Γιώργος Μουρμούρης
▸ Γιατί χαίρεται το μιντιακό-επιχειρηματικό κατεστημένο και χαμογελά με την αυξημένη συμμετοχή στις διαδικασίες του ΠΑΣΟΚ
Δεκέμβρης 2011. Ενάμισι χρόνο μετά την ψήφιση του πρώτου μνημονίου και λίγες μέρες μετά τη λαϊκή έκρηξη στις παρελάσεις της 28ης Οκτωβρίου, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε μόλις καταρρεύσει, μετασχηματιζόμενη στην τρικομματική συμμαχία με τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ, «υπό τη σκέπη» του τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμου. Η πολιτική καριέρα του Γιώργου Παπανδρέου έπνεε τα λοίσθια.
Δέκα χρόνια μετά, στις 5 Δεκέμβρη 2021, περίπου 270 χιλιάδες ψηφοφόροι σχημάτιζαν ουρές στα εκλογικά κέντρα του ΚΙΝΑΛ. Την επόμενη ημέρα, μεγάλης κυκλοφορίας εφημερίδες, ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, αναλυτές και δελτία ειδήσεων έκαναν θριαμβευτικά λόγο για τη «μεγάλη επιστροφή του ΠΑΣΟΚ». Πρόκειται, βεβαίως, για δήλωση που περισσότερο εκφράζει έναν μύχιο πόθο παρά μια πραγματικότητα, όμως το ερώτημα προκύπτει εύλογα: Γιατί οι αχτίδες του (επαν-ανατέλλοντος;) πράσινου ήλιου σκορπίζουν τέτοια χαρά σε μερίδα του κυρίαρχου
επιχειρηματικού, μιντιακού κατεστημένου;
Δεν μπορεί κάποιος να είναι τόσο αφελής, ώστε να θεωρεί ότι ενδεχόμενη επανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ θα σημάνει «επιστροφή» του ημερολογίου στην προ του 2012 εποχή. Οι λόγοι της πρόδηλης ευφορίας σε αστικούς κύκλους για το ενδεχόμενο ανάκαμψης του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αναζητηθούν σε δύο άλλες πλευρές: Μία ιδεολογική-συμβολική και μία πραγματιστική-πολιτική.
Σε ιδεολογικό επίπεδο, η εικόνα του… συνωστισμού στα εκλογικά τμήματα του ΠΑΣΟΚ, ακόμα και η καταβολή του μικρού πλην συμβολικά αξιόλογου ποσού των τριών ευρώ και οι δεκάδες χιλιάδες ψήφοι στον πρωθυπουργό «της τρόικας και του μνημονίου», Γιώργο Παπανδρέου, δεν μπορούν να μην εκλαμβάνονται ως μια εκ των υστέρων δικαίωση — όχι του πρώην πρωθυπουργού προσωπικά αλλά της στρατηγικής επιλογής της αστικής τάξης να κηρύξει τον πόλεμο το 2010 στα λαϊκά στρώματα, σπάζοντας το «κοινωνικό συμβόλαιο» της Μεταπολίτευσης με πολιορκητικό κριό το ίδιο κόμμα που εισηγήθηκε το «συμβόλαιο με τον λαό». Άλλωστε, δέκα χρόνια μετά, η «βεντάλια» των πολιτικών δυνάμεων που έχουν «βουτήξει» στο «μνημονιακό αμάρτημα» έχει διευρυνθεί τόσο που πλέον συμπεριλαμβάνει τη συντριπτική πλειοψηφία των εδράνων της Βουλής: Η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ και διάφορα «αποκόμματα» – διάττοντες αστέρες του Κέντρου ψήφισαν και στήριξαν την εφαρμογή βάρβαρων ταξικών πολιτικών στον δρόμο που χάραξε το ΠΑΣΟΚ το 2010.
Σε πολιτικό επίπεδο, ενδεχόμενη ανάκαμψη του ΠΑΣΟΚ σε διψήφια ποσοστά, θα έφερνε έναν «παλιό γνώριμο» του αστικού κατεστημένου σε ρόλο ρυθμιστή του πολιτικού σκηνικού. Τόσο για ενδεχόμενη σύμπραξη με τη Νέα Δημοκρατία όσο –και κυρίως– για καθοδήγηση και πολιτική οριοθέτηση μιας συμμαχίας με τον ΣΥΡΙΖΑ. Ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ, συν ένα αξιοπρεπές ποσοστό από κοινού με την παγιωμένη εκλογική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ, μπορούν να δημιουργήσουν μια αξιόπιστη –για τα αστικά δεδομένα– εναλλακτική στη Νέα Δημοκρατία, στο πλαίσιο του διπολισμού που διακηρυγμένα χρειάζονται οι αστικές δημοκρατίες για να είναι λειτουργικές. Μια εναλλακτική που να διασφαλίζει ότι το νυν κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν θα προβεί ξανά στο μέλλον σε «λαϊκιστικούς πειραματισμούς», όπως συλλήβδην χαρακτηρίζονται διαφορετικές και πάντα ακίνδυνες για το σύστημα ως σύνολο κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, από τη συμμαχία με τους ΑΝΕΛ μέχρι το δημοψήφισμα και από την ανεπιτυχή προσπάθεια δημιουργίας μιας «νέας διαπλοκής» με τις τηλεοπτικές άδειες μέχρι τη σύγκρουση με τμήματα του «παλαιού κατεστημένου» (π.χ., υπόθεση Novartis) — κινήσεις που ουδέποτε του συγχώρεσε μερίδα της αστικής τάξης.
Σε κάθε περίπτωση, το κοινωνικό τοπίο εντός του οποίου λαμβάνουν χώρα αυτές οι διεργασίες πόρρω απέχει τόσο από το 2009 (χρονιά της τελευταίας εκλογικής νίκης του ΠΑΣΟΚ) όσο και από το 2012. Τα μνημόνια έχουν τελειώσει, αλλά το μνημονιακό καθεστώς αποτελεί εμπεδωμένη κανονικότητα χωρίς ημερομηνία λήξης. Ένας νέος κόσμος έχει γεννηθεί, με την αστική κυριαρχία να είναι αυστηρή, ανελαστική και κυνική, σαρωτική σε ταχύτητα και ρυθμό ανατροπών, διατηρώντας έτσι διαρκώς ενεργό –έστω και εν υπνώσει– το κοινωνικό ρήγμα που δημιούργησε η ρήξη της διετίας 2010-2012 και πυροδοτώντας διαρκώς μικρότερης ή μεγαλύτερης εμβέλειας ταξικές συγκρούσεις. Και ο κόσμος αυτός δεν θα δύσει, είτε ανατείλει ξανά ο πράσινος ήλιος είτε όχι.