▸Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα του Project Αναιρέσεις
Στις 27/1/1945 ο Κόκκινος Στρατός, με την επιχείρηση Όντερ – Βιστούλα, απελευθέρωσε τους κρατούμενους, βασανισθέντες του Άουσβιτς, και έδειξε σε όλους τους λαούς, τη φρίκη του φασισμού και του ναζισμού. Στο Άουσβιτς, διαπράχθηκε ένα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, με τους ναζί να βασανίζουν και να εξοντώνουν, με καθόλα προγραμματισμένο και οργανωμένο τρόπο μέσα σε δύο χρόνια (1942-1944) 1,1 με 1,5 εκατομμύριο ανθρώπους, εκ των οποίων το 90% ήταν Εβραίοι.
Από την Ελλάδα εκτοπίστηκαν στο Άουσβιτς περί τους 55.000 Εβραίους, στην πλειονότητά τους από τη Θεσσαλονίκη. Πρόκειται για την πολυπληθέστερη εθνική ομάδα μετά τους Εβραίους από την Ουγγαρία (430.000), την Πολωνία (300.000), τη Γαλλία (69.000) και την Ολλανδία (60.000). Τα 3⁄4 των Ελλήνων Εβραίων εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων του αμέσως μετά την άφιξή τους.
Στις 7 Οκτωβρίου 1944 σημειώθηκε και η μοναδική πράξη αντίστασης στο Άουσβιτς από Έλληνες εβραίους, όταν επιτέθηκαν στους Γερμανούς στρατιώτες, που είχαν έλθει να επιλέξουν 200 μελλοθάνατους στα κρεματόρια. Η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα και μόνο 26 από τους 300 ελληνοεβραίους επέζησαν. Ήταν όμως και η πρώτη φορά που οι Γερμανοί είχαν απώλειες στο Άουσβιτς. Σκοτώθηκαν 3 υπαξιωματικοί και τραυματίστηκαν 14 στρατιώτες.
Την ημέρα της απελευθέρωσης, οι σοβιετικοί στρατιώτες απελευθέρωσαν όσους και όσες είχαν απομείνει στο Άουσβιτς. Αντίκρισαν ανθρώπους στερημένους από την αξιοπρέπεια, απ’ ό,τι είχαν, αγαπούσαν, ήλπιζαν· γεμάτους από θλίψη, πόνο. Είχαν χάσει τον ίδιο τους τον εαυτό. Βρέθηκαν σε μια κατάσταση εκμηδενισμού όπου, γράφει ο Πρίμο Λέβι, «άλλοι θα ορίζουν τη ζωή του και θα αποφασίζουν για το θάνατό του χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού ή στην καλύτερη περίπτωση με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου “στρατόπεδο εξόντωσης”, θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε μ’ αυτή τη φράση: είμαστε στον πάτο.»
Ακόμη θλιβερότερος είναι ο «πάτος» στον οποίο βρέθηκαν όσοι «απλοί» πολίτες συμμετείχαν στη λειτουργία του ή γνώριζαν και αδιαφορούσαν για τα στρατόπεδα εξόντωσης. Οι μαρτυρίες, τα ντοκουμέντα, οι φωτογραφίες τεκμηριώνουν το μέγεθος της συνενοχής. Η μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας ανέχτηκε για πολλά χρόνια τη σιωπή γύρω από τους «καθημερινούς» ανθρώπους που συνέβαλαν στα ναζιστικά εγκλήματα. Μόλις το 1963 αρχίζει –μετά από πολλά εμπόδια και την απροθυμία των γερμανικών αρχών να οδηγήσουν στο εδώλιο αρχιναζί όπως ο Μένγκελε– στη Φραγκφούρτη μια σειρά δικών με την ονομασία η «Δεύτερη Δίκη του Άουσβιτς» (η πρώτη έγινε στην Πολωνία το 1947).
Προσήχθησαν μόνον 789 άτομα από τα 6.500 του προσωπικού που είχαν υπηρετήσει στο στρατόπεδο και καταδικάστηκαν τελικά μόνο 22. Ο γενικός εισαγγελέας της δίκης, Φριτς Μπάουερ, ο οποίος είχε εγκλειστεί για ένα διάστημα στο στρατόπεδο, χαρακτήρισε τα αποτελέσματά της μια αποτυχία. Ο τρόπος που μεταχειρίστηκαν τα ΜΜΕ τους κατηγορούμενους, έγραψε, τους εμφάνισε σαν αξιοπερίεργα και ψυχικά διαταραγμένα όντα και σε τελευταία ανάλυση σαν φοβισμένους ανθρώπους που υπάκουαν απλώς διαταγές. Οι αποφάσεις δε των δικαστών εμφάνισαν συνολικά τη Γερμανία σαν μια χώρα υπό κατοχή, με τους περισσότερους Γερμανούς να μην έχουν άλλη επιλογή από το να υπακούσουν στις διαταγές. «Αυτό όμως», είπε, «δεν έχει καμία σχέση με την ιστορική πραγματικότητα. Ήταν ένθερμοι εθνικιστές, ιμπεριαλιστές, αντισημίτες και άνθρωποι που μισούσαν τους Εβραίους. Χωρίς αυτούς, ο Χίτλερ θα ήταν ανύπαρκτος».
Η ιστορική μνήμη είναι περίπλοκο ζήτημα: διαμορφώνεται από πολλούς διαφορετικούς παράγοντες του χθες και του σήμερα ενώ μέχρι πρόσφατα γραφόταν από τους «νικητές». Στην περίπτωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όσο και να προσπαθεί η ΕΕ να καλύψει την συμβολή του Κόκκινου Στρατού στο τσάκισμα του φάντασμα, εξισώνοντας τον με έναν «κόκκινο φασισμό», θα υπάρχουν πάντα τόποι και μνημεία-φορείς της συλλογικής μνήμης των καταπιεσμένων που θα μαρτυρούν το αντίθετο.
Χρέος μας δεν είναι απλά η τιμή στον Κόκκινο Στρατό, σε εκείνους τους ανθρώπους που έκαναν το άλμα της χειραφέτησης και της απελευθέρωσης, και ήταν ο καθοριστικότερος παράγοντας της συντριβής του ναζισμού, αλλά η έμπνευση για τις δικές μας εφόδους στον ουρανό. Γιατί μην ξεχνάμε, πως ο φασισμός, δεν ξεπήδησε μόνος του. Γεννήθηκε από το βάρβαρο σύστημα, της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, τον καπιταλισμό.
Αυτό που μας έμαθαν, όσοι/ες έδωσαν εκείνες τις μάχες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην χώρα μας και έξω από αυτήν, είναι πως ο καπιταλισμός δεν είναι διόλου ανίκητος και πως το μέλλον, είναι η ελευθερία, η αλληλεγγύη, η ειρήνη μεταξύ των λαών.
Το βάθος του ουρανού, ναι είναι κόκκινο, για να ανασάνουμε, για να ζήσουμε.