Όλγα Τσιλιμπάρη
Φάκελος: 50 χρόνια από το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη
Αν, όντως, οι ποιητές είναι οι σεισμογράφοι του καιρού τους, αν η ποίηση είναι μετουσιωμένο βίωμα και επανανακάλυψη των λέξεων, ο Γιώργος Σεφέρης αποτελεί παράδειγμα εξαιρετικά αντιπροσωπευτικό.
Μολονότι εξέχων αστός και διπλωμάτης καριέρας, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορηθεί για ταξική μεροληψία. Με το σύνολο του έργου του, κλίνει, μάλλον, προς ένα προχωρημένο χαμηλόφωνο αστικό ανθρωπισμό. Κινούμενος σε εντελώς διαφορετικές ποιητικές συντεταγμένες από τον, επίσης, αστό ηλιοπότη Ελύτη, έχει βαθιά συναίσθηση των αμαρτημάτων της τάξης στην οποία ανήκει και τα συμφέροντα της οποίας υπηρετεί. Ανήκοντας και ο ίδιος σε «ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες», βιώνει, μετουσιώνει καλλιτεχνικά και εκπέμπει, χαμηλότονα, μεν, αλλά συνεχώς, την αίσθηση της μοναξιάς του ποιητή στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές. Διαπιστώνει με πίκρα ότι «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά», «καθώς οι δίκαιοι σιωπούν / σαν να μην είχαν τι να πουν».
Με μια πρώτη ματιά, αυτή η αίσθηση της μοναξιάς μπορεί να αποδοθεί και στο γεγονός ότι το ποιητικό υποκείμενο δεν ανήκει σε μια ενεργή συλλογικότητα, ώστε να αντλεί από την ένταξή του αυτή και την προσήλωση στον κοινό σκοπό νόημα και ελπίδα. Ωστόσο, ο Σεφέρης έρχεται από άλλο δρόμο, βέβαια, να συναντήσει, στο πεδίο της ποιητικής μοναξιάς, έναν κατεξοχήν ενεργό και στρατευμένο ως το τέλος αριστερό, τον Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ο Αναγνωστάκης, δεδηλωμένος αιρετικός σε σχέση με το κλασικό κομμουνιστικό πρότυπο της εποχής του, προάγει έναν πολύπλευρο κριτικό στοχασμό, τόσο με το δοκιμιακό του έργο όσο και με τη γενικότερη παρουσία του. Ο ηρωικά μελαγχολικός ποιητικός του τόνος δεν οφείλεται σε κάποιου τύπου ηττοπάθεια, όπως έχει, άλλωστε, επαρκώς αναδείξει και η συζήτηση περί της εγκυρότητας ή μη του χαρακτηρισμού «ποίηση της ήττας» ή «γενιά της ήττας». Εξάλλου, πόσο πιο αποφασιστικά να το δηλώσει: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει / Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα», «Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω».
Η εμμονή της μοναξιάς του ποιητή οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στην επίγνωση των δυσκολιών που υπάρχουν στο πεδίο όχι μόνο της πράξης, αλλά, κατεξοχήν, της συνείδησης: «Νεκρός κειτόταν μες το δρόμο / βαθιά στην πλάτη το μαχαίρι / κανείς δεν άπλωσε το χέρι / κανείς δεν πάτησε το Νόμο» — και αμέσως, το αποθεωτικά ειρωνικό γύρισμα «Και περνούσανε τα τραμ», με την εκπληκτικά ταιριαστή μουσική επένδυση του Μίκη και τη φωνή του Π. Πανδή.
Οι ιστορικοί οδοστρωτήρες, ως γνωστόν, δεν συμπαρασύρουν στο πέρασμά τους μόνο τους αδύναμους και αποκομμένους από τη συλλογικότητα, αλλά πολλές φορές και «τα καλύτερα παιδιά», που «κουράστηκαν και γύρισαν στο σπίτι» (όπως τραγούδησε κι ο νυν μετανοημένος Νιόνιος). Οπότε, όσοι εμμένουν στην αναγκαιότητα και ατενίζουν το δέον και το δυνατόν και όχι μόνο το υπάρχον, μένουν «Όρθιοι και μόνοι μες τη φοβερή ερημία του πλήθους». Κι όπως σωστά σημειώνει ο Σινόπουλος, «Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο».
Μάλλον, αναπόφευκτη, λοιπόν, η μοναξιά των ποιητών, βαρύς σταυρός και, ταυτόχρονα, προνόμιο εκλεκτό, και του αστού Σεφέρη και του αριστερού Αναγνωστάκη. Η ποίηση και των δύο αφορά την υπαρξιακή αγωνία του ανθρώπινου γένους και την αέναη, έλλογη ή μη, αναζήτηση νοήματος. Το νόημα δεν υπάρχει ποτέ, ως μεταφυσικό κρυμμένο δώρο μέσα στα πράγματα. Η ανθρώπινη συνείδηση, ατομική και συλλογική, πάντοτε κοινωνική, άλλοτε απαστράπτουσα και άλλοτε αιμάσσουσα, αποδίδει, μέσα σε συγκεκριμένες κάθε φορά ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες, νόημα στις εκφάνσεις της ζωής, τόσο στη «βάση» όσο και στο «εποικοδόμημα». Κι οι ποιητές, μέσα στη δική τους μοναξιά, αναζητούν κι εκείνοι το γιατί, το νόημα, σκαλίζοντας τις λέξεις.