληνικό laissez faire-laissez passer.
Η αξιοπιστία του πολιτικού κόσμου καταρρέει και χάνεται μέσα σε σακούλες, πάμπερς, κάρτες ATM
και «αδιευκρίνιστα ποσά»
Το ανταλλακτικό σύστημα, κυνηγημένο και ενοχοποιημένο, αναγκάστηκε να καταφύγει σε όρους όπως το «αδιευκρίνιστο» και να καθορίζεται χρηματιστηριακά από το οικονομικό μέγεθος «κούφωμα σε εξοχικό βουλευτή-υπουργού». Σκοτεινές μέρες για το economy thriving…
Μια από τις πιο υποκριτικές καταφυγές μας –των δημοσιογράφων– είναι η εξήγηση της «συλλήβδην ενοχοποίησης του πολιτικού κόσμου». Την χρησιμοποιεί σταθερά και απαρέγκλιτα και ο ίδιος ο πολιτικός κόσμος, σε όλο σχεδόν το φάσμα του και ειδικά το κομμάτι του που βρίσκεται στην εξουσία ή οι πιο στενοί συνεργάτες του, όπως είναι συνήθως η ακροδεξιά.
Η αξιοπιστία του ίδιου πολιτικού κόσμου όμως καταρρέει και χάνεται μέσα σε σακούλες, πάμπερς, κάρτες ATM και «αδιευκρίνιστα ποσά», σπαρταριστές αφηγήσεις που –όχι σπάνια– περνάνε τα όρια του φανταστικού και της υπερβολής, αλλά στη σημαντική τους πλειοψηφία έχουν βάση. Το σύστημα αναζητάει απενοχοποίηση σε δικαιολογίες τύπου «είμαστε απαραίτητοι-ες, μην το ξεχνάτε». Ένα σύστημα που σαπίζει, μεν, αλλά γίνεται όλο και πιο δυνατό, αντιστεκόμενο με κάθε τρόπο στην πατίνα του χρόνου.