Γιάννης Ελαφρός
Δημοσιεύουμε ξανά το κείμενο, με αφορμή τη συμπλήρωση 5 χρόνων από το θάνατο του Φιντέλ Κάστρο στις 25 Νοεμβρίου του 2021
Ο ιμπεριαλισμός τον μισεί γιατί η επανάσταση στην Κούβα νίκησε κι άντεξε
Οι εργατικές επαναστάσεις του 21ου αιώνα θα έχουν μέσα τους το πάθος του Φιντέλ
Ο Φιντέλ Κάστρο είναι νεκρός, ζήτω ο Φιντέλ! Με αυτά τα λόγια ο αδελφός του Φιντέλ, Ραούλ, ανακοίνωσε το θάνατο του μεγάλου επαναστάτη ηγέτη. Κι έκλεισε τη σύντομη ανακοίνωση με τη θρυλική πολεμική κραυγή του Φιντέλ και του Τσε, από τις δύσκολες μέρες του αντάρτικου στη Σιέρα Μαέστρα: «Hasta la victoria siempre! («Μέχρι την τελική νίκη»). Ο κομμουνιστής ηγέτης που επέζησε από αναρίθμητες απόπειρες δολοφονίας οργανωμένες από τη CIA (πάνω από 600 έχουν καταγράψει οι Κουβανοί), πέθανε 90 χρονών. Ο ίδιος, που αγαπούσε με πάθος τη ζωή αλλά κοίταξε στα μάτια το θάνατο, βαθιά υλιστής, έκανε πλάκα ακόμα και με το θάνατό του: «Μην ανησυχείτε, απλά έκανα πρόβα το θάνατό μου», είπε όταν συνήλθε μετά από λιποθυμία στο βήμα μιας συγκέντρωσης το 2001. Ήταν προετοιμασμένος. «Για όλους έρχεται η ώρα μας, αλλά οι ιδέες των Κουβανών Κομμουνιστών θα παραμείνουν ως απόδειξη πως αν λειτουργήσουμε με θέρμη και αξιοπρέπεια, μπορούμε να κατακτήσουμε τα υλικά και τα πολιτιστικά αγαθά που χρειάζονται οι άνθρωποι», είχε πει τον Απρίλη στο συνέδριο του ΚΚ Κούβας.
Για τον Φιντέλ Κάστρο, που συγκλόνισε τα νιάτα και την ύπαρξη εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, θα μπορούσαμε να γράφουμε και να μιλάμε ώρες ατελείωτες, περισσότερες κι απ’ όσες συνήθιζε να μιλά ο ίδιος στις κατάμεστες πλατείες της Αβάνας. Αξίζει όμως να σημειώσουμε τους λόγους που το κεφάλαιο και οι ιμπεριαλιστές σε όλο τον κόσμο τον μισούσαν και τον μισούν. Γιατί ο Φιντέλ δεν είναι εύπεπτος και όσο κι αν το σύστημα έχει την ικανότητα όλα να τα αφομοιώνει (ειδικά μετά θάνατο), σε όλα να φορά γραβάτα και κουστούμι, ο Φιντέλ είναι από την πάστα των αγωνιστών που δεν αγιοποιείται, όπως ο Λένιν, αυτός ο αξεπέραστος αποσυνάγωγος στην προϊστορία της ανθρωπότητας που ζούμε.
Πρώτο, γιατί ο Φιντέλ ήταν επαναστάτης της πράξης και όχι μόνο των λόγων, που ήξερε πως η επανάσταση δεν έρχεται μοιρολατρικά, πως οι συνθήκες δεν ωριμάζουν από μόνες τους, αλλά με την αποφασιστική, τολμηρή και ριψοκίνδυνη παρέμβαση της πρωτοπορίας, που έχει μελετήσει καλά τις συνθήκες, τις δυνατότητες, τους συσχετισμούς, αλλά και το τρόπο της ανατροπής τους. Γι’ αυτό επιτέθηκε στις 26 Ιούλη 1953 στο φρούριο Μονκάδα της Αβάνας με 118 μαχητές και γι’ αυτό επέστρεψε το 1956 με το θρυλικό Γκράνμα και 82 αντάρτες, που αποδεκατίστηκαν με την αποβίβαση.
Δεύτερο, γιατί ο Φιντέλ μαζί με το Κίνημα της 26ης Ιούλη, που συνέβαλε στη δημιουργία του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας νίκησε! Έσπασε το «Δεν μπορούμε». Είχε την τόλμη και την ευφυΐα να πραγματοποιήσει ρήξη και τομή με την παραδοσιακή και ηττημένη Αριστερά, να συνδέσει άρρηκτα το κοινωνικό ζήτημα με την απελευθέρωση από τη στυγερή δικτατορία του Μπατίστα και την άθλια μετατροπή της Κούβας σε χαμαιτυπείο των ΗΠΑ, να απαντήσει επαναστατικά, προχωρώντας σε συνολική ρήξη με τον ιμπεριαλισμό και το κεφάλαιο, σε σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Τρίτο, γιατί ο Φιντέλ και η επαναστατική Κούβα άντεξαν αν και βρίσκονταν στο «στόμα του λύκου», δηλαδή ακριβώς δίπλα στις ΗΠΑ. Παρά το φονικό οικονομικό αποκλεισμό (εμπάργκο) από το 1960. Η Κούβα δεν εξαγοράστηκε από τις ΗΠΑ, ακόμα και μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και του υπαρκτού σοσιαλισμού το 1989, που οδήγησε σε τρομερά μεγάλα οικονομικά προβλήματα, λόγω και του στρεβλού σχεδιασμού της Κομεκόν. Ακόμα και τώρα που το κεφάλαιο προσπαθεί να βρει δρόμους κυριαρχίας μέσα στο νησί και που ο πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα επισκέφτηκε την Αβάνα (Μάρτης 2016), ο Φιντέλ δεν έσκυψε ταπεινά το κεφάλι μπροστά στον πανίσχυρο γείτονα, αλλά «έβγαλε γλώσσα». Αφού θύμισε όλα τα εγκλήματα των ΗΠΑ τόνισε: «Ήμαστε ικανοί να παράγουμε τα τρόφιμα και τον υλικό πλούτο που χρειαζόμαστε. Δεν χρειαζόμαστε να μας χαρίσει τίποτα η αυτοκρατορία. Οι προσπάθειές μας θα είναι νόμιμες και ειρηνικές, γιατί είμαστε ταγμένοι στον αγώνα για την ειρήνη και την αδελφοσύνη όλων των ανθρώπων που ζούμε σε αυτόν τον πλανήτη».
Τέταρτο, γιατί ο Φιντέλ και η επαναστατική Κούβα δεν έμειναν ήσυχοι, στο σπίτι τους, όταν κατέκτησαν την εξουσία. Μετέφεραν τη φλόγα και τα όπλα της επανάστασης, με μαχητές αλλά και χιλιάδες γιατρούς, όπου κάποιος εξεγερμένος λαός τους είχε ανάγκη (από την Λατινική Αμερική μέχρι την Αφρική), υλοποιώντας έναν μάχιμο διεθνισμό, πολύ μακριά από την εξουσιαστική λογική της Μόσχας ή της Κίνας. Μάλιστα, στη σεισμογενή δεκαετία του ‘60, προσπάθησαν να διαμορφώσουν μια ανατρεπτική αντιιμπεριαλιστική διεθνιστική στρατηγική για «ένα, δύο, τρία πολλά Βιετνάμ», η οποία βέβαια αντιμετωπίστηκε εχθρικά από τους θιασώτες της «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταξύ του υπαρκτού καπιταλισμού και του εκμεταλλευτικού «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η Κούβα δεν ήταν βέβαια κάποιος σοσιαλιστικός παράδεισος (πως θα μπορούσε άλλωστε, μια καθυστερημένη χώρα οκτώ εκατομμυρίων). Σε μια πορεία ανακόπηκε η επαναστατική δυναμική και αναπτύχθηκε η αποξένωση της εργατικής τάξης και του λαού από τα μέσα παραγωγής και την εξουσία, χωρίς όμως να εκφυλιστεί σε τέτοιο βαθμό όπως στην ανατολική Ευρώπη. Οι Κουβανοί κομμουνιστές το πάλεψαν και αναζήτησαν μαζί με πρωτοπόρες επαναστατικές τάσεις τη δεκαετία του 60 και άλλους δρόμους σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής οικοδόμησης. Έφτασαν στα όρια τους, συγκρούστηκαν με αυτά αλλά για να τα ξεπεράσουν έπρεπε να συναντήσουν ένα ακόμα κύμα επαναστατικής ανόδου στην Λ. Αμερική και γενικότερα.
Ο Φιντέλ ήταν ο τελευταίος μεγάλος επαναστάτης του 20ου αιώνα. Η κουβανική επανάσταση ήταν η πιο προωθημένη από τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις του 1955-75, με τελευταία των Σαντινίστας (1979). Στη συνέχεια ζούμε το μεγάλο κύμα της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης, του περάσματος στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό. Η επανάσταση, πιο αναγκαία από ποτέ, μοιάζει εξορισμένη. Η βαθιά δομική καπιταλιστική κρίση, που έσκασε το 2008 κι ακόμα δεν μπορεί ξεπεραστεί, πέταξε στα σκουπίδια το «Τέλος της Ιστορίας». Οι σημερινές αντιθέσεις, οι εφιαλτικοί κίνδυνοι και οι ασύλληπτες δυνατότητες διαμορφώνουν την κατεξοχήν εποχή των εργατικών κομμουνιστικών επαναστάσεων στον 21ο αιώνα. Εκεί, οι επαναστάτες του παρόντος και του μέλλοντος θα έχουν μαζί τους, μέσα τους, το ασίγαστο πάθος του Φιντέλ, του Τσε, του Καμίλο και των μπαρμπούδος, των γενειοφόρων ανταρτών που μπήκαν στην Αβάνα.