Αιμιλία Καραλή
Πόσοι άνθρωποι ακόμη πρέπει να διαλυθούν και να χαθούν, πόσοι κόποι να εξανεμιστούν και να γίνουν παρανάλωμα της φωτιάς, πόσα περισσότερα βάρη να συσσωρευτούν για γίνει κατανοητό πως εκείνο που «φταίει» δεν είναι ο θυμός των ουρανών
Στα ακραία καιρικά φαινόμενα κατατάσσουν οι μετεωρολόγοι τη χιονοθύελλα που έπληξε πριν λίγες μέρες τη χώρα μας. Και άλλα ακραία φαινόμενα, όπως οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες και η πανδημία του κορονοϊού, αποδόθηκαν σε μια, μεταφυσικού χαρακτήρα, αδυναμία να αντιμετωπιστεί η «εκδίκηση» της φύσης. Σαν να βγήκαν από τα βιβλία της μυθολογίας οι θεοί του Ολύμπου και τρελαμένοι να τιμωρούν τους θνητούς, ρίχνοντας χιόνια, φωτιές, βροχές, αστραπές, αρρώστιες πάνω τους. Και όλα αυτά σε μια εποχή όπου η επιστημονική γνώση όχι μόνο είναι ικανή να κατανοεί, να προβλέπει αλλά και να αντιμετωπίζει επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή φυσικά φαινόμενα.
Είναι όμως και μια εποχή όπου και η επιστημονική γνώση και η ανθρώπινη ζωή έχουν γίνει εμπορεύματα. Και όσοι την αντιμετωπίζουν έτσι έχουν απόλυτο συμφέρον την κρίσιμη στιγμή να αποδίδουν τα δεινά που προκαλεί η κερδοσκοπία τους σε κάποια μοιραία δύναμη, σε κάποια μοιραία συγκυρία, στη συνδρομή πολλών ά-τυχων στιγμών. Σε μια κοινωνία μάλιστα στην οποία τα τυχερά παιχνίδια, οι αστρολόγοι και τα μέντιουμ έχουν σημαντική θέση, δεν είναι παράλογο πολλοί συμπολίτες μας να αποδεχτούν τη μοίρα τους. Και σαν εκείνους τους «Μοιραίους» του Κώστα Βάρναλη δειλοί και άβουλοι αντάμα να προσμένουν, ίσως, κάποιο θάμα.
Δεν ξέρω τι μπορεί να γίνει προκειμένου οι «Μοιραίοι» να πάρουν τη μοίρα τους στα ίδια τους τα χέρια. Πόσοι άνθρωποι ακόμη πρέπει να διαλυθούν και να χαθούν, πόσοι κόποι να εξανεμιστούν και να γίνουν παρανάλωμα της φωτιάς, πόσα περισσότερα βάρη να συσσωρευτούν για γίνει κατανοητό πως εκείνο που «φταίει» δεν είναι ο θυμός των ουρανών. Κι ακόμη περισσότερο πόσο η οργή θα γίνεται μόνο ένα «πικάντικο» συνθηματάκι, αντί να γίνεται πολιτική σκέψη και πράξη ουσιαστική και βαθιά.
Διάβαζα μια ανάρτηση στο διαδίκτυο με αφορμή τον πρόσφατο πολύωρο εγκλωβισμό χιλιάδων οδηγών στη χρυσοπληρωμένη από τους φορολογούμενους «Αττική οδό», την αγαπημένη εταιρεία όλων των κυβερνήσεων από τότε που δημιουργήθηκε: «Ναι, εσείς φταίτε για τις αλυσίδες. Που δεν τις βγάλατε ποτέ». Σε αυτές λοιπόν τις «αλυσίδες» -όχι στις σωτήριες στον καιρό της χιονοθύελλας- αναφερόταν πάλι ο Βάρναλης στο ποίημά του «Λεφτεριά»: Όπου κι αν πας, θα κουβαλείς τα σίδερα που σου τα βάλαν/οι όμοιοι σου κι όχ’ οι ουρανοί./Όσο μαζέβεις την ψυχή σου, την παρθενιά της για να σώσεις,/ τόσο την κάνεις πιο στενή.
Ζούμε σε μια εποχή όπου και η επιστημονική γνώση και η ανθρώπινη ζωή έχουν γίνει εμπορεύματα
Όμοιοι ως προς την ανθρώπινη ιδιότητα οι δεσμοφύλακες και όχι σε κάτι άλλο. Γιατί τίποτα κοινό δεν έχουμε οι περισσότεροι με όλον αυτόν τον εσμό των κυνικών που βρίσκονται στις θέσεις της εξουσίας. Με όλους αυτούς που δεν έχουν τη στοιχειώδη ευθιξία –στην Ιαπωνία χαρακίρι θα έκαναν– να παραιτηθούν, όντας προϊστάμενοι αρχών και πολιτικών που έχουν σημαδευτεί από καθημερινές εκατόμβες νεκρών, από καμένες εκτάσεις γης, από πυρπολημένα σπίτια, απανθρακωμένους ανθρώπους και ζώα, από φονικές πλημμύρες, από …, από …, από … Απλώς, άλλοτε ζητάνε μια συγγνώμη, τις περισσότερες φορές όμως και τα ρέστα. Και ξανά τα ίδια μέχρι να γίνουν χειρότερα. Και μπορούν να γίνουν χειρότερα. Ένας φίλος μου μαθηματικός πάντα μου θύμιζε την έννοια του «μείον Άπειρο» κι ο Βάρναλης πάλι στο ποίημα «Λεφτεριά» μιλούσε «για την άσωτη Άβυσσο του πόνου που βογγά».
Ο Θόδωρος Αγγελόπουλος, σε μια συνέντευξή του κάποτε, είχε πει πως ο λαός μας είναι πάντοτε των άκρων: ή στο ναδίρ ή στο ζενίθ. Αναφερόταν στο δίπολο της μεγάλης ανάτασης της ΕΑΜικής αντίστασης και στο κατοπινό πολύχρονο πολιτικό σκοτάδι, περισσότερο ή λιγότερο πυκνό, που κάλυψε τον τόπο μας από τα χρόνια του εμφυλίου πολέμου και μετά. Ρωγμές φωτός υπήρξαν, μα γρήγορα έσβηναν.
Τα σκοτάδια δεν έγιναν ποτέ λάμψη, ίσως γιατί δεν μπορέσαμε να βρούμε τον καιρό, την τομή εκείνη στον χρόνο που θα την έφερνε στη ζωή μας. Ίσως δεν έγινε πιστευτό ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό, γιατί πολλοί απ’ όσους το πρότειναν δεν το πίστεψαν οι ίδιοι. Κι αυτό φάνηκε και φαίνεται. Έψαχναν μόνο για ευ-καιρίες, γαλλιστί οκαζιόν, που λέγαμε παλιά τις εκπτώσεις. Υπάρχει όμως και το πείσμα που ψάχνει τον καιρό για ν’ απελευθερώσει τον χρόνο, να λευτερώσει τη ζωή. Και θα υπάρχει, ώσπου να τον βρει. Και θα τον βρει.