Μιχάλης Παπαμακάριος
Η επιμονή της πανδημίας υπογραμμίζει την ανάγκη ρήξεων με το καπιταλιστικό μοντέλο για να ζήσει ο λαός
Η αλλαγή του χρόνου δεν έφερε τίποτε θετικό στους εργαζόμενους και τη νεολαία, το όποιο εορταστικό κλίμα χάλασε από τη νέα έκρηξη της πανδημίας, την ακρίβεια και την εργοδοτική αυθαιρεσία. To «πάρε ντεπόν και έλα για δουλειά» και γενικά το «σκάσε και κολύμπα» είναι το μότο του σύγχρονου καπιταλισμού απέναντι στο κόσμο της εργασίας.
H νέα φάση της πανδημίας υπογραμμίζει με τραγικό τρόπο την εγκληματική, δολοφονική διαχείριση της κυβέρνησης και του κόσμου του κεφαλαίου διεθνώς και στη χώρα μας, παρά τις όποιες διαφοροποιήσεις. Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο ΣΕΒ με ωμό και απροκάλυπτο τρόπο δείχνουν ότι το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι η όσο γίνεται ομαλή λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας και ας υπάρχει κόστος σε δεκάδες ζωές καθημερινά. Την ίδια στιγμή η ακρίβεια κατατρώει το εργατικό – λαϊκό εισόδημα και οι εδώ και χρόνια, πετσοκομμένοι και παγωμένοι μισθοί μειώνονται καθημερινά. Η εφαρμογή του νόμου Χατζηδάκη θα επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την εργατική τάξη.
Αν σε όλα αυτά προσθέσει κανείς τη συνεχή κυβερνητική επίθεση στην παιδεία ,τις ιδιωτικοποιήσεις, τον κρατικό αυταρχισμό και τη μόνιμη επιδίωξη περιορισμού των λαϊκών ελευθεριών, τον ρατσισμό απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, τον εθνικισμό και την κλιμάκωση της πολεμικής προετοιμασίας με τους υπέρογκους εξοπλισμούς, την κλιματική κρίση και την έμφυλη βία, διαμορφώνεται μια ασφυκτική κατάσταση, ειδικά για τις νεότερες γενιές που καλούνται να ζήσουν σε ένα κόσμο απανθρωπιάς, άκρατου ανταγωνισμού και βαρβαρότητας, γιατί αυτό είναι το όραμα και η πραγματικότητα του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Ο μέσος πολίτης αυτής της χώρας θα περίμενε απέναντι σε αυτή τη κατάσταση να υπάρχει τουλάχιστον κάποια πολιτική αντιπολίτευση. Κάτι τέτοιο όμως όχι μόνο δεν υπάρχει, αλλά αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ ασκεί καθήκοντα Υπουργείου κατευνασμού της λαϊκής διαμαρτυρίας και υψηλής ευθύνης απέναντι στις ανάγκες του ελληνικού καπιταλισμού. Το έχει αποδείξει ποικιλοτρόπως άλλωστε με τη ψήφιση των μισών νόμων που έφερε η ΝΔ στη Βουλή. Το τελευταίο επεισόδιο με τη διαγραφή Κουρουμπλή, ο οποίος έκανε το έγκλημα να πει την αλήθεια δημόσια, είναι ενδεικτική. Δεν είναι θέμα «πολιτικού πολιτισμού» όπως διατείνονται οι Συριζαίοι, αλλά κάτι πολύ βαθύτερο, σηματοδοτεί ακριβώς τα όρια της ασκούμενης «αντιπολίτευσης» εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ. Την ίδια περίοδο εντύπωση προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί η αγωνιώδης προσπάθεια του συστήματος να ξαναστήσει στα πόδια του το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ, με αφορμή τις εσωκομματικές του εκλογές, προσπάθεια που πολλές φορές άγγιξε τα όρια της φαιδρότητας. Η προσπάθεια αυτή δεν είναι τυχαία, εκφράζει την ανάγκη της αστικής τάξης για ένα πιο σταθερό κοινοβουλευτικό και πολιτικό σύστημα, το οποίο είναι αναγκαίο για τις «επενδύσεις» και την «ανάπτυξη».
Χωρίς σχέδιο ανατροπής δεν σπάει η μιντιακή και κοινοβουλευτική αποχαύνωση
Στο εργατικό και μαζικό κίνημα, παρά τις ανεβασμένες διαθέσεις που εκφράστηκαν σε χώρους το τελευταίο διάστημα, η κατάσταση παραμένει εξαιρετικά αναντίστοιχη των αναγκών. Ο μεγάλος αγώνας των εκπαιδευτικών χτυπήθηκε λυσσαλέα όχι μόνο από τη κυβέρνηση αλλά και από τις παρατάξεις της ΝΔ , του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ. Η «μεγάλη συγκέντρωση στο Σπόρτινγκ» που οργάνωσε το ΠΑΜΕ αντί να καταλήξει στην οργάνωση απεργιακού αγώνα, όπως διακήρυττε άλλωστε, κατέληξε στα συνήθη απογευματινά συλλαλητήρια και αυτό παρά τις προτάσεις κοινής δράσης από πρωτοβάθμια σωματεία, αλλά και το ρεύμα της εργατικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς, για τη διοργάνωση του απεργιακού αγώνα. Η κατάληξη αυτή δεν προέκυψε από τις δυσκολίες που είναι υπαρκτές, αλλά από τα πολιτικά όρια της παρέμβασης του ΚΚΕ που το καθηλώνουν σε αγώνες διαμαρτυρίας και συμπερασμάτων με επιδίωξη την εκλογική ενίσχυση, τη στιγμή που απαιτείται μαζικός ενωτικός εργατικός αγώνας με στόχο την ανατροπή της πολιτικής κυβέρνησης – ΣΕΒ.
Ακριβώς το ότι δεν προβάλλεται μαζικά μέσα στους εργαζόμενους και τη νεολαία ένα συνολικό σχέδιο ανατροπής της κυρίαρχης πολιτικής με πρόγραμμα και στόχους, που θα στοχεύουν στην «καρδιά του κτήνους», το σύγχρονο καπιταλισμό, με μέσο τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα κρατά τους αγώνες κατακερματισμένους, δυσκολεύει την ανάπτυξη, ενοποίηση και πολιτικοποίηση των αντιστάσεων. Έτσι δεν ξεπερνιέται η αίσθηση της αδυναμίας, δεν σπάει η μιντιακή και κοινοβουλευτική αποχαύνωση και η εκλογική αναμονή.
Για να χτυπήσουμε το κτήνος στη καρδιά του χρειάζεται να προβληθούν μέσα στον λαό τόσο οι αναγκαίες ρήξεις με τον καπιταλιστικό μονόδρομο που απαιτεί η περίοδος, δηλαδή το να πάρουμε από τα κέρδη, να ανατραπούν οι ιδιωτικοποιήσεις και η «επιχειρηματικότητα», για εθνικοποιημένα δημόσια αγαθά (υγεία, παιδεία, ενέργεια κ.α.) με σπάσιμο των δεσμών με ΕΕ και ΝΑΤΟ, όσο και να προβληθούν οι σύγχρονες κομμουνιστικές απαντήσεις, που είναι αναγκαίες για να προχωρήσει η ανθρωπότητα μπροστά και να μην οπισθοδρομήσει στην βαρβαρότητα. Η επιμονή της πανδημίας και οι συνέπειες της στα λαϊκά στρώματα υπογραμμίζει την ανάγκη ρήξεων με το καπιταλιστικό μοντέλο κοινωνικής οργάνωσης, ώστε να ζήσει ο λαός.
Το συνδυασμό αυτό μπορεί να υπηρετήσει η συσπείρωση των σύγχρονων κομμουνιστικών δυνάμεων και αγωνιστών, στόχο που επιδιώκει να καλύψει η Πρωτοβουλία για ένα σύγχρονο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα και μια νέα μετωπική αντικαπιταλιστική ενότητα που θέτει σε διάλογο το ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για να κάνουμε ξανά τους αγώνες επικίνδυνους για το σύστημα και νικηφόρους για τις λαϊκές ανάγκες.