Δύο χρόνια συμπληρώνονται σε λίγες εβδομάδες από τη «μάχη του Έβρου» και κατόπιν το πρώτο lockdown, όταν ανοίγοντας πυρ προς εξαθλιωμένους πρόσφυγες και στη συνέχεια επιβάλλοντας αυστηρούς περιορισμούς στην κυκλοφορία για την ανάσχεση του πρώτου κύματος της πανδημίας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ενίσχυσε τη θέση της στο πολιτικό σύστημα. Στο διάστημα που μεσολάβησε όμως, ο κυνισμός και η επίδειξη πυγμής, από «δυνατά χαρτιά» του Κυριάκου Μητσοτάκη, που με σιδηρά πειθαρχία επιχείρησε να οικοδομήσει ένα θατσερικό τερατούργημα πάνω στα κοινωνικά αποκαΐδια του ΣΥΡΙΖΑ, μετατράπηκαν σε βαρίδια που προκαλούν ολοένα και εντεινόμενη φθορά. Η λατρεία της καταστολής καλλιέργησε ευρύτερη απέχθεια προς την αστυνομία. Η «καινοτομία» του «επιτελικού κράτους» έγινε θλιβερό ανέκδοτο, με φόντο τα εκατοντάδες χιλιάδες καμένα στρέμματα το καλοκαίρι. Η εξύμνηση της «επιχειρηματικότητας» και του ιδιωτικού τομέα θάφτηκε κάτω από το χιόνι στην Αττική Οδό.
Τις πρώτες δονήσεις «των σεισμών που μέλλονται για να ‘ρθουν» πιάνουν ήδη όλες οι πλευρές του αστικού πολιτικού τόξου και προσπαθούν ανώδυνα να τις εκτονώσουν προκαταβολικά. Κοινωνικός διχασμός, επιχειρηματική-κερδοσκοπική επιμονή και επιδοματική πολιτική από την κυβέρνηση, πρόταση μομφής και εκλογικές κορώνες από την αστική αντιπολίτευση.
Μέσα όμως από τα χιόνια και τις φωτιές, την πανδημία, τη μόνιμη ενεργειακή κρίση και την ακρίβεια, τη διαρκή πολεμική απειλή και την καταστολή, το εκρηκτικό περιβαλλοντικό πρόβλημα, το έμφυλο ζήτημα και το πάντοτε υποβόσκον ζήτημα του χρέους και της ΕΕ, μια νέα εποχή αναμετρήσεων ωριμάζει. Δεν είναι πια η διαχείριση, είναι ο καπιταλισμός που μας «παγώνει». Και οι δυνάμεις που «έμειναν ενεργές» αυτούς τους χειμώνες και δεν περίμεναν «να λογαριαστούν μετά», δεν θα περιμένουν να φύγει από μόνη της η βαρυχειμωνιά.