Ντίνα Ρέππα
Ολες οι ανησυχίες των εκπαιδευτικών σωματείων, του γονεϊκού και μαθητικού κινήματος για το άνοιγμα των σχολείων επιβεβαιώθηκαν από την πρώτη κιόλας βδομάδα λειτουργίας τους. Καταγράφηκαν περισσότερα από 30.000 κρούσματα μαθητών και εκπαιδευτικών κι από αυτά τουλάχιστον οι 8.000 είναι εκπαιδευτικοί. Πολλά από αυτά καταγράφηκαν ως θετικά στη διάρκεια της εβδομάδας ενώ βρίσκονταν ήδη στα σχολεία, δημιουργώντας έτσι αλυσίδα υπερμετάδοσης όπως είχε εγκαίρως επισημανθεί από το εκπαιδευτικό κίνημα.
Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί φαντάζουν ως χλευασμός απέναντι στον κόσμο της εκπαίδευσης και στις χιλιάδες οικογένειες που για άλλη μια φορά προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα με κυριότερο αντίπαλο μετά την πανδημία, την κυβέρνηση και το κράτος. Η αγωνία είναι έκδηλη, πιστοποιείται από την απουσία των μαθητών όταν μέσα στο τμήμα εμφανιστεί το πρώτο κρούσμα. Το απαράδεκτο πρωτόκολλο του 50%+1 για να κλείσει ένα τμήμα κουρελιάζεται από τους ίδιους τους γονείς και τους μαθητές που δεν περιμένουν να γεμίσει το τμήμα κρούσματα αλλά από μόνοι τους δεν στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο για κάποιες μέρες μέχρι να δουν την εξέλιξη της κατάστασης. Γι’ αυτό άλλωστε, το υπουργείο κάνει επιλεκτική καταγραφή αριθμών. Δεν ανακοινώνει απουσίες και φυσικά δε διερευνά τη σχέση τους με τα κρούσματα. Χρησιμοποιεί μόνο την πλατφόρμα του edupass για να καταγράφει τα κρούσματα στα σχολεία.
Με ταξική μεροληψία το υπουργείο Παιδείας άνοιξε τα σχολεία όπως τα έκλεισε χωρίς μέτρα για την ασφαλή λειτουργία τους. Η ευθύνη της ασφαλούς λειτουργίας των σχολείων έχει εναποτεθεί στην ατομική ευθύνη γονιών κι εκπαιδευτικών.
Για μια ακόμα χρονιά η κυβέρνηση και το υπουργείο διαχειρίζεται εγκληματικά, για την παιδεία αυτή τη φορά, την πανδημία. Τα σχολεία παρουσιάζουν μεγάλα ποσοστά απουσιών που φτάνουν και στο 25% του μαθητικού πληθυσμού, άσχετα με το ποσοστό των κρουσμάτων. Την ίδια στιγμή οι μεγάλες ελλείψεις σε εκπαιδευτικό προσωπικό διαλύουν την εκπαιδευτική διαδικασία. Στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση χιλιάδες χαμένες διδακτικές ώρες έρχονται να προστεθούν στα τεράστια μορφωτικά κενά που δημιούργησε η περσινή τηλεκπαίδευση και η πολύμηνη διακοπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Στην πρωτοβάθμια επικρατούν χαοτικές καταστάσεις με ολοήμερα τμήματα να κλείνουν ξαφνικά δημιουργώντας μεγάλα προβλήματα στον οικογενειακό προγραμματισμό, τα τμήματα ένταξης και οι παράλληλες στηρίξεις να χρησιμοποιούνται για να καλύπτουν τα έκτακτα κενά ενώ οι προσπάθεια παραβίασης του εκπαιδευτικού ωραρίου είναι στην ημερήσια διάταξη.
Με τον τρόπο αυτό το σχολείο παύει να επιτελεί στοιχειωδώς το μορφωτικό του ρόλο και μετατρέπεται με ταχύτητα σε χώρο φύλαξης των παιδιών και καταπάτησης μορφωτικών κι εργασιακών δικαιωμάτων. Είναι πια φανερό ότι η διαχείριση της πανδημίας στην εκπαίδευση δεν είναι αποτέλεσμα της αδιαφορίας και της ανοργανωσιάς. Είναι και αυτά αλλά όχι κυρίως αυτά.
Η άρνηση της κυβέρνησης να προχωρήσει σε μείωση των μαθητών στα τμήματα αποδεικνύει τον εξοργιστικά ταξικό προσανατολισμό της πολιτικής της. Δεν θέλει να πάρει ούτε ένα μέτρο που μπορεί στη συνέχεια να παραμείνει ως θετική κατάκτηση! Ο Ιούνιος του 2020, με την εκ περιτροπής λειτουργία των τμημάτων, αποτέλεσε μια τεράστια ευκαιρία να αποδειχτεί στην πράξη ότι το αίτημα της μείωσης των μαθητών στα τμήματα δεν είναι αίτημα για την εποχή της πανδημίας, αλλά είναι κυρίως ένα βαθιά παιδαγωγικό αίτημα που πολλαπλασιάζει τις εκπαιδευτικές και μορφωτικές δυνατότητες και αμβλύνει τις ταξικές ανισότητες. Αυτό το κατανόησαν όλοι και κυρίως οι γονείς όταν εφαρμόστηκε έστω για έναν μήνα. Γι’ αυτό αρνείται λυσσαλέα η κυβέρνηση να ικανοποιήσει το αίτημα της μείωσης των μαθητών ανά τμήμα. Αντ’ αυτού αυξάνει ανερυθρίαστα τους μαθητές στα τμήματα με τις αντιδραστικές ρυθμίσεις που έχει προωθήσει αυτή τη διετία.
Κι αυτό δεν είναι ελληνική στενομυαλιά της συντηρητικής κυβέρνησης. Σε ολόκληρη την Ευρώπη τα εκπαιδευτικά ριζοσπαστικά ρεύματα και όχι μόνο, διεκδικούν τη μείωση των μαθητών στα τμήματα ως απαραίτητο όρο για την αντιμετώπιση της διασποράς στα σχολεία. Σε όλες τις χώρες όμως, οι κυβερνήσεις ασκούν ακριβώς την ίδια πολιτική με της ΝΔ.
Η υπερμετάδοση όμως, στους σχολικούς χώρους τροφοδοτείται και από την απουσία σοβαρών διαγνωστικών μεθόδων, μια και τα self test έχουν περιορισμένη αξιοπιστία με αποτέλεσμα να καλύπτονται τα κρούσματα. Αυτό, σε συνδυασμό με την άρνηση της κυβέρνησης να παρέχει δωρεάν μάσκες αυξημένης προστασίας, μεγεθύνει τα προβλήματα. Εκπαιδευτικοί, μαθητές κι οι οικογένειές τους είναι απολύτως εκτεθειμένοι με όλα αυτά. Ειδικά το ζήτημα των μασκών αναδεικνύεται ως πολύ σημαντικό μια και τα πιο πληττόμενα τμήματα των μαθητών, τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα βρίσκονται σε αδυναμία εξασφάλισης μέτρων προστασίας που στοιχίζουν ακριβά.
Το σχολείο επί δυο χρόνια, μια με την τηλεκπαίδευση και την ανυπαρξία αντισταθμιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των ολέθριων επιπτώσεων που αυτή επέφερε, μια με τη λειτουργία των σχολικών συγκροτημάτων όπως-όπως με υπονόμευση του μορφωτικού τους ρόλου, βάλλεται επικίνδυνα και κατά μέτωπο.
Αναπτύσσονται και μονιμοποιούνται χαρακτηριστικά εξαιρετικά επικίνδυνα και ταξικά. Χάνεται η συνοχή του, η ευθύνη του κράτους μετατοπίζεται όλο και περισσότερο στο άτομο, εμπεδώνεται ότι το σχολείο δεν είναι ένα αγαθό που οφείλει να παρέχεται σε όλες/όλους χωρίς καμία εξαίρεση και με την ευθύνη της πολιτείας. Ακόμα και τα μέτρα που παίρνονται δεν βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο της πολιτείας αλλά στη διακριτική ευχέρεια και στα πλαίσια της ατομικής ευθύνης σχεδόν σε όλα, από την πραγματοποίηση των τεστ μέχρι την αναδιοργάνωση της ύλης, όλα στην ευθύνη εκπαιδευτικών, μαθητών και γονιών αλλά όχι της πολιτείας. Το ίδιο και στο επίπεδο της εργασίας με τις συνεχείς παραβιάσεις εργασιακών δικαιωμάτων στο όνομα των έκτακτων συνθηκών.
Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση βαδίζει σε ναρκοπέδιο. Η οργή και ο θυμός είναι εδώ. Και η άρνηση συμμόρφωσης είναι παρούσα. Γι’ αυτό και υποχρεώθηκε να προσλάβει προσωπικό (με την αντιδραστική σύμβαση του τρίμηνου λόγω κορονοϊού) και όχι να αντιμετωπίσει τα κενά εκ των ενόντων όπως επιδίωκε. Γι’ αυτό δίνει συνεχώς παρατάσεις στην αξιολόγηση, γιατί τίποτα δεν προχωρά απρόσκοπτα παρ’ όλο το ξεπούλημα από τις ομοσπονδίες. Η οργή και ο θυμός είναι εδώ και έχει σοβαρές προϋποθέσεις να μετατραπεί σε νικηφόρους αγώνες.
Υποκρισία και αγώνας
«Παρά τις δυσκολίες, όπως παντού στον κόσμο, έτσι και στην Ελλάδα οι μαθητές επιστρέφουν στη γνώση και οι εκπαιδευτικοί μας στο λειτούργημά τους. Μάλιστα την πρώτη μέρα μαθημάτων, χάρη στο σύστημα των μαζικών τεστ, εντοπίστηκαν πάνω από 15.000 κρούσματα κορονοϊού τα οποία, διαφορετικά, θα κυκλοφορούσαν στην κοινότητα μεταδίδοντας πολύ πιο εύκολα τον ιό». Με αυτήν την ανεκδιήγητη δήλωση, «διαφημίζοντας» ως κατόρθωμα την εφαρμογή για μόλις μία εβδομάδα ενός μέτρου που αποτελεί μόνιμο αίτημα του εκπαιδευτικού κινήματος εδώ και δύο χρόνια, «καλωσόρισε» την Δευτέρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης το άνοιγμα των σχολείων μετά τις γιορτές.
Στην ίδια γραμμή και η επικίνδυνη και αδίστακτη –πολιτικά– υπουργός Παιδείας Νίκη Κεραμέως. «Και εκεί μπορεί να δει κανείς τη σημασία της λειτουργίας των σχολείων και για υγειονομικούς λόγους, διότι αν δεν είχαν ανοίξει τα σχολεία, πιθανόν να μην είχαμε εντοπίσει αυτά τα κρούσματα», συμπλήρωσε κάνοντας λόγο για… «ενισχυμένα υγειονομικά πρωτόκολλα». Όλα αυτά, στα σχολεία με έως 27 μαθητές ανά τάξη και με την εφαρμογή του απαράδεκτου πρωτοκόλλου του 50%+1 για να κλείσει ένα τμήμα, σε περίπτωση κρούσματος.
Η ασφαλής λειτουργία έχει εναποτεθεί στην ατομική ευθύνη
Από την πλευρά τους, οι Παρεμβάσεις καλούν την κυβέρνηση να σταματήσει επιτέλους να αναπαράγει το αντιδραστικό ιδεολόγημα της ατομικής ευθύνης για να μετακυλήσει στις πλάτες των εργαζομένων και του λαού τις βαρύτατες δικές της ευθύνες για την εγκληματική διαχείριση της πανδημίας, ενώ παράλληλα καταδικάζουν τη ρητορική του φόβου από τις δυνάμεις που καλούν την κυβέρνηση να κλείσει τα σχολεία. «Τα Δημόσια Σχολεία πρέπει να παραμείνουν ανοιχτά και με ασφαλείς όρους για μαθητές και εκπαιδευτικούς!», σημειώνουν.
«Το ζήτημα της ασφαλούς, δια ζώσης λειτουργίας της εκπαίδευσης, της συνολικής πάλης για την ανατροπή της πολιτικής των ταξικών φραγμών, του αυταρχισμού και της επιχειρηματικής λειτουργίας, πρέπει να γίνει υπόθεση του πανεκπαιδευτικού κινήματος, της αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας», τονίζει η νΚΑ