Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Οι εκλογές για την ανάδειξη νέου αρχηγού στο Κίνημα Αλλαγής σφραγίζονται από την έντονη νοσταλγία για το ΠΑΣΟΚ, με προτάσεις για επαναφορά ονομάτων και συμβόλων. Πολύ πιο δύσκολη είναι η επαναφορά της επιρροής και του ρόλου του. Το ΠΑΣΟΚ, όχημα ενσωμάτωσης και ήττας του ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης, έγινε ο βασικός εκφραστής του αστικού εκσυγχρονισμού, μέχρι να γίνει συντρίμμια από την κρίση και τα μνημόνια.’
Το ριζοσπαστικό άγγελμα της νεότητας του ΠΑΣΟΚ
Στις 3 Σεπτεμβρίου του 1974 μετά την κατάρρευση της δικτατορίας ιδρύθηκε από τον Ανδρέα Παπανδρέου το ΠΑΣΟΚ (Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα). Στην ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ διακηρυσσόταν η ανάγκη του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και η αποχώρηση της χώρας από ΕΟΚ και ΝΑΤΟ. Η οργάνωση και η πολιτική επιρροή του ΠΑΣΟΚ βασίστηκε στην αντιδικτατορική του οργάνωση, το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα), στους Εαμογενείς, στην πολιτικά παρακμάζουσα Ένωση Κέντρου, στη ριζοσπαστικοποιημένη γενιά του Πολυτεχνείου.
Κοινωνικά απευθύνθηκε στην ασαφή κατηγορία των «μη προνομιούχων», κυρίως στα καταπιεσμένα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού. Το ΠΑΣΟΚ εμφανίστηκε στην πολιτική κονίστρα ως αριστερό σοσιαλρεφορμιστικό κόμμα, που επαγγελλόταν με κοινοβουλευτικές διαδικασίες τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της χώρας.
Στη μεταπολίτευση το ΠΑΣΟΚ υπερτέρησε έναντι της κομμουνιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ.), αλλά και της ΕΔΑ, που πρόβαλλε παρεμφερείς θέσεις με το ΠΑΣΟΚ, γιατί εμφανίστηκε με τον αέρα της νέας, σύγχρονης, άφθαρτης, δυναμικής αριστεράς που επαγγελλόταν τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό άμεσα μετά τις εκλογές με το σύνθημα «στις 18 Οκτώβρη σοσιαλισμός». Πρόβαλλε τον «εύκολο δρόμο», σε σχέση με το πρόγραμμα της κομμουνιστικής αριστεράς, την άμεση δηλαδή κοινωνική αλλαγή με την κοινοβουλευτική νίκη, παραβλέποντας συνειδητά τη βίαιη αντίδραση του συστήματος, στην περίπτωση που το ΠΑΣΟΚ θα επιχειρούσε να εγκαθιδρύσει τον σοσιαλισμό, έστω ειρηνικά και νόμιμα με αστικοδημοκρατικά μέσα, αν και ήταν πρόσφατη, το 1973, η ανατροπή του Αλιέντε, εκλεγμένου Προέδρου της δημοκρατίας στη Χιλή.
Από τη δεύτερη ήδη τετραετία του, το ΠΑΣΟΚ εγκαταλείπει την κεϊνσιανή διαχείριση και περνά σε μείγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής με λίγα φιλολαϊκά εκλογικά μέτρα
Το ΠΑΣΟΚ κατόρθωσε να ανέλθει στην κυβερνητική εξουσία στις εκλογές της 18ης Οκτωβρίου του 1981. Πέτυχε μεγάλο εκλογικό θρίαμβο συγκεντρώνοντας το 44,6% των ψήφων, πράγμα που θεωρητικά διευκόλυνε την υλοποίηση των ριζοσπαστικών μετασχηματισμών που επαγγελλόταν. Ακόμη και αν στη συνείδηση τμήματος του ΠΑΣΟΚ κυριαρχούσαν τα σοσιαλιστικά οράματα, η εγκαθίδρυση ριζοσπαστικού καθεστώτος με την ανάληψη της διακυβέρνησης ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Η αστική τάξη και το κράτος της, με προμαχώνα τους κατασταλτικούς μηχανισμούς, θα εκβίαζαν πολιτικά την αριστερή κυβέρνηση να αρκεστεί στη διαχείριση και στον εκσυγχρονισμό του συστήματος με προσαρμογή στις υπάρχουσες συνθήκες, έστω με μικρές παραχωρήσεις στους εργαζόμενους, με αντάλλαγμα την ανοχή της αριστερής διακυβέρνησης από το σύστημα. Σε περίπτωση ασυμφωνίας, το σύστημα θα προχωρούσε στην υπονόμευση ή και βίαιη ανατροπή της αριστερής κυβέρνησης, όπως χωρίς εξαίρεση, επιβεβαιώνει η ιστορία.
Η διακυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν ξέφυγε βέβαια από αυτόν τον κανόνα. Το ΠΑΣΟΚ προεκλογικά επέμεινε στη λαϊκιστική δημαγωγία του συνθήματος «στις 18 Οκτώβρη σοσιαλισμός». Τα βαρύγδουπα όμως συνθήματα αποδείχθηκαν έπεα πτερόεντα… Από το σύνθημα της εξόδου από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ, απέμεινε η κατάργηση ορισμένων βάσεων με συμφωνία των Αμερικανών, αφού ουσιαστικά δεν τους χρησίμευαν πλέον. Απεναντίας, ενισχύθηκαν άλλες νευραλγικές βάσεις και ιδίως η Σούδα, εμπλέκοντας τη χώρα πιο σφιχτά στους τυχοδιωκτισμούς των Αμερικανονατοϊκών. Από την απεμπλοκή από την ΕΟΚ, που το ΠΑΣΟΚ τη θεωρούσε οικονομικό πυλώνα του ΝΑΤΟ, απέμειναν τα Μεσογειακά Προγράμματα, με πίεση του Παπανδρέου, που ενίσχυσαν το εισόδημα ορισμένων κατηγοριών αγροτών. Όμως οι μικρομεσαίοι αγρότες στην πλειοψηφία τους επλήγησαν, αφού λόγω συμφωνιών της ΕΟΚ με τρίτες χώρες η γεωργική παραγωγή της χώρας από εξαγωγική, υποβαθμίστηκε σε εισαγωγική. Το κεφάλαιο δεν επλήγη, όπως διατυμπάνιζε η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, η χρηματοδότησή του αυξήθηκε με επιδοτήσεις και δάνεια του ΠΑΣΟΚ, ενώ μειώθηκε και η εργατική πίεση με την αύξηση του εισοδήματος και την παροχή φθηνών δανείων στα μεσαία και στα λαϊκά στρώματα. Ο υπέρμετρος και μη παραγωγικός δανεισμός υπονόμευσε την οικονομία της χώρας και συνεχίστηκε αλόγιστα και απ’ τις επόμενες κυβερνήσεις. Οι εθνικοποιήσεις στρατηγικών τομέων δεν πραγματοποιήθηκαν. Απλώς, δημιουργήθηκε οργανισμός που συμπεριέλαβε τις προβληματικές επιχειρήσεις, για να τις εξυγιάνει και να τις πουλήσει κοψοχρονιά στον ιδιωτικό τομέα.
Οι δομικές αλλαγές, που σύμφωνα με το ΠΑΣΟΚ θα οδηγούσαν στον σοσιαλισμό, αποδείχτηκαν φρούδες. Η «κοινωνικοποίηση» που παρέπεμπε συνειρμικά στην περιέλευση των μέσων παραγωγής στην κοινωνία, περιορίστηκε στον κοινωνικό έλεγχο, πού και αυτός παρέμεινε κενό γράμμα. Τα «εποπτικά συμβούλια», τα οποία θα επόπτευαν τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις, χωρίς όμως να παρεμβαίνουν διορθωτικά υπέρ των εργαζομένων στη διαχείρισή τους, σε μερικές μόνον επιχειρήσεις συγκροτήθηκαν και γρήγορα ατόνησαν. Η «συμμετοχή» των εργαζομένων στην επιχείρηση, εξάλλου, ήταν απλώς γνωμοδοτική και καθόλου αποφασιστική. Συνέβαλε έτσι στην εδραίωση του καπιταλισμού με την ψευδαίσθηση της κοινωνικοποίησης της επιχείρησης και τη συνακόλουθη άμβλυνση των αγώνων.
Επιπλέον, οι θεσμοί της «αποκέντρωσης του κράτους» και του «δημοκρατικού προγραμματισμού» ήταν στην πραγματικότητα ιδεολογικός εξωραϊσμός του καπιταλισμού, αφού η καπιταλιστική οικονομία και το αστικό κράτος μονοπωλούν την εξουσία και δεν την μοιράζονται με λαϊκά όργανα και συμβούλια, αλλαγή που μόνο ο σοσιαλισμός μπορεί να θεσμοθετήσει.
Η θετική παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ περιορίστηκε σε κάποιες ανολοκλήρωτες ρεφορμιστικές δομικές αλλαγές που προαναφέρθηκαν και σε ορισμένες δημοκρατικές αλλαγές (αναγνώριση Εθνικής Αντίστασης, συνταξιοδότηση αριθμού αγωνιστών κ.ά.), στον δρόμο όμως των μεταρρυθμίσεων που άνοιξε η πρώτη μετά την πτώση της Χούντας κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή (κατάργηση βασιλείας, εθνικοποιήσεις, αναγνώριση ΚΚΕ κ.ά.), αφού ένας περιορισμένος εκδημοκρατισμός ήταν αναγκαίος, για να επουλωθούν οι πληγές του λαού απ’ την κτηνωδία της Χούντας και να διοχετευθεί σε ακίνδυνα κανάλια εκτόνωσης ο ριζοσπαστισμός της μεταπολίτευσης.
Η ενσωμάτωση όμως του ριζοσπαστισμού της μεταπολίτευσης στο σύστημα υπήρξε κυρίως έργο του ΠΑΣΟΚ, λόγω της ιδεολογικής του συγγένειας μ’ αυτόν τον ριζοσπαστισμό. Η ιστορία επαναλήφθηκε με τον ΣΥΡΙΖΑ, στη μνημονιακή περίοδο, που ενσωμάτωσε τον αντιμνημονιακό ριζοσπαστισμό στην απατηλή προοπτική της «αριστερής κυβέρνησης».
Σε ένα δεύτερο επίπεδο, το ΠΑΣΟΚ βελτίωσε αρχικά σημαντικά το λαϊκό εισόδημα, δρόμο που επίσης είχε ανοίξει η πρώτη διακυβέρνηση της ΝΔ, σε μικρότερο όμως βαθμό.
Συνοψίζοντας, στη μεταπολίτευση, ιδίως στην πρώτη τετραετία του Κ. Καραμανλή και του Α. Παπανδρέου αντίστοιχα, το σύστημα ευνόησε έναν όψιμο εκσυγχρονισμό κεϊνσιανής κοπής με κάποια μέτρα εκδημοκρατισμού και βελτίωσης του λαϊκού εισοδήματος, χωρίς όμως αντίστοιχη αύξηση του ΑΕΠ, μέτρα αναγκαία για την ενσωμάτωση και αποριζοσπαστικοποίηση των μαζών, σε εποχή που ΕΕ και ΗΠΑ, λόγω της κρίσης, στρέφονταν στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση.
Ωστόσο, το ΠΑΣΟΚ και απ’ τη δεύτερη ήδη τετραετία της διακυβέρνησής του, αναθέτοντας το υπουργείο Οικονομικών στον Κ. Σημίτη, εγκαταλείπει την κεϊνσιανή διαχείριση και περνά σε ένα μείγμα νεοφιλελεύθερης πολιτικής, με σύντομο διάλειμμα λαϊκών παροχών, στο βωμό της εκλογικής νίκης (1985), με το σύνθημα «Τσοβόλα, δώστα όλα».
Η μείωση δημοφιλίας του ΠΑΣΟΚ και η εμπλοκή κορυφαίων στελεχών του σε οικονομικά σκάνδαλα έδωσε ώθηση στη ΝΔ. Μετά τη νίκη στις εκλογές του 1989 η Νέα Δημοκρατία σε συγκυβέρνηση με τον Συνασπισμό (ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ.) οδήγησε τον Α. Παπανδρέου και κορυφαία στελέχη του ΠΑΣΟΚ στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Ο πολιτικά ιδιοτελής χειρισμός των σκανδάλων ωφέλησε μεν τη ΝΔ, που ανέβασε το εκλογικό ποσοστό της στις εκλογές του 1990 στο 46,16%, αλλά ζημίωσε την Αριστερά για τη σύμπραξή της με τη Δεξιά, κατεβάζοντας το ποσοστό της από 13,13% στο 10,76%.
Ο αμοραλισμός του δικομματισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, αλλά και της Αριστεράς, ακόμη και της κομμουνιστικής, κορυφώθηκε με τον σχηματισμό της «οικουμενικής» κυβέρνησης Ζολώτα (μετά τη συγκυβέρνηση ΝΔ-ΣΥΝ) από τα τρία κόμματα με αγαστή συνεργασία «κατηγόρων και κατηγορουμένων, έντιμων και ανέντιμων»…
Το 1993, μετά την ακραία νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, το ΠΑΣΟΚ επανακάμπτει στην εξουσία και ο Ανδρέας Παπανδρέου αναλαμβάνει και πάλι πρωθυπουργός μέχρι τον θάνατό του το 1996. Στις εκλογές του 1996 και του 2004 επικρατεί το ΠΑΣΟΚ και το πρωθυπουργικό αξίωμα αναλαμβάνει ο νεοφιλελεύθερος Κ. Σημίτης με σήμα κατατεθέν στην πρωθυπουργία του την ένταξη της χώρας στην ΟΝΕ που έβλαψε την ελληνική οικονομία, αφού λόγω του ακριβού ευρώ μειώθηκαν οι εξαγωγές της χώρας. Ο νεοφιλελεύθερος χαρακτήρας της διακυβέρνησης Σημίτη διατρανώθηκε με το αντιλαϊκό ασφαλιστικό νομοσχέδιο Γιαννίτση, που στο βωμό της δημοσιονομικής εξυγίανσης καθιέρωνε τη δραστική περικοπή των συντάξεων. Το νομοσχέδιο προκάλεσε κοινωνική και πολιτική έκρηξη, στην οποία συμμετείχαν, για να μην απομονωθούν από τους εργαζόμενους ακόμη και οι ελεγχόμενες από το ΠΑΣΟΚ ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ.
Η συντριβή του ΠΑΣΟΚ και το σύρσιμο του ΚΙΝΑΛ
Τα μνημόνια και η συνεργασία με τη ΝΔ οδήγησαν στην… πασοκοποίηση
Το 2009 το ΠΑΣΟΚ κερδίζει τις εκλογές και υπογράφει το 2010 το πρώτο μνημόνιο με δυσβάστακτους όρους για τον λαό. Για να θωρακιστεί η κυβέρνηση απ΄ την πίεση του αντιμνημονιακού κινήματος σχηματίζεται συγκυβέρνηση από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και το ακροδεξιό ΛΑΟΣ, που την διαδέχεται νέα κυβέρνηση από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ και ΔΗΜΑΡ. Η υιοθέτηση των εξοντωτικών μνημονίων από το ΠΑΣΟΚ και η συγκυβέρνηση με τη ΝΔ οδήγησε στις εκλογές του 2015 σε εκλογική συντριβή. Κατατάχτηκε έβδομο κόμμα με ποσοστό 4,68% μετά τη νεοφασιστική Χρυσή Αυγή και τους ακροδεξιούς Ανεξάρτητους Έλληνες. Εξού και ο όρος «πασοκοποίηση» στις πολιτικές επιστήμες, που δηλώνει την εκλογική καθίζηση. Οπαδοί και στελέχη του ΠΑΣΟΚ προσχωρούν μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ.
Η εκλογική συντριβή του ΠΑΣΟΚ οδήγησε την ηγεσία του κόμματος τον Ιούλιο του 2017 στη δημιουργία ενός νέου κεντροαριστερού φορέα στον οποίον συμμετείχαν το ΠΑΣΟΚ, η ΔΗΜΑΡ και το Ποτάμι, με όνομα Κίνημα Αλλαγής (ΚΙΝΑΛ). Το ΚΙΝΑΛ διατηρεί μία σχετικά παγιωμένη πολιτική επιρροή, η οποία το κατατάσσει ως τρίτη πολιτική δύναμη με εκλογικό ποσοστό από 5,5% ως 7%, κατάταξη που δεν φαίνεται να αλλάζει. Το ΚΙΝΑΛ δεν μπορεί να επιτύχει μαζική απόσπαση ψηφοφόρων από τη ΝΔ, με την οποία συμφωνεί στους βασικούς πυλώνες της πολιτικής. Πολύ δύσκολη είναι και η μαζική απόσπαση ψηφοφόρων από τον ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη μεγαλύτερη ιδεολογική συγγένεια τους ως σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το ευρύ τμήμα της βάσης και των στελεχών του ΠΑΣΟΚ που προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ προσδοκά ότι θα αποτελέσει μία σύγχρονη, ισχυρή και συνεπέστερη εκδοχή του ΠΑΣΟΚ. Θεωρούν ότι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ λόγω και της επικύρωσης των δύο μνημονίων και της συνεργασίας με τη ΝΔ είναι συντηρητικό πλέον κόμμα.
Προτιμητέος ο ρόλος του μπαλαντέρ για το σύστημα
Αν και είναι, εκτός απροόπτου, φρούδες οι ελπίδες του ΚΙΝΑΛ να προσεγγίσει τα ποσοστά του δικομματισμού (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ), ώστε να συνεργαστεί με τον ένα ή με τον άλλο πόλο με τους δικούς του όρους, η χρησιμότητά του για το σύστημα δεν αίρεται. Η συγκυβέρνηση των δύο μονομάχων φαίνεται αδύνατη, αλλά και ούτε ιδιαίτερα επιθυμητή για το σύστημα, που προτιμά να εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση, ανάλογα με τις συνθήκες, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η συγκυβέρνηση ενέχει τον κίνδυνο οι πολιτικές τους να μην γίνονται αντιληπτές από την κοινωνική συνείδηση ως εναλλακτικές. Στην περίπτωση αυτή μάλιστα δεν αποκλείεται η δυνατότητα να αναδειχθεί ως εναλλακτική δύναμη στη συνείδηση σημαντικού ποσοστού των ψηφοφόρων κόμμα μη απόλυτα φερέγγυο για το σύστημα, όπως συνέβη με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2012 (δεύτερο κόμμα) και στις εκλογές του 2015 (πρώτο κόμμα), οπότε ανέλαβε και τη διακυβέρνηση της χώρας, χωρίς ακόμη να εμπνέει την απαιτούμενη εμπιστοσύνη στην ΕΕ και στο σύνολο της αστικής τάξης.
Η πιο συμφέρουσα, επομένως, λύση για το σύστημα είναι οι πόλοι του δικομματισμού να παραμένουν ισχυροί πόλοι του συστήματος και το ΚΙΝΑΛ ως τρίτη, ενδιάμεση δύναμη, με οριακή έστω αύξηση ψήφων, να αναλαμβάνει ρόλο «μπαλαντέρ» μεταξύ των δύο κομμάτων. Αυτή η εκδοχή είναι από ιδεολογικοπολιτική άποψη δυνατή, αφού, παρά την τεχνητή εν πολλοίς μεταξύ τους πόλωση, τα τρία κόμματα αποτελούν φερέγγυες συστημικές δυνάμεις που, παρά τις διαφορές τους, όχι πάντα αμελητέες, στην πραγματικότητα συγκλίνουν στα βασικά προτάγματα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης και της ιμπεριαλιστικής εμπλοκής τους.