Άνεμος ενός νέου αραβικού εθνικισμού πνέει το τελευταίο διάστημα στις χώρες του Κόλπου. Αν και πηγάζει κυρίως από τα «πάνω», δηλαδή από τα αντιδραστικά και διεφθαρμένα καθεστώτα. καμία σχέση δεν έχει με την εποχή του νασερισμού και του μπααθισμού, των ρευμάτων που σάρωσαν την περιοχή και τη Μέση Ανατολή πριν από μισό και πλέον αιώνα, ενσωματώνοντας ορισμένα προοδευτικά και ανατρεπτικά χαρακτηριστικά και έχοντας βαθιές ρίζες στις κοινωνίες.Ωστοσο, όλα δείχνουν ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο στο οποίο αξίζει να δοθεί προσοχή.
Η περιοδεία του πρίγκιπα-διαδόχου της Σαουδικής Αραβίας, Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, σε άλλες μοναρχίες της Χερσονήσου, ο ασύλληπτος ρυθμός με τον οποίο εξοπλίζονται (τρεις από τις χώρες της περιοχής ανήκουν στην πρώτη δεκάδα των καλύτερων πελατών των πολεμικών βιομηχανιών), η σπουδή του Μακρόν και της Γαλλίας να αποτελέσουν τον τροφοδότη τους σε όπλα, ακόμη και ο δίαυλος επικοινωνίας με το Ιράν αλλά και η τάση προσέγγισης με το Ισραήλ, αποδεικνύουν ότι υπάρχει έντονη κινητικότητα στην περιοχή και μάλιστα με συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Η υπόθεση αφορά άμεσα, όπως όλα δείχνουν, και την Τουρκία, η οποία μέχρι σήμερα διατηρούσε στενούς δεσμούς ουσιαστικά μόνο με το Κατάρ. Ωστόσο, το άνοιγμα προς τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και τη Σ. Αραβία δείχνει ότι ο Ερντογάν είναι έτοιμος να θυσιάσει μέρος της «περηφάνειας» του. Αφενός, προκειμένου να διασφαλίσει τα απολύτως αναγκαία συναλλαγματικά αποθέματα, σε μια περίοδο που η λίρα γκρεμοτσακίζεται. Αφετέρου, για να μην αποκλειστεί από το μεγάλο «κάδρο» και τις ανακατατάξεις στην περιοχή, ελπίζοντας το χαρτί του «πολιτικού Ισλάμ» και οι σχέσεις του με χώρες όπως το Πακιστάν και το Αζερμπαϊτζάν να τον βοηθήσουν να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, δίνοντας νέες διεξόδους στο τουρκικό κεφάλαιο για επέκταση και κερδοφορία.