Αντώνης Δραγανίγος
Νίκος Κρασάκης
Η απόφαση του ΠΣΟ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αποτελεί ένα θετικό βήμα, που φωτίζει έναν δρόμο για την αξιοποίηση των νέων δυνατοτήτων και την υπέρβαση ηττημένων γραμμών στην αριστερά, αλλά και των αντιφάσεων του μετώπου. Υπάρχει πολλή δουλειά να γίνει. Στις σημερινές συνθήκες επιβάλλεται μια πολύ βαθύτερη σύνδεση των άμεσων παρεμβάσεων με τους συνολικούς τακτικούς και στρατηγικούς αντικαπιταλιστικούς στόχους.
Κάλεσμα ΠΣΟ για μαχητική παρέμβαση και αναζωογόνηση
Με την απόφαση του Πανελλαδικού Συντονιστικού Οργάνου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, στις 17 Οκτώβρη, επιδιώκεται η αναβάθμιση της πολιτικής παρέμβασης του μετώπου σε μια περίοδο που αντικειμενικά τα πολιτικά ερωτήματα οξύνονται. Έτσι, το ερώτημα με ποια πολιτική μπορεί να ανατραπεί η πολιτική και η κυβέρνηση της ΝΔ, με ποιο πρόγραμμα, σε ποια προοπτική, με τι μέσα, μπαίνουν «επί τάπητος», σε μια περίοδο που η φθορά και τα αδιέξοδα της κυβέρνησης επιταχύνονται. Για να δυναμώσει ο αγώνας για την ανατροπή αυτής της πολιτικής, για να μην γυρίσουμε σε ξέπνοες κυβερνητικές λύσεις «δημοκρατικών κυβερνήσεων», που θα εφαρμόσουν την ίδια πολιτική με μικροπαραλλαγές.
Το ΠΣΟ καλεί τα μέλη και τους φίλους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «στην οργανωτική και πολιτική στήριξη των αγώνων, τη γενίκευση των αιτημάτων τους, την διαμόρφωση των όρων της οργανωμένης, συλλογικής δύναμης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων… Την προβολή, μέσα στους αγώνες και σε σύνδεση με αυτούς, της εργατικής αντικαπιταλιστικής προοπτικής, με στόχο την αντίσταση, τον κλονισμό και την ανατροπή της πολιτικής και της κυβέρνησης της ΝΔ, της καπιταλιστικής επίθεσης συνολικά, της συναίνεσης, των αστικών εναλλακτικών λύσεων τύπου ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ». Καλεί σε «μαχητική ανατρεπτική ενότητα όλων των αγωνιζόμενων δυνάμεων». Επιπλέον, απευθύνει κάλεσμα για την ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, πρώτα απ’ όλα στη βάση των αγωνιστών της και στις πολιτικές δυνάμεις και οργανώσεις που δράσαμε μαζί όλο το προηγούμενο διάστημα. Επιδιώκει τη μαχητική επανασυσπείρωση και την πολιτική παρέμβαση του πλούσιου και μαχόμενου δυναμικού της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία για τη Συνδιάσκεψή της.
Ζητούμενο η σύγχρονη ανατρεπτική απάντηση
Εύλογα θα αναρωτηθούν οι αγωνιστές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πώς είναι δυνατό, ενώ η ίδια απόφαση του ΠΣΟ αναγνωρίζει σοβαρά προβλήματα στη δράση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να υπάρχει η φιλοδοξία να παίξει έναν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στο κίνημα και την αριστερά; Μήπως όλα αυτά είναι αβάσιμες προσδοκίες, εκλογικές (επανα)συγκολλήσεις οργανώσεων για διάσωση, άλλοθι στον «διακαή πόθο του ΝΑΡ να οικοδομήσει το κόμμα του» ή ακόμα και τροχοπέδη μιας νέας μετωπικής προσπάθειας στην αντικαπιταλιστική αριστερά;
Καταρχήν, οι αποφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έρχονται απ’ το «πουθενά». Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε και έχει μια σημαντική πολιτική προγραμματική βάση. Δεν είναι μόνο η συνεισφορά που είχε στο κίνημα την περίοδο 2010-15, όπου το πρόγραμμα που προέβαλλε έδωσε «ταυτότητα» και «πολιτικό επιχείρημα» σε ένα μεγάλο δυναμικό που πάλευε και διαχωριζόταν από το πολιτικό ρεύμα της «αριστερής κυβέρνησης» του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ότι στην πορεία των χρόνων και την τελευταία δύσκολη περίοδο εξέφρασε σωστές θέσεις σε πολύ κρίσιμα ζητήματα, όπως για παράδειγμα, η στάση στα «εθνικά ζητήματα» (ΑΟΖ, «μακεδονικό», αστικοί ανταγωνισμοί) αλλά και την πανδημία (διεκδίκηση των υγεινομικών μέτρων με αντίθεση και σπάσιμο στην πράξη των απαγορεύσεων και των αντιδραστικών locκ-downs). Οι αγωνίστριες και οι αγωνιστές της έδωσαν το παρών σε όλα κυριολεκτικά τα μέτωπα της πάλης, σε κάθε μικρό και μεγάλο αγώνα, σε έκταση πολύ μεγαλύτερη από τα εκλογικά της ποσοστά.
Η τακτική της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης», σε σύνδεση με την επαναστατική προοπτική, χρειάζεται να «οικοδομηθεί» και πάλι, με βάση και την πολύτιμη εμπειρία
Όμως οι εποχές και οι απαιτήσεις της πάλης έχουν αλλάξει ριζικά σε σχέση με το 2010-15. Τότε είχαμε ένα κίνημα που ανέβαινε, μαχόταν, ήλπιζε και πίστευε ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα, τάση που τελικά ηγεμονεύθηκε απ’ τον αριστερό κυβερνητισμό. Σήμερα, με την πολύπλευρη κρίση του καπιταλισμού και την όξυνση των αντιθέσεων, με τις ποιοτικές τομές που προωθεί το κεφάλαιο σε όλους τους τομείς των κοινωνικών και των πολιτικών σχέσεων (από την εργασία, μέχρι τον τύπο της «ανάπτυξης» και από το πολιτικό σύστημα μέχρι τους διεθνείς ανταγωνισμούς), οι απαντήσεις πρέπει να είναι πολύ πιο βαθιές. Παράλληλα, η ήττα και η πλήρης ενσωμάτωση του «αριστερού κυβερνητισμού» από τη μια έχουν αδυνατίσει τις «αυταπάτες» για λύσεις εντός των πλαισίων του συστήματος, από την άλλη, όμως, έχουν ψαλιδίσει τις ελπίδες και το κουράγιο για αγώνα πολύ κόσμου και έχουν απομακρύνει από την ημερήσια διάταξη τη δυνατότητα μιας «ριζικής αλλαγής».
Πάνω σε αυτό τον φόντο έχουμε τη «δεξιά προσαρμογή» της αριστεράς και του συνδικαλιστικού κινήματος, των «ρεαλιστικών απαντήσεων» αλλά και της επιστροφής στον «χώρο» και του «αγώνας να είναι» χωρίς στόχους και προοπτική, τάσεις που δυναμώνουν.
Η τακτική της «αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης», σε σύνδεση με την επαναστατική προοπτική, χρειάζεται να «οικοδομηθεί» και πάλι, παίρνοντας υπόψη την πολύτιμη εμπειρία της προηγούμενης φάσης.
Στο καθήκον της ανάπτυξης της επαναστατικής τακτικής στις νέες συνθήκες περνάμε κάτω από τον πήχυ. Από κει πηγάζουν οι διαφωνίες και οι αντιθέσεις στην αριστερά και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Πρώτα απ’ όλα, οι συνθήκες επιβάλλουν μια πολύ βαθύτερη και πιο ουσιαστική σχέση των άμεσων στόχων με τον κεντρικό πολιτικό στόχο της αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης. Για παράδειγμα: Η ανάδειξη του ρόλου των δημόσιων αγαθών στην περίοδο της πανδημίας, που σε αυτό συμφωνούν πολλοί περισσότεροι, σημαίνει ότι το ζήτημα της ιδιοκτησίας μπαίνει στην ημερήσια διάταξη με άλλους όρους απ’ ό,τι παλιότερα. Πάλη για τη δημοκρατία μπορεί να γίνεται αποτελεσματικά με ανάδειξη της τάσης αντιδραστικής μετάλλαξης του αστικού κράτους. Πάλη για την ειρήνη σήμερα σημαίνει ότι το ζήτημα των αστικών επιδιώξεων και του ρόλου των ιμπεριαλιστικών μηχανισμών αποκτά άμεσο χαρακτήρα. Δεν αρκούν, λοιπόν, η «ξερή» οικονομική πάλη για τα άμεσα ζητήματα (όσο απόλυτα αναγκαία και αν είναι), η συντεχνιακή μονοστοχία ή η παραπομπή των συνολικών πολιτικών στόχων στην απομακρυσμένη «στρατηγική σφαίρα» της λαϊκής εξουσίας. Και σε αυτό, η απόφαση του ΠΣΟ κάνει ένα βήμα.
Η απάντηση στο «τι πρέπει να γίνει», αν δεν συνοδευεται από μια, όσο το δυνατό πιο πειστική απάντηση, στο «πώς θα γίνει», μένει ανολοκλήρωτη.
Κι εδώ, πλέον, δεν χωράνε «μισόλογα» και «γκρίζες ζώνες». Γιατί κάθε απάντηση πρέπει να έχει σαν σημείο αφετηρίας την απόρριψη ακριβώς των διαχειριστικών αυταπατών και της όποιας εκδοχής των αριστερών κυβερνήσεων στο πλαίσιο του συστήματος, πράγμα καθόλου δεδομένο για πολλές από τις δυνάμεις, τα μέτωπα και τις «πρωτοβουλίες διαλόγου» της αριστεράς. Αυτό που έχουμε ανάγκη είναι να προβληθεί στις σημερινές συνθήκες ένας άλλος, μη κοινοβουλευτικός, δρόμος προσέγγισης της πάλης για την εξουσία..
Ο δρόμος της ανατροπής της κυβέρνησης, της πολιτικής του κεφαλαίου και της συναίνεσης, η συνένωση, κλιμάκωση πολιτικοποίηση των αγώνων, με τρόπο που να αποκρούουν πλευρές της επίθεσης και να τείνουν σε μια εργατική αντικαπιταλιστική πολιτική απάντηση είναι που μπορεί να δημιουργήσει πολιτικό πρόβλημα στην άρχουσα τάξη, να αποσταθεροποιήσει την κυβέρνηση και τις αντοχές της «δημοκρατικής» εφεδρείας τους, να ανοίξει τον δρόμο για ευρύτερες πολιτικές ανακατατάξεις, για πολιτική κρίση, για προσέγγιση της επαναστατικής κατάστασης. Η άρνηση του δρόμου αυτού, στο όνομα του ότι ευνοεί… τον ΣΥΡΙΖΑ, την κατ’ εξοχήν δύναμη της «συναίνεσης» και της «ομαλότητας», τελικά αναπαράγει όλα τα αδιέξοδα και τα εκβιαστικά διλήμματα του κοινοβουλευτικού δρόμου.
«Ποιος» θα τα κάνει αυτά; Το σημερινό κίνημα; Με ομοσπονδίες και συνδικάτα αποστεωμένα, υποταγμένα, γραφειοκρατικά, με ΔΣ αποτελέσματα νοθειών και εκβιασμών, ομοιοπεγγαλματικά, με τους ευέλικτα εργαζόμενους έξω από τις τάξεις τους; Με τον εχθρικό ρόλο του αστικού στρώματος που αποτελεί την ηγεσία του; Με αυτό το κίνημα; Ούτε η πρόταξη της «ενότητας των συνδικάτων», αντί της αγωνιστικής ενότητας της τάξης, ούτε η πολιτική ουράς στο ΠΑΜΕ –αντί της επιδίωξης ισότιμης ανατρεπτικής δράσης και ανοιχτής κριτικής στα όριά του– αποτελούν απαντήσεις. Από αυτές τις διαφορετικές στοχεύσεις είναι που πηγάζουν και οι διαφορετικές πρακτικές στα σωματεία ή στον «δρόμο».
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διασχίζεται, όπως και όλη η αριστερά, από αυτά ακριβώς τα ερωτήματα. Οι ανεπαρκείς, ανολοκλήρωτες, λαθεμένες απαντήσεις αποτελούν την πολιτική βάση των διαφωνιών που αναπτύσσονται στις γραμμές της αλλά και ευρύτερα. Επομένως, η υπέρβαση των προβλημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι μια διαδικασία «προς τα μέσα», αλλά μια ανοιχτή διαδικασία πολιτικών απαντήσεων που αφορούν όλο τον μαχόμενο κόσμο, βημάτων προς το αντικαπιταλιστικό μέτωπο που απαιτεί η εποχή μας. Αρκεί, φυσικά, οι δυνάμεις που συμμετέχουν να δεσμεύονται στην αντικαπιταλιστική αριστερά και να μην είναι δορυφόροι άλλων πολιτικών χώρων.
Ανάγκη των καιρών η αντικαπιταλιστική ενότητα
▸ Πολιτική πρωτοβουλία για τη συσπείρωση αγωνιστών και δυνάμεων
Μπορεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ με τη σημερινή κατάσταση του δυναμικού της, με τη σημερινή διάταξη των δυνάμεών της να παίξει αυτόν τον ρόλο; Το ΝΑΡ δεν απαντάει μονοσήμαντα σε αυτό το ερώτημα. Πιστεύουμε στη δυναμική των πραγμάτων. Αυτό που επείγει είναι να τεθεί η αναγκαιότητα ενός ανώτερου αντικαπιταλιστικού μετώπου (σε περιεχόμενο, μαζικότητα, δημοκρατική λειτουργία, ταξική γείωση, ριζοσπαστική πρακτική, συντροφική κουλτούρα και πολιτική δέσμευση) σε όλο τον μαχόμενο κόσμο εντός και εκτός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Να δημιουργηθεί ένα ρεύμα διαλόγου, συστηματικής κοινής δράσης, σκέψης, φιλοδοξίας, ελπίδας. Από αυτή την σκοπιά και αυτή την προοπτική βλέπουμε την ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η συζήτηση στο εσωτερικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν έχει στόχο να «κρύψει» τις διαφορές, αλλά, πατώντας πάνω στα θετικά σημεία της απόφασης του ΠΣΟ, να αναπτυχθεί παραπέρα ο διάλογος και η δράση. Για να ανοιχτεί η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στον μαχόμενο κόσμο, εκφράζοντας την ανάγκη της πλατιάς ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Στην κατεύθυνση αυτή, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ θα αναλάβει πολιτική πρωτοβουλία και θα απευθύνει κάλεσμα για την ενότητα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, σε δυνάμεις και αγωνιστές που παλέψαμε μαζί τα προηγούμενα χρόνια ενάντια στον πόλεμο, τους ανταγωνισμούς των αστικών τάξεων σε κατεύθυνση αντιιμπεριαλιστική, αντιεθνικιστική, διεθνιστική, που παλεύουν για την αποδέσμευση από την ΕΕ και τη διαγραφή του χρέους, που απορρίπτουν τη λογική των «αριστερών κυβερνήσεων», που προσανατολίζονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και επιδιώκουν την κινηματική και πολιτική συνεργασία των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Η διαδικασία ανασυγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το πλατύ άνοιγμα για τη συσπείρωση δυνάμεων στην κατεύθυνση του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και μετώπου είναι αξεχώριστες πλευρές αυτής της πορείας.
Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το «κόμμα» και το «μέτωπο»
Αυτή η λογική απαντάει με τον καλύτερο τρόπο στο επιχείρημα ότι το «ΝΑΡ θέλει να κάνει κόμμα για να κλειστεί στο καβούκι του». Το ΝΑΡ, στη συνολική του λογική, δεν φέρνει το «μέτωπο» σε αντιπαράθεση με το «κόμμα». Κάτι τέτοιο θα ήταν αντιδιαλεκτικό και αντι-ιστορικό. Υπογραμμίζει την προτεραιότητα της στρατηγικής κομμουνιστικής οργάνωσης και την αυτοτέλεια της παρέμβασής της, γιατί μπορεί να ανοίγει επαναστατικούς ορίζοντες στην ταξική πάλη.
Η ζωτικότητα, η στρατηγική επάρκεια, η ταξική γείωση, η οργανωτική ικανότητα ενός επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος με μετωπική λογική και κουλτούρα αποτελούν τους πιο κρίσιμους παράγοντες για την ύπαρξη, τη μαζικότητα και τον προσανατολισμό του αντικαπιταλιστικού μετώπου. Προωθητική δύναμη και όχι τροχοπέδη.
Το ΝΑΡ έχει ενιαία λογική για τις επιδιώξεις του σε ό,τι αφορά το κόμμα, το μέτωπο και το κίνημα την περίοδο αυτή. Το περιεχόμενο και οι μορφές που μας «παραδόθηκαν» από την προηγούμενη φάση είναι ανεπαρκείς στο να αντιμετωπίσουν τον φονικό καπιταλισμό της εποχής μας, με ισχυρές αντιφάσεις και διαφορετικά σχέδια και γι’ αυτό έχουν μπει σε κρίση. Η υπέρβαση της κρίσης προϋποθέτει μια τομή στο περιεχόμενό τους, στην ταξική τους γείωση, στη δημοκρατική τους συγκρότηση και στη διάταξη των δυνάμεων που συμμετέχουν. Όμως, η υπέρβαση των μορφών αυτών, σε ανώτερο επίπεδο, προϋποθέτει ωρίμανση των κοινωνικών και των πολιτικών όρων για αυτό. Κι αυτό γίνεται αναγκαστικά σε μια ολόκληρη πορεία, όπου θα συνυπάρχουν η ενότητα και η διαπάλη με κριτήριο την «κίνηση προς τα μπρος» όχι την αναπαραγωγή των φαινομένων κρίσης και στασιμότητας.
Θα πάμε προς τα μπροστά, γιατί έτσι απαιτούν οι καιροί.