Νίκος Καπιτσίνης, Μεταδιδακτορικός ερευνητής στα Πανεπιστήμια του Κάρντιφ και του Αιγαίου
Εκτόξευση υπερβάλλουσας θνησιμότητας το 2020: 3,7 εκατ. παραπάνω θάνατοι σε 79 χώρες, μόνο οι 1,5 εκ. δηλώθηκαν ως covid
Το άρθρο αυτό συνοψίζει τα ευρήματα πρόσφατης έρευνας σχετικά με τη γεωγραφία της υπερβάλλουσας θνησιμότητας και των υποκείμενων παραγόντων της το 2020, η οποία δημοσιεύθηκε στο ακαδημαϊκό περιοδικό BMC Health Services Research. Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα καταγράφει τους θανάτους από Covid-19 που έχουν επίσημα αναφερθεί, τους θανάτους από τον ιό που δεν έχουν καταγραφεί, αλλά και τους θανάτους που σημειώθηκαν λόγω άλλων ασθενειών που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν η πανδημία δεν είχε κατακλύσει τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης. Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα το 2020 υπολογίστηκε για 79 χώρες υψηλού, μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος. Η υπερβάλλουσα θνησιμότητα το 2020 υπολογίζεται ως ο αριθμός των θανάτων το 2020 σε σύγκριση με τη μέση θνησιμότητα μεταξύ 2015 και 2019.
Περίπου 3,7 εκατομμύρια περισσότεροι θάνατοι αναφέρθηκαν στις 79 χώρες της μελέτης το 2020 σε σύγκριση με το μέσο όρο των θανάτων μεταξύ 2015 και 2019 (13% υπερβάλλουσα θνησιμότητα). Οι 79 χώρες της μελέτης κατέγραψαν υπερδιπλάσιο πλεόνασμα θανάτων το 2020 σε σύγκριση με τους επίσημα καταγεγραμμένους θανάτους από Covid-19 (3,7 εκατομμύρια έναντι 1,5 εκατομμυρίων), υπογραμμίζοντας το σημαντικό ζήτημα της υποκαταγραφής των θανάτων από Covid-19, καθώς και τους θανάτους από άλλες ασθένειες που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί. Οι χώρες με την υψηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα περιλαμβάνουν το Μεξικό και τη Νικαράγουα (50%), τον Ισημερινό και τη Βολιβία (49%). Oι χώρες με τη χαμηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα περιλαμβάνουν τη Μογγολία (-4%), Αυστραλία (-0,1%), Νορβηγία και Νέα Ζηλανδία (1%). Η Ελλάδα κατέγραψε 7,4% υπερβάλλουσα θνησιμότητα, με 9.139 παραπάνω θανάτους, από τους οποίους μόνο 4.838 καταγράφηκαν επίσημα ως θάνατοι από Covid-19.
Τα αποτελέσματα της έρευνας αναδεικνύουν τον ταξικό χαρακτήρα της πανδημίας. Οι πιο ανεπτυγμένες οικονομικά χώρες, με υψηλό κατά κεφαλήν ΑΕΠ, ήταν πιθανό να καταγράψουν χαμηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα, καθώς αδύναμες οικονομίες συνδέονται με πιο υψηλό επίπεδο φτώχειας και ανέχειας. Το ποσοστό φτώχειας αποδείχθηκε ότι αποτελεί ισχυρό παράγοντα της υπερβάλλουσας θνησιμότητας, διότι συνδέεται με εμπόδια στην πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, με κακές συνθήκες υγείας και περιορισμένη ικανότητα επίτευξης φυσικών αποστάσεων. Το ποσοστό μόλυνσης Covid-19 τείνει να είναι υψηλότερο μεταξύ των φτωχότερων, καθώς αναγκάζονται να χρησιμοποιούν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, ελλείψει ιδιωτικών οχημάτων, και αδυνατούν να εργάζονται εξ αποστάσεως λόγω της έλλειψης οικιακού γραφείου ή της φύσης της εργασίας τους, δηλαδή κυρίως πωλητές ή εργάτες στη μεταποίηση.
Μεγαλύτερες πιθανότητες να νοσήσουν οι εργαζόμενοι και οι φτωχοί, διεθνής αποτυχία των lockdowns
Οι χώρες με εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση της υγείας ήταν πιθανό να καταγράψουν υψηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Το παράδειγμα της Ελλάδας με τη μη παροχή δωρεάν μοριακών τεστ είναι χαρακτηριστικό. Η εφαρμογή των πολιτικών μείωσης του Κράτους Πρόνοιας επέκτεινε την ιδιωτικοποίηση της υγείας και επέβαλε επιπλέον φραγμούς στην πρόσβαση των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων στις υπηρεσίες υγείας από τη δεκαετία του 1970. Σε σχέση με την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη, η ανάλυση έδειξε ότι όταν υψηλότερα ποσοστά του πληθυσμού καλύπτονται από ασφάλιση υγείας μπορεί να υπάρχει μείωση της πιθανότητας υψηλής υπερβάλλουσας θνησιμότητας.
Οι παράγοντες αυτοί συνδέονται με την χρηματοδότηση της υγείας. Τα καλύτερα χρηματοδοτούμενα υγειονομικά συστήματα ήταν λιγότερο πιθανό να υπερφορτωθούν, ανταποκρινόμενα αποτελεσματικότερα στην πανδημία. Οι δημόσιες περικοπές και οι ιδιωτικοποιήσεις εντάθηκαν μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2007/08, αποδυναμώνοντας έτσι περαιτέρω τις δημόσιες υπηρεσίες υγείας. Πράγματι, οι χώρες που αύξησαν τις κατά κεφαλήν δαπάνες υγείας μεταξύ 2008 και 2018, ήταν πιθανό να καταγράψουν χαμηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα. Επιπλέον, οι χώρες με επαρκώς χρηματοδοτούμενη πρωτοβάθμια υγειονομική περίθαλψη έτειναν να καταγράψουν χαμηλότερη υπερβάλλουσα θνησιμότητα, δεδομένου ότι οι ασθενείς με Covid-19 μπορούσαν να παρακολουθούνται στενά για να αποτρέψουν την επιδείνωση της υγείας τους, χωρίς να επισκέπτονται το νοσοκομείο, ελαχιστοποιώντας έτσι τον κίνδυνο μόλυνσης από τον ιό στους υγειονομικούς και στους ασθενείς και επιτρέποντας στα νοσοκομεία να αντιμετωπίζουν τόσο τους ασθενείς με Covid-19 που χρειάζονται νοσηλεία όσο και τους ασθενείς που πάσχουν από άλλες ασθένειες, χωρίς να μετατρέπονται σε κέντρα μίας μόνο ασθένειας. Όλα αυτά αποτυπώνονται στους πόρους υγειονομικής περίθαλψης που ήταν ζωτικής σημασίας, καθώς οι χώρες με υψηλό αριθμό ιατρών και ιατρικών κλινών ανά 100 χιλ. κατοίκους είχαν λιγότερες πιθανότητες να καταγράψουν υψηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα.
Οι χώρες με υψηλό ποσοστό υπερβάλλουσας θνησιμότητας το 2020 (σε δείγμα 79 χωρών)
(ποσοστό ανόδου επί της % των θανάτων του 2020 σε σχέση με τον μέσο όρο 2015-19)
Μεξικό 50,42%
Εκουαδόρ 49,3%
Βολιβία 48,78%
Αζερμπαϊτζάν 32,62%
Τουρκία 28,2%
Αλβανία 25,72%
Περού 24,84%
Κολομβία 24,44%
Ομάν 24,25%
Καζακστάν 23,69%
Χώρες μέλη ΕΕ:
Πολωνία 20,77%
Σλοβενία 19,97%
Ισπανία 18,99%
Βέλγιο 17,7%
Ιταλία 17,08%
Ωστόσο, ακόμη και τα σχετικά ισχυρά συστήματα υγειονομικής περίθαλψης θα μπορούσαν να υπερφορτωθούν σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, χωρίς αποτελεσματικές κυβερνητικές στρατηγικές. Ο μέσος δείκτης ελέγχου, ανίχνευσης και απομόνωσης (ιχνηλάτηση) κρουσμάτων αποδείχθηκε πολύ σημαντικός παράγοντας της υπερβάλλουσας θνησιμότητας. Οι χώρες με ισχυρή ικανότητα ιχνηλάτησης ήταν πιθανό να έχουν χαμηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα, δεδομένου ότι αυτό θα μπορούσε να συμβάλει σε ένα επικαιροποιημένο σύστημα επιδημιολογικής επιτήρησης για την ενημέρωση των πολιτικών. Χρήσιμοι αναδείχθηκαν κυρίως οι στοχευμένοι έλεγχοι με επίκεντρο τους χώρους εργασίας, τους οίκους ευγηρίας και τα σχολεία και όχι οι ανοικτές προσκλήσεις για εξέταση σε όλο τον πληθυσμό, ανεξάρτητα από τυχόν συμπτώματα, όπως η Ελλάδα.
Σχετικά με το lockdown, την πιο περιοριστική στρατηγική με δραματικές επιπτώσεις στην απασχόληση και την ψυχική υγεία, οι χώρες με τον υψηλότερο μέσο δείκτη απαγόρευσης κυκλοφορίας και τις περισσότερες ημέρες γενικού εγκλεισμού του πληθυσμού ήταν πιθανό να καταγράψουν υψηλή υπερβάλλουσα θνησιμότητα, γεγονός που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τις κυρίαρχες αφηγήσεις πολιτικής. Οι χώρες που επικεντρώθηκαν σε αυτή τη στρατηγική υποτίμησαν τον ιό και απέτυχαν να δράσουν εγκαίρως, μη εκμεταλλευόμενες τον χρόνο που δανείστηκαν, καθώς τα πρώτα κρούσματα εντοπίστηκαν επίσημα τουλάχιστον ένα μήνα μετά την εκδήλωση του Covid-19 στην Κίνα. Αφού απέτυχαν να περιορίσουν τον ιό στην αρχή, δίνοντας προτεραιότητα στην οικονομία και τα κέρδη, εφάρμοσαν καθυστερημένα οριζόντια lockdown. Ωστόσο, οι κυβερνήσεις δεν εκμεταλλεύτηκαν τον πολύτιμο χρόνο που κερδήθηκε με την εφαρμογή του lockdown, καθώς δεν υποστήριξαν δραστικά τα υγειονομικά συστήματα και δεν ενίσχυσαν το σύστημα ιχνηλάτησης. Επιπλέον, το lockdown αναγκάζει τους φτωχότερους ανθρώπους να μένουν σε μικρούς χώρους, αυξάνοντας έτσι δραματικά τον κίνδυνο μόλυνσης για τα υπόλοιπα μέλη του νοικοκυριού. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, η χρονική στιγμής εφαρμογής των μέτρων αναδείχθηκε ως εξέχουσας σημασίας, καθώς έγκαιρα μέτρα, όπως το κλείσιμο των συνόρων, θα μπορούσαν να είναι καθοριστικά.