Φάκελος: Κρίση στην Ουκρανία
Γιώργος Παυλόπουλος,
Γιάννης Ελαφρός
Η χρεοκοπημένη Ουκρανία και ο λαός της, ειδικά στο Ντονμπάς, χρησιμοποιούνται ως πεδίο «ξεκαθαρίσματος λογαριασμών» ανάμεσα σε ΗΠΑ-Ρωσία αλλά και Ευρώπη — «κέντρων» του παγκόσμιου καπιταλισμού με ανισόμετρη ισχύ, που όμως βρίσκονται σε ευθύ ανταγωνισμό. Η επιτάχυνση της διαδικασίας που οδηγεί από την «παλιά» στη «νέα τάξη πραγμάτων» οξύνει την αντίθεση και την οδηγεί στα άκρα.
Ορατός ο κίνδυνος πολέμου στην Ουκρανία
Θα γίνει πόλεμος στην Ουκρανία; Και αν ναι, άμεσα; Πρόκειται, αναμφίβολα, για ερωτήματα που κυριαρχούν τις τελευταίες εβδομάδες στη χώρα και κυρίως την επαρχία του Ντονμπάς που βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα. Απασχολούν δε έντονα τους γείτονές της, τη Ρωσία και τα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ — με μια έννοια όλον τον πλανήτη, μιας και η ενεργός εμπλοκή δύο πανίσχυρων πυρηνικών δυνάμεων γεννά εφιάλτες.
Η δύναμη πυρός στην ευρύτερη περιοχή από όλες τις πλευρές, η απομάκρυνση των οικογενειών των διπλωματών ΗΠΑ, Καναδά και άλλων χωρών από το Κίεβο, οι «πληροφορίες» των μυστικών υπηρεσιών και οι – σε βαθμό «υστερίας» – επίσημες δηλώσεις Αμερικανών και Βρετανών περί επικείμενης ρωσικής εισβολής, η προετοιμασία για υποδοχή προσφύγων και πολλά ακόμη οδηγούν σε ένα συμπέρασμα: Ότι η «έκρηξη» είναι αναπόφευκτη και επίκειται από στιγμή σε στιγμή.
«Η απειλή είναι πιο άμεση παρά ποτέ για την Ευρώπη από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», δήλωσε ο «υπουργός Εξωτερικών» της ΕΕ, Ζοζέπ Μπορέλ. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, ο ίδιος παραδέχθηκε πως δεν υπάρχουν στοιχεία και οι ΗΠΑ δεν δίνουν αποδείξεις που να δικαιολογούν πανικό ή άμεση εκκένωση των πρεσβειών. Ο ΓΓ του ΟΗΕ εκτίμησε πως η Μόσχα δεν ετοιμάζεται για γενική εισβολή στην Ουκρανία — ενώ ο υπουργός Άμυνας και ο επικεφαλής των υπηρεσιών πληροφοριών της τελευταίας λένε πως δεν διαπιστώνουν προετοιμασίες για άμεση επίθεση.
Τι συμβαίνει, λοιπόν; Είναι ένας πόλεμος νεύρων και εντυπώσεων ή κάποιοι θολώνουν τα νερά για να κρύψουν τις προθέσεις τους και το κακό που έρχεται; Η αλήθεια είναι ότι το διακύβευμα είναι πια τόσο μεγάλο, ώστε όλα είναι πιθανά – εκτός από έναν απευθείας πόλεμο ΝΑΤΟ και ΗΠΑ με τη Ρωσία. Τουλάχιστον στο ορατό μέλλον.
Το ξαναμοίρασμα της «τράπουλας» στην Ευρώπη
Προϋπόθεση εκ των ων ουκ άνευ για να απαντηθεί πειστικά και ουσιαστικά το ερώτημα εάν επίκειται πόλεμος, ποιοι θα αναμετρηθούν και ποια έκταση θα λάβει, είναι να διερευνηθούν τα βαθύτερα αίτια της αντιπαράθεσης και οι πραγματικοί πρωταγωνιστές της. Όπως επίσης να εντοπιστεί το διακύβευμα της συγκεκριμένης κρίσης καθώς και το διεθνές πλαίσιο στο οποίο εκτυλίσσεται.
Δεν μπορεί κανείς παρά να ξεκινήσει διαπιστώνοντας ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες εξακολουθούν να είναι η ηγεμονική δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού και παραμένουν οι «κακές», σε κάθε διένεξη που εμπλέκονται. Είναι αυτές, άλλωστε, που παραδοσιακά προκαλούν τη μία κρίση μετά την άλλη, επεμβαίνοντας σε ξένα χωράφια, εισβάλλοντας, οργανώνοντας πραξικοπήματα και πυροδοτώντας εμφύλιες συγκρούσεις. Έτσι και τώρα, επιχειρούν να περικυκλώσουν τη Ρωσία και να συντρίψουν τις Λαϊκές Δημοκρατίες του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ στην ανατολική Ουκρανία, που γεννήθηκαν κατατροπώνοντας τα τάγματα των φασιστών και νεοναζί. Παράλληλα, επιδιώκουν να φέρουν ολοκληρωτικά και εκβιαστικά στη σφαίρα επιρροής τους μια σειρά χώρες που μοιάζουν να ταλαντεύονται ή να διατηρούν μια στοιχειώδη ουδετερότητα — από τη Γεωργία και τη Μολδαβία, μέχρι τη Φινλανδία και τη Σουηδία.
Για αρκετούς, βεβαίως, οι οποίοι βρίσκονται κυρίως στη «Δύση», ενώ στην Ελλάδα αντιπροσωπεύουν σημαντική μερίδα της αστικής τάξης και των «αναλυτών» της, ο «κακός» βρίσκεται στην απέναντι πλευρά. Είναι η Ρωσία, την οποία θεωρούν περίπου ως φυσική συνέχεια της ΕΣΣΔ — και φυσικά ο Βλαντιμίρ Πούτιν, που προέρχεται από τα σπλάχνα της, ενώ δεν έχει κρύψει την… πίκρα του για την κατάρρευσή της. Τους κατηγορούν ότι βιάζουν συστηματικά τη δημοκρατία και τις «δυτικές αξίες», επιδιώκοντας παράλληλα να αναβιώσουν το καθεστώς της υπερδύναμης, με εισβολές σε γειτονικές χώρες που ανήκαν σε αυτό που ονόμαζαν «Σιδηρούν Παραπέτασμα». Δεν αμφιβάλλουν, λοιπόν, ούτε στιγμή ότι θα επιτεθούν και στην Ουκρανία και θα επιχειρήσουν να την κατακτήσουν.
Στην πραγματικότητα, εδώ υποκρύπτεται ένα θεμελιώδες λάθος: Επιχειρείται να αναλυθεί και να ερμηνευθεί η σημερινή κρίση με εργαλεία και δεδομένα του παρελθόντος. Με άλλα λόγια, με φόντο την «παλιά τάξη πραγμάτων», η οποία αποτύπωνε συσχετισμούς της προηγούμενης ιστορικής περιόδου και είχε προκαλέσει την «Κρίση των Πυραύλων» στην Κούβα, με την οποία πολλοί παρομοιάζουν σήμερα τα όσα συμβαίνουν στην Ουκρανία. Μια τάξη, δηλαδή, την οποία οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, πότε ευθέως και πότε εμμέσως πλην σαφώς, έχουν παραδεχθεί ότι επιδιώκουν να αλλάξουν — άλλωστε, και να μην το ήθελαν, η ραγδαία ενίσχυση της Κίνας, που είναι η αναδυόμενη υπερδύναμη του 21ου αιώνα, δεν θα τους άφηνε πολλά περιθώρια να το αποφύγουν…
Στην Ουκρανία, «επιτιθέμενες» πρέπει να χαρακτηρίζονται τόσο οι ΗΠΑ με το ΝΑΤΟ όσο και η Ρωσία — ο καθένας υπηρετώντας τα δικά του συμφέροντα και επιδιώξεις.
Αναμφίβολα, οι Αμερικανοί –το κεφάλαιο, η αστική τάξη και οι κυβερνήσεις τους– δεν έχουν γίνει λιγότεροι επιθετικοί ή εχθροί των λαών. Έτσι, όπως συνεχίζουν να επιδιώκουν την ανατροπή των μη φιλικών προς αυτούς καθεστώτων της Λατινικής Αμερικής, επιδιώκουν να μετατρέψουν την Ουκρανία σε πολιορκητικό κριό απέναντι στη Ρωσία. Η –προ πολλού χρεοκοπημένη– χώρα και ο λαός της δεν είναι γι’ αυτούς τίποτε περισσότερο από ένα «πιόνι» που μπορεί να θυσιαστεί σχετικά ανέξοδα στη γεωπολιτική σκακιέρα, εφόσον παραστεί ανάγκη, όπως ακριβώς συνέβη με το Αφγανιστάν.
Αυτός είναι ο λόγος που την εξοπλίζουν σαν αστακό και την εξωθούν προς τη σύγκρουση (παρά την άρνηση τμήματος της αστικής τάξης και της κοινωνίας της), πουλώντας της «παραμύθια» ότι θα μπορέσει κάποια στιγμή να ξαναπάρει και την Κριμαία — κάτι που και στην Ουάσιγκτον και στην Ευρώπη (όπως άθελά του αποκάλυψε ο αρχηγός του γερμανικού πολεμικού ναυτικού) γνωρίζουν ότι δεν θα συμβεί. Ο ίδιος λόγος οδηγεί και στον εκβιασμό που ασκούν –με τη σύμπραξη των έμπειρων σε αυτά Βρετανών– προς την ΕΕ και το (υπόλοιπο) ΝΑΤΟ.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η Ρωσία του Πούτιν –η ολιγαρχία της και το Κρεμλίνο– δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να χαρακτηριστεί ως ο «καλός» της υπόθεσης, ούτε καν ως ο «λιγότερο κακός». Όχι απλώς επειδή έχει αποδείξει ότι μπορεί να μεταχειρίζεται εξίσου κυνικά ανάλογα μέσα με τις ΗΠΑ για να επιτυγχάνει τους σκοπούς της, όπως έκανε πρόσφατα με τη σύντομη αλλά αποτελεσματική στρατιωτική επέμβαση στο Καζακστάν. Αλλά, επιπλέον, επειδή διεκδικεί ισότιμη αντιμετώπιση και ζωτικό χώρο ως ένα από τα κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού — υποδεέστερου οικονομικά σε σχέση με τις ΗΠΑ, την ΕΕ και την Κίνα αλλά πολύ ισχυρού στρατιωτικά, γεωπολιτικά και ενεργειακά.
Στη συγκεκριμένη δε συγκυρία μοιάζει να αισθάνεται αρκετά δυνατή ώστε να επιδιώξει να κερδίσει έδαφος στον ανταγωνισμό. Ή, αν μην τι άλλο, να χαράξει μια κόκκινη γραμμή, διαμηνύοντας «ως εδώ και μη παρέκει» στους απέναντι — με άλλα λόγια, ό,τι πήρατε, πήρατε, μετά τη νίκη σας στον Ψυχρό Πόλεμο. Αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα και στα τρία σημεία που αποτελούν τον «κορμό» της πρότασης την οποία έχει καταθέσει η Μόσχα προς τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ, για τις «εγγυήσεις ασφαλείας»: Την κατάργηση των αμερικανικών πυρηνικών όπλων από την Ευρώπη, την απομάκρυνση των νατοϊκών δυνάμεων και δομών από τις χώρες γύρω από τη Ρωσία και τη σφαίρα επιρροής της (στις οποίες ενέταξαν και Βουλγαρία-Ρουμανία, μάλλον για διαπραγματευτικούς λόγους) και, τέλος, τη θεσμική κατοχύρωση ότι δεν πρόκειται να υπάρξει περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς.
Φυσικά, ήταν εξαρχής βέβαιο ότι οι παραπάνω όροι θα απορριφθούν. Έτσι, αναγκαστικά, πρέπει να ακολουθήσει το επόμενο βήμα. Ένα από τα σενάρια που ακούγονται περισσότερο είναι η κήρυξη της ανεξαρτησίας των δύο Λαϊκών Δημοκρατιών στο Ντονμπάς (οι οποίες αναγκαστικά σήμερα κινδυνεύουν να συνθλιβούν στις μυλόπετρες του ανταγωνισμού των ισχυρών και τα εργατικά τους στοιχεία περνούν σε δεύτερη μοίρα, όπως συνέβη και με τους Κούρδους της βόρειας Συρίας) και η άμεση αναγνώρισή τους από τη Μόσχα. Τότε, το μπαλάκι θα περάσει και πάλι στην άλλη πλευρά και ο κίνδυνος ενός «τοπικού» πολέμου θα έρθει ακόμη πιο κοντά.
Είτε έτσι είτε αλλιώς, η «νέα Γιάλτα» για την οποία ολοένα περισσότεροι κάνουν λόγο δεν θα προκύψει μέσα από διάλογο και ειρηνική μοιρασιά. Στο θανάσιμο (κυρίως για τους λαούς) παιχνίδι που έχει ξεκινήσει, κάθε κίνηση μετράει και κάθε λάθος πληρώνεται. Γι’ αυτό και ούτε στο εσωτερικό των ΗΠΑ υπάρχει ομοφωνία, καθώς μια σημαντική μερίδα προειδοποιεί ότι η συνολική ρήξη με τη Ρωσία θα την ρίξει στην αγκαλιά της Κίνας και θα οδηγήσει στη συγκρότηση ενός ακόμη πιο ισχυρού αντίπαλου δέους προς τη «Δύση».
Γ. Π
Η ΕΕ σε ρόλο… κομπάρσου
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο θα πληγεί περισσότερο από μια σύρραξη
Εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι η ΕΕ παίζει ρόλο κομπάρσου σε αυτόν το γύρο της κρίσης στην Ουκρανία – όπως είχε συμβεί και το 2003 με το Ιράκ. Οι Αμερικανοί αρκούνται να την ενημερώνουν κατόπιν εορτής, αφού τα έχουν συζητήσει με τους Ρώσους. Κι αυτοί, με τη σειρά τους, εξακολουθούν να αρνούνται να την εντάξουν στο «παζάρι», εμμένοντας ότι είναι ένας «μη αξιόπιστος εταίρος».
Η αλήθεια, ωστόσο, είναι ότι η ΕΕ –και το κεφάλαιό της– θα πληρώσουν το πιο βαρύ τίμημα και θα νιώσουν τις πιο μεγάλες αναταράξεις σε περίπτωση πολέμου και συνολικής ρήξης. Για του λόγου το αληθές, οι ΗΠΑ είναι σήμερα ενεργειακά αυτόνομες, ενώ οι οικονομικές-εμπορικές τους σχέσεις με τη Ρωσία είναι αμελητέες. Αντιθέτως, η Ευρώπη εισάγει πάνω από το ένα τρίτο του φυσικού αερίου και πετρελαίου που έχει ανάγκη από τη Ρωσία, ενώ Γερμανία, Ολλανδία και Ιταλία ανήκουν στους πέντε κορυφαίους εμπορικούς εταίρους της Ρωσίας.
Αυτός είναι ο λόγος που το Βερολίνο, τόσο επί Μέρκελ όσο και με τον Σολτς, στηρίζει με νύχια και με δόντια τον αγωγό Nord Stream 2, προσπαθώντας να τον εξαιρέσει από τις όποιες κυρώσεις — εξάλλου, το γερμανικό μοντέλο μετάβασης στην «πράσινη ενέργεια» βασίζεται στο αέριο (σε αντίθεση με τη Γαλλία, που έχει τους πυρηνικούς αντιδραστήρες). Εξίσου, ο Ντράγκι διαβεβαιώνει ότι η Μόσχα δεν έχει επιθετικές βλέψεις, ενώ την Τετάρτη, οι κορυφαίες ιταλικές επιχειρήσεις είχαν τηλεδιάσκεψη με τον Πούτιν. Και είναι το ίδιο –μαζί με τη διάθεση αυτονόμησης από τις ΗΠΑ– που κάνει τον Μακρόν να αναζητεί εναγωνίως αυτόνομο δίαυλο επικοινωνίας με τους Ρώσους.
Δεν χωράει αμφιβολία, επίσης, ότι αυτό το δεδομένο προσφέρει ένα πολύ καλό χαρτί στον Πούτιν στη συγκεκριμένη κρίση.
Γ. Π
Στρατηγικό προγεφύρωμα των ΗΠΑ στην Ελλάδα
«Εξαιρετικό να ξεκινάμε μια φιλόδοξη χρονιά συνεργασίας με το Νίκο Δένδια, υπογραμμίζοντας τη σημασία της αλληλεγγύης και της σταθερότητας στην Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της υποστήριξης για την κυριαρχία της Ουκρανίας», δήλωσε ο Τζέφρι Πάιατ (18/1).
Πιο συγκεκριμένος ήταν ο μόνιμος αντιπρόσωπος των ΗΠΑ στον ΟΑΣΕ, Μάικλ Κάρπεντερ, μιλώντας στην Καθημερινή (23/1). Ερωτώμενος για την αντίδραση σε περίπτωση «ρωσικής εισβολής» είπε πως «η Σούδα αποτελεί ένα από τα βασικά στρατηγικά μας πλεονεκτήματα που μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε»! Μάλιστα, όταν ρωτήθηκε εάν θα χρησιμοποιηθεί και η Αλεξανδρούπολη απάντησε πως «δεν έχω να ανακοινώσω κάτι» (λες και είναι δική του υπόθεση), αλλά συμπλήρωσε με νόημα πως Ελλάδα και ΗΠΑ έχουν «μια πολύ, πολύ στενή συνεργασία»!
Και μόνο αυτές οι δηλώσεις φτάνουν για να γίνει κατανοητό σε πόσο επικίνδυνους δρόμους οδηγούν κυβέρνηση και κεφάλαιο τους εργαζόμενους. Στα εγχώρια ΜΜΕ κυριαρχεί ήδη το κλισέ περί «ρωσικής επιθετικότητας» και «απειλής από τα ρωσικά στρατεύματα», τα οποία – έστω κι αν βρίσκονται στη χώρα τους, ενώ τα ΝΑΤΟϊκά που αποβιβάζονται τακτικά στην Αλεξανδρούπολη και πάνε στο βορρά είναι πολύ-πολύ μακριά από τις χώρες τους…
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Σεργκέι Λαβρόφ, έθεσε τηλεφωνικά στον Δένδια το ζήτημα της Αλεξανδρούπολης, λέγοντας πως κατανοεί πως η Ελλάδα είναι μέλος ΝΑΤΟ και ΕΕ, αλλά εμπιστεύεται τη… σοφία των Ελλήνων. Ο τελευταίος, σε πρόσφατη συνέντευξή του, είχε πει πως ο σεβασμός της «κυριαρχίας και εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας» αποτελεί «απαραβίαστη αρχή, συμπληρώνοντας πως «η Ρωσία είναι αναπόσπαστο κομμάτι της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας». Οι ελιγμοί, ωστόσο, της ελληνικής διπλωματίας δεν κρύβουν το βασικό: Τη συστράτευση με τις ΗΠΑ.
Γ. Ε