Στέλιος Δρίτσας
Φάκελος COP26 για το κλίμα
Κυβερνήσεις και επιχειρήσεις δρουν με βασικό κριτήριο το κέρδος
Από τις 194 χώρες που υπέγραψαν τη Συνθήκη του Παρισιού, συμπεριλαμβανομένης και της ΕΕ, μόνο η… Ζάμπια φαίνεται πως είναι κοντά στην επίτευξη των στόχων. Η αποτυχία είναι καθολική, την ώρα που η υπερθέρμανση του πλανήτη εξελίσσεται. Σήμερα εκτιμάται πως απαιτούνται τέσσερις φορές περισσότερα μέτρα για να επιτευχθούν οι στόχοι μέχρι το 2050, σε σχέση με δέκα χρόνια πριν.
Ηδη από τον περασμένο Αύγουστο, ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτιέρεζ, χαρακτήρισε την έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ως «κόκκινο συναγερμό για την ανθρωπότητα». Στην έκθεση –που επί της ουσίας αποτελεί περίληψη των επιστημονικών δημοσιεύσεων της τελευταίας εφταετίας γύρω από την κλιματική κρίση– καθίσταται ολοφάνερο ότι η ανθρωπότητα απέχει παρασάγγας από την επίτευξη των στόχων της συμφωνίας του Παρισιού. Πλέον αποκαλύπτονται οι τρομακτικές επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη, κάποιες από τις οποίες πλέον θεωρούνται μη αναστρέψιμες. Χαρακτηριστικό και… τρομακτικό παράδειγμα αποτελεί η εκτίμηση για ερημοποίηση του 99% των εδαφών της Κύπρου μέχρι το 2040!
Σε αυτό το πλαίσιο, την Κυριακή 31 Οκτωβρίου ξεκίνησε στη Γλασκώβη η συνδιάσκεψη για το κλίμα υπό την αιγίδα του ΟΗΕ (COP26). Έξω από την αίθουσα βρέθηκαν χιλιάδες διαδηλωτές, ενώ κινητοποιήσεις είχαν προγραμματιστεί σε πολλές γωνιές του πλανήτη. Η συνδιάσκεψη της Γλασκώβης έρχεται μια εβδομάδα μετά τη συνδιάσκεψη για τη βιοποικιλότητα στην Κουνμίνγκ της Κίνας, όπου η προσπάθεια για μια συμφωνία ανάλογη του Παρισιού, ούτε λίγο ούτε πολύ, απέτυχε, αφού τόσο η προσέλευση όσο και η τελική συναινετική γραμμή αποδείχθηκαν αρκετά πιο «χλιαρές» από όσα απαιτούνται για τον περιορισμό της καταστροφής της βιοποικιλότητας του πλανήτη.
Τα COP ξεκίνησαν σαν πρωτοβουλία του περιβαλλοντικού προγράμματος του ΟΗΕ από το Ρίο το 1992 και έχουν κατά καιρούς προσδώσει ποικίλες αφορμές για κριτική και ελάχιστες στιγμές αισιοδοξίας, όπως η συμμαχία των μικρών νησιωτικών χωρών το 2015 που οδήγησε και στη τελική συμφωνία. Πάνω από όλα τα COP είναι μια ετήσια απόδειξη του status quo της διεθνούς διπλωματίας και της διαδικασίας αποφάσεων. Τα COP σχεδόν κάθε χρόνο αναθεωρούν προς τα κάτω τους στόχους που τα ίδια βάζουν πριν την αρχή της συνδιάσκεψης. Προφανώς υπό την πίεση των ισχυρών παικτών αλλά και των λόμπι των πολυεθνικών των ορυκτών καυσίμων.
Όπως η συνδιάσκεψη για την βιοποικιλότητα στην Κίνα αναμένεται να λήξει άδοξα για τον πλανήτη, έτσι και η COP26 κινδυνεύει να αποτύχει παταγωδώς, πριν ακόμα ξεκινήσει. Οι λόγοι βρίσκονται τόσο στην πιο δυσχερή θέση στην οποία βρίσκεται ο πλανήτης αναφορικά με την κλιματική αλλαγή, όσο και στο πολιτικό παρασκήνιο που δημιουργεί ο διεθνής ανταγωνισμός.
Αρχικά, βασικό στόχο των αντιπροσώπων των χωρών που προσέρχονται στην COP26 αποτελεί η επιστημονική ανάγνωση του πόσο απέχει η ανθρωπότητα από τον στόχο της αύξησης έως 2 °C της παγκόσμιας θερμοκρασίας μέχρι το 2100. Ο στόχος αυτός, παρότι τέθηκε στη συμφωνία του Παρισιού σαν ύστατη ελπίδα της ανθρωπότητας για την αποφυγή της υπερθέρμανσης του πλανήτη, φαντάζει πλέον ανεδαφικός. Ενδεικτικά, έξι χρόνια μετά το Παρίσι, από τις 194 χώρες και την ΕΕ που έχουν επικυρώσει τη συμφωνία, η μόνη χώρα που βρίσκεται σχετικά κοντά στην επίτευξη των στόχων είναι η… Ζάμπια. Ταυτόχρονα, οι αντιπρόσωποι στην COP26 καλούνται να συζητήσουν, την ώρα που μια νέα παγκόσμια ενεργειακή κρίση –που βασικά πλήττει μόνο τους καταναλωτές– απειλεί την απαγκίστρωση από τα ορυκτά καύσιμα με ακόμα μεγαλύτερες καθυστερήσεις. Κατά δεύτερον, έντονο είναι και το πολιτικό παρασκήνιο της συνδιάσκεψης, με πλήθος συμμετεχόντων από τις χώρες του παγκόσμιου Νότου να καταγγέλλουν πως σχεδόν αποκλείονται από τη διαδικασία λόγω οικονομικών ζητημάτων που προκύπτουν.
Σαν να μην έφταναν τα παραπάνω, τον περασμένο Ιούνιο ο sentinel 5P του προγράμματος Copernicus της ευρωπαϊκής μετεωρολογικής υπηρεσίας ανακάλυψε πάνω από έναν αγωγό της Gazprom μια τεράστια διαρροή μεθανίου. Κάθε ώρα, 395 μετρικοί τόνοι απελευθερώνονταν. Μια σειρά από δημοσιεύσεις μέσα στο καλοκαίρι για παρατημένες πηγές πετρελαίου στην Αμερική αλλά και οι επίσημες αναφορές ρύπων της Ρωσίας, οδήγησαν στην αναθεώρηση της βαρύτητας του μεθανίου ως αερίου του θερμοκηπίου, μιας και από ό,τι φαίνεται όλες οι προβλέψεις μέχρι το καλοκαίρι και η έκθεση του IPCC υποεκτιμούσαν τις εκλύσεις μεθανίου στην ατμόσφαιρα κατά τουλάχιστον 2 με 3 φορές. Πέρα από αυτό, πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για υποεκτίμηση των ρύπων στη συμφωνία του Παρισιού, άρα και της ανάγκης πιο γρήγορης απαγκίστρωσης από τα ορυκτά καύσιμα.
Ιδιαίτερα εμφατικά στο φόντο της COP26 εμφανίζεται πλέον ένας βασικός όρος για την κατανόηση των σχεδιασμών: Η «κλιματική ευαισθησία». Ο όρος αυτός αναφέρεται στο κατά πόσο ένα σύστημα (πληθυσμός, χώρα, κλάδος κ.λπ.) είναι ευαίσθητο στην κλιματική κρίση. H επιστημονική κοινότητα συμφωνεί πως οι αδύναμοι αυτής της γης είναι περισσότερο κλιματικά ευαίσθητοι από τους δυνατούς. Είναι χαρακτηριστικό, μάλιστα, πως υπολογίζεται ότι το φτωχότερο 50% του πλανήτη είναι 15 φορές πιο ευαίσθητο στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής από το πλουσιότερο 10%, την ίδια ώρα που το πλουσιότερο 1% του πλανήτη είναι υπεύθυνο για περισσότερες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από το φτωχότερο 50%. Η κλιματική κρίση όχι μόνο αντανακλά την κοινωνική ανισότητα, αλλά την μεγεθύνει ακόμα περισσότερο.
Σε αυτό το διαμορφωμένο κλίμα ανισότητας, είναι σημαντικό να αναφερθεί πως, παρά τα μεγάλα λόγια, λίγα έχουν γίνει τα τελευταία 20 χρόνια. Ο παγκόσμιος νότος ακόμα περιμένει τα 100 δισεκατομμύρια του «πλούσιου» Βορρά για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή από τη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009. Η ΕΕ, που κρατά το λάβαρο της συμφωνίας του Παρισιού και επιδιώκει να φανεί πρωτοπόρα στην καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, συνεχώς αντιφάσκει. Από τη μία, παρουσιάζει το σχέδιο fit 55 για κλιματική ουδετερότητα το 2050 και, την ίδια ώρα, προτείνει μια οριακά αντι-περιβαλλοντική Κοινή Αγροτική Πολιτική, προσαρμοσμένη μόνο στις μεγαλύτερες αποδόσεις στις πλουσιότερες αγροτικές βιομηχανίες. Επιπλέον, επιδοτεί τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων με 137 δισεκατομμύρια τον χρόνο. Πολλές φορές μάλιστα όπως στην Ελλάδα με παράλογες πολιτικές σαν την επίμονη μη σύνδεσης των νησιών με τον ΑΔΜΗΕ, που μόνο ημέτερους συμφέρουν.
Το φτωχότερο 50% του πλανήτη είναι 15 φορές πιο ευαίσθητο στις κλιματικές συνέπειες
από το πλουσιότερο 10%
Είναι φανερή, λοιπόν, σε παγκόσμιο επίπεδο, μια πολιτική υποκρισία για το κλίμα. Θανατηφόρα για τους πιο αδύναμους, μιας και οι επιπτώσεις ήδη πνίγουν, καίνε ή διώχνουν από το σπίτι τους πιο φτωχούς αυτού του κόσμου. Μια πολιτική υποκρισία που έχει τη ρίζα της σε μια και μόνο βασική παραδοχή· ότι το κέρδος για τον καπιταλισμό είναι πάνω από τις ανθρώπινες ζωές. Πλέον, οι προσαρμογές που πρέπει να γίνουν έως το 2050 σε ενέργεια, πόρους, διατροφικά συστήματα, στο σύνολο πρακτικά της παραγωγής, για να μείνει η ανθρωπότητα εντός των 2 oC, είναι τέσσερις φορές περισσότερες σε σχέση με 10 χρόνια πριν. Κι αυτό γιατί ο Μπάιντεν, ο Σι Τζινπίνγκ, ο Μόντι και όσοι παίρνουν τις αποφάσεις δίνουν προτεραιότητα στα κέρδη έναντι των ζωών και του περιβάλλοντος. Πρέπει να κατανοηθεί ότι οι πολιτικές που χρειάζονται δεν είναι απλά μερικές προσαρμογές στην παραγωγή. Είναι ριζοσπαστικές πολιτικές που, σε ένα μεγάλο κομμάτι τους μάλιστα, θα εγκολπώνουν έναν αντικαπιταλιστικό πυρήνα.
Τεχνολογική καινοτομία, κοινωνική οπισθοδρόμηση
Για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ολόκληρες σχολές σκέψης έχουν εδραιωθεί, οριακά, πάνω στην επιστημονική φαντασία. Για τον καπιταλισμό της εποχής μας, είναι προτιμότερο να ευαγγελίζεται λύσεις ενός αόρατου χεριού της τεχνολογίας, που θα καλύψει το έλλειμμα πολιτικής βούλησης για μείωση –έστω– των κερδών. Σε αυτό το πλαίσιο έγινε και η διάσημη δήλωση του Τζον Κέρι στο BBC, πως «το 50% των μειώσεων σε εκπομπές που πρέπει να κάνουμε ως το 2050 θα έρθουν από τεχνολογίες που ακόμα δεν έχουμε». Πέρα από τον εύκολο χλευασμό που ακολούθησε, οφείλουμε να κατανοήσουμε τη σχολή σκέψης που εκφράζει.
Η αφετηρία βρίσκεται ήδη στη δεκαετία του ’80 και στηρίζεται σε μια βασική ιδέα: Οι αλλαγές στο πεδίο της παραγωγής και της κατανάλωσης, με σκοπό το «μπουστάρισμα» της τεχνολογικής καινοτομίας, θα δημιουργήσουν μια τέτοια κοινωνική αλλαγή που θα οδηγήσει σε ένα βιώσιμο μέλλον, όπως η ατμομηχανή οδήγησε στη βιομηχανική επανάσταση ή τα μικροτσίπ στην κοινωνία της πληροφορίας. Αυτή η σχολή σκέψης ονομάζεται οικολογικός εκμοντερνισμός και είναι αρκετά δημοφιλής στις χώρες του Παγκόσμιου Βορρά, ειδικά μεταξύ των ελίτ του. Μάλιστα ήταν και από τις βασικές αρχές των πράσινων της Γερμανίας τη δεκαετία του 90 όταν κατάφεραν να συγκυβερνήσουν με το SPD.
Η σχολή αυτή βαυκαλίζεται μια μεσσιανικού τύπου υπεροχή της τεχνολογίας απέναντι στην κλιματική κρίση και προϋποθέτει ελάχιστη έως καθόλου ανακατανομή του πλούτου, υποσχόμενη ακόμα και κερδοφορία από νέες τεχνολογίες, όπως η γεωμηχανική. Η αβεβαιότητα όμως των κλιματικών σεναρίων, αλλά και η απτή πραγματικότητα των σεισμών στην Αϊτή ή των τυφώνων στο Πουέρτο Ρίκο, δείχνουν πως δεν μπορεί να υπάρξει γιατρειά για την κλιματική κρίση μόνο μέσω «τεχνολογικών επιδέσμων». Χρειάζεται βαθύς μετασχηματισμός των κοινωνιών, που θα σέβεται το περιβάλλον και θα το βάζει πάνω από τα κέρδη. Που θα ενδυναμώσει τις τοπικές κοινωνίες, δίνοντας θέση, χώρο και πόρους να αποφασίσουν πώς θα ανταποκριθούν στις αλλαγές που ήδη ζούμε και, τελικά, ένας μετασχηματισμός που θα αντιμετωπίσει την κοινωνική ανισότητα.
Άρα τελικά, αν θέλουμε να προκαταβάλουμε την κατάληξη των συζητήσεων στο Scottish Event Campus (SEC), τόπο διεξαγωγής της COP26, είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι μάλλον δεν θα καταλήξουν πουθενά ή θα καταλήξουν σε μια αβέβαιη χλιαρή συμφωνία στην καλύτερη περίπτωση. Σίγουρα πολύ μακριά από τους στόχους που θα έπρεπε να τεθούν, ακόμα και με τα δεδομένα του ΟΗΕ.
Εκεί που πρέπει όμως να κοιτάξουμε είναι στις διαδηλώσεις έξω από το SEC και σε όλο τον κόσμο. Όπως και στις συζητήσεις που όλο και αυξάνονται μεταξύ κυρίως της νέας γενιάς. Είναι φανερό ότι ήδη υπάρχει ένα κύμα αγανάκτησης για τις business as usual πολιτικές. Είναι φανερό σε εκατομμύρια ανθρώπους πλέον πως δεν υπάρχει κλιματική προσαρμογή χωρίς κλιματική δικαιοσύνη και για να επιτευχθεί η κλιματική δικαιοσύνη χρειάζεται ένας οίκο-κοινωνικός μετασχηματισμός. Το κύμα αυτό, που ήδη φουσκώνει σε όλο τον κόσμο, μπορεί σίγουρα να μην είναι τέλειο για τις θεωρητικές ή ιδεολογικές καταβολές του καθενός, αλλά σίγουρα κατανοεί ότι χρειάζεται ο κόσμος να αλλάξει. Μάλιστα, μοιάζει να φουσκώνει τόσο πολύ που μάλλον δεν του μένει του κόσμου κάτι άλλο να κάνει από το να αλλάξει πραγματικά.