Γιώργος Παυλόπουλος
Μέχρι πέρυσι, το φυσικό αέριο θεωρούνταν συμφέρουσα επιλογή για να ζεσταθούν τα λαϊκά σπίτια. Αρκετά αποδοτικό σε θερμικό περιεχόμενο και σαφώς πιο φτηνό από το πετρέλαιο, αποτελούσε την πρώτη επιλογή για όσους είχαν δίκτυα στη γειτονιά τους και μπορούσαν να «σηκώσουν» οικονομικά την εγκατάσταση. Τον φετινό χειμώνα, όμως, τα πράγματα έχουν αλλάξει. Με την τιμή του να έχει αυξηθεί κατά 600% (!) μέσα στο τελευταίο 12μηνο στην Ευρώπη, το φυσικό αέριο μοιάζει πλέον απλησίαστο για εκατοντάδες χιλιάδες σπίτια — εκείνοι, δε, που θα ξεγελαστούν και θα ανοίξουν τέρμα τον διακόπτη, θα νιώσουν γρήγορα τον «πόνο» στην τσέπη.
Τα πράγματα δεν είναι καλύτερα με το πετρέλαιο — εξάλλου, ήδη αρκετοί προβλέπουν ότι σύντομα η τιμή του θα φτάσει τα 100 δολάρια το βαρέλι, έχοντας υπερδιπλασιαστεί μέσα σε ένα χρόνο. Έτσι, εκτός από τα βενζινάδικα, όπου ένα γέμισμα φτάνει για να αδειάσει το πορτοφόλι, καθώς το λίτρο της απλής αμόλυβδης είναι κοντά στα 1,70 ευρώ (στην Αθήνα και τις μεγάλες πόλεις), ο λογαριασμός για τα πρώτα «δειλά» γεμίσματα της δεξαμενής του καυστήρα είναι ιδιαιτέρως τσουχτερός. Η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης ξεπερνά τα 1,15 ευρώ το λίτρο, είναι δηλαδή ακριβότερη κατά περίπου ένα τρίτο σε σύγκριση με τον μέσο όρο του περασμένου χειμώνα — κάτι που, βεβαίως, τα ψίχουλα της κυβερνητικής επιδότησης δεν μπορούν να καλύψουν.
Την ανηφόρα ακολουθούν, σε αυτό το φόντο, τα τιμολόγια της ΔΕΗ και των άλλων παρόχων, με το χαράτσι να αναμένεται ότι θα αποτυπωθεί στους λογαριασμούς που θα εκδοθούν ως το τέλος του έτους. Οι δε αυξήσεις στις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης, από το αποκαλούμενο «καλάθι της νοικοκυράς» μέχρι το καθημερινό κουλούρι ή και τον καφέ, είναι δυσβάσταχτες. Παντού, η αιτία που προβάλλεται είναι η ίδια: Τα ακριβά καύσιμα που εκτινάσσουν το κόστος παραγωγής. Είμαστε, λοιπόν, καταδικασμένοι;
«Κλειδί» οι πραγματικές ενεργειακές ανάγκες
Απέναντι στη δραματική κατάσταση που διαμορφώνεται στην ενέργεια, καθώς το κόστος της καθημερινής ζωής εκτινάσσεται στα ύψη, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προβλέπουν –αν όχι τρέμουν– την εμφάνιση ενός πανευρωπαϊκού κινήματος «Κίτρινων Γιλέκων». Ή, αν προτιμάτε, ενός νέου «Δεν Πληρώνω», που θα αμφισβητήσει τα επιχειρήματα των κυβερνώντων και των επιχειρήσεων για «δικαιολογημένες και αναπόφευκτες αυξήσεις» και θα απειλήσει να τινάξει τα σχέδιά τους στον αέρα. Μαζί και το φιλόδοξο πρόγραμμα μετάβασης στην «πράσινη εποχή», που όλα δείχνουν ότι αποτελεί μια διαδικασία ζωτικής σημασίας για το κεφάλαιο. «Χωρίς ταχείες μεταρρυθμίσεις, θα προκληθούν περισσότερες ενεργειακές κρίσεις και, πιθανώς, μια λαϊκή εξέγερση κατά των κλιματικών πολιτικών», προειδοποιούσε στο προηγούμενο τεύχος του ο βρετανικός Economist.
Εύλογο, όμως, το ερώτημα: Δεν ισχύει, άραγε, το ίδιο για τους απλούς ανθρώπους; Δεν αποτελεί η στροφή στην πράσινη ενέργεια ζήτημα ζωής και θανάτου για ολόκληρο τον πλανήτη, ειδικά εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα με την αύξηση της θερμοκρασίας και τη γενικότερη κλιματική κρίση, που τείνουν να γίνουν ανεξέλεγκτες;
Είναι γεγονός ότι η κλιματική κρίση μας αφορά όλους. Και πιο πολύ, εκείνους που δεν είναι σε θέση να αντιμετωπίσουν τις συνέπειές της, δηλαδή τους φτωχούς και καταφρονεμένους του πλανήτη, που θα καούν και θα πνιγούν πρώτοι. Ακόμη και οι υπόλοιποι, όμως, οι πλούσιοι, τελικά δεν θα γλιτώσουν. Όσοι διαφωνούν, μπορούν να ανατρέξουν στις δραματικές εικόνες από τις πλημμύρες του καλοκαιριού σε μια από τις πιο πλούσιες περιοχές της Γερμανίας ή τις ασταμάτητες γιγαντιαίες πυρκαγιές στην Καλιφόρνια…
Αναγκαστικά, λοιπόν, πρέπει πολλά πράγματα να αλλάξουν και μάλιστα επειγόντως – και αυτό είναι κάτι στο οποίο εύκολα μπορούν να συμφωνήσουν οι πάντες. Ας μην τρώμε κουτόχορτο, όμως. Διότι το κεφάλαιο βλέπει σε αυτή την «αντικειμενική» ανάγκη μια ακόμη μεγάλη ευκαιρία για «υποκειμενικό» όφελος, δηλαδή για νέο γύρο κερδοφορίας. Το σχέδιό του, λοιπόν, είναι απλό: Αφού πρώτα «θάβει» τις τεράστιες ευθύνες που έχει για το γεγονός ότι φτάσαμε στο σημείο της μη επιστροφής, στη συνέχεια επιδιώκει να φορτώσει στην πλάτη των γνωστών υποζυγίων το βάρος και το κόστος της μετάβασης σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, από το οποίο επίσης θα βγει κερδισμένο.
Οι δρόμοι μέσα από τους οποίους το επιχειρεί είναι πολλοί. Είναι, για παράδειγμα, οι «ειδικές εισφορές» που επιβάλλονται στους λογαριασμούς της συμβατικής ενέργειας για την ανάπτυξη των «καθαρών» μορφών. Κάτι, δηλαδή, σαν τα τσουχτερά διόδια που καλούμαστε να πληρώσουμε προκαταβολικά σε διαδρομές-καρμανιόλες για να φτιαχτούν οι νέοι αυτοκινητόδρομοι, τους οποίους θα εκμεταλλεύεται επ’ αόριστον ο ιδιώτης κατασκευαστής.
Είναι, επίσης, η δυσανάλογα υψηλή φορολογία στην ενέργεια, που αντιστοιχεί περίπου στο ένα τρίτο (ή και περισσότερο σε κάποιες περιπτώσεις) της τελικής τιμής. Με αυτό τον τρόπο, επίσης, τα κράτη διασφαλίζουν τεράστια έσοδα από το πορτοφόλι του λαού, τα οποία στη συνέχεια αναδιανέμουν προς τις επιχειρήσεις, με διάφορες μορφές – ενώ θα μπορούσε να συμβεί το ακριβώς αντίθετο, ειδικά σε περιόδους κρίσης.
Το χρηματιστήριο των ρύπων αποτελεί μιαν ακόμη ευρηματική μέθοδο για να επιδοτηθεί η μετάβαση με χρήματα του λαού. Όπως αποδείκνυε και η αποκαλυπτική ανάλυση που δημοσιεύτηκε σε προηγούμενο φύλλο του Πριν («Ηλεκτρικό ρεύμα: Τεράστιες αυξήσεις για χάρη των πολυεθνικών φέρνει η ΕΕ», 13/9/2021), οι προκλητικά μεγάλες ποσότητες «δικαιωμάτων» εκπομπής ρύπων που χορηγούνται σε μια σειρά βιομηχανικές δραστηριότητες έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα μηδαμινά περιθώρια που αναλογούν στην παραγωγή ενέργειας, ειδικά από κρατικά ελεγχόμενες μονάδες. Έτσι, προσφέρεται σαφές ανταγωνιστικό πλεονέκτημα αφενός στο ιδιωτικό κεφάλαιο και, αφετέρου, στις πιο πλούσιες χώρες, που έχουν προχωρήσει περισσότερο στην ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών.
Η μετάβαση στο νέο μοντέλο οικονομίας και οι αντιφάσεις του καπιταλισμού
Σε ορισμένους κλάδους, την ίδια στιγμή, ετοιμάζονται σκανδαλώδεις ρυθμίσεις, που οδηγούν σε επιπλέον «λογαριασμούς» για τα λαϊκά νοικοκυριά. Ένας από αυτούς είναι οι αυτοκινητοβιομηχανίες, που έχουν αρχίσει ήδη να κάνουν τα σχέδιά τους για τη «χρυσή εποχή» που έρχεται, καθώς η ταχύτητα με την οποία θα προωθηθεί και, τελικά, θα επιβληθεί η αλλαγή των εκατομμυρίων αυτοκινήτων που διαθέτουν κινητήρες εσωτερικής καύσης με τους νέους (ηλεκτρικούς, υδρογόνου κ.λπ.) θα αυξάνεται διαρκώς — μαζί με το κόστος.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι αλήθεια ότι η παρούσα κρίση –που από ορισμένους έχει χαρακτηριστεί ως η πρώτη ενεργειακή κρίση του 21ου αιώνα και της «πράσινης εποχής»– έχει και κάποια γενικότερα και βαθύτερα χαρακτηριστικά, που παραπέμπουν στην ουσία και τις αντιφάσεις του ολοκληρωτικού καπιταλισμού της εποχής μας.
Ένα από τα στοιχεία που ξεχωρίζουν είναι ότι η τιμολόγηση της ενέργειας γίνεται πια κυρίως με βάση τους κανόνες της αγοράς και όχι με κριτήριο τις πραγματικές δυνατότητες και ανάγκες, αναιρώντας ουσιαστικά πλήρως τον χαρακτήρα της ως κοινωνικού, δημόσιου αγαθού. Ιδού πώς περιγράφει ο Economist τη διαδικασία αυτή — με την οποία κάθε άλλο παρά αντίθετος είναι, όμως έχει κι αυτός «τρομάξει» από τα όσα συμβαίνουν και μπορεί να συμβούν: «Ακριβώς όπως η Lehman Brothers βασιζόταν στον ημερήσιο δανεισμό –γράφει– έτσι και ορισμένες εταιρείες ενέργειας εγγυώνται στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις τη συνέχιση της τροφοδοσίας τους με ποσότητες που προμηθεύονται σε μια αφερέγγυα αγορά προθεσμιακών συμβολαίων».
Ιδιαίτερης αναφοράς χρήζουν, επίσης, οι συνέπειες από τους εντεινόμενους ενδοκαπιταλιστικούς ανταγωνισμούς. Το μπρα-ντε-φερ ΕΕ και ΗΠΑ με τη Ρωσία για τον αγωγό φυσικού αερίου Nord Stream 2 (που οδήγησε και στη στροφή των Βρυξελλών από τις μακροπρόθεσμες διακρατικές συμφωνίες στα βραχυπρόθεσμα συμβόλαια μέσω της αγοράς), η άρνηση του OPEC να αυξήσει την παραγωγή πετρελαίου παρά τη δυνατότητα που διαθέτει, το εμπάργκο στο Ιράν και τη Βενεζουέλα, η κρίση στη Λιβύη και άλλες αφρικανικές χώρες, η «δίψα» της Κίνας που χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να διασφαλίσει τις ποσότητες που χρειάζεται και μάλιστα πρώτη, ο συνεχιζόμενος ανταγωνισμός γύρω από το Brexit καθώς και η μετατροπή των ΗΠΑ σε εξαγωγική ενεργειακή δύναμη, συνθέτουν ένα εκρηκτικό παζλ, με άμεσες συνέπειες στις τιμές.
Ένα παζλ στο οποίο το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι για την ώρα σε θέση αδυναμίας, μιας και βασίζεται κυρίως στην εισαγωγή ορυκτών καυσίμων για να καλύψει τις ανάγκες του. Αυτός, άλλωστε, είναι ένας ακόμη λόγος για τη σπουδή του να έρθει όσο το δυνατό πιο γρήγορα η «πράσινη εποχή».
Ερώτημα πρώτο: Όχι τι, αλλά πόση ενέργεια χρειαζόμαστε
Η πανδημία αποτελεί μια καλή και… εύπεπτη δικαιολογία για όλα — ακόμη και για την ενεργειακή κρίση. Η απότομη αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης σε αγαθά μόλις φάνηκε η αρχή του τέλους της, λένε όσοι προβάλλουν αυτή την εκδοχή, οδήγησε σε «μποτιλιάρισμα» των θαλάσσιων και χερσαίων δρόμων μεταφοράς —
άρα σε καθυστερήσεις, ελλείψεις και ακρίβεια. Η ίδια αιτία, συνεχίζουν, ανάγκασε τις μηχανές της παραγωγής να δουλέψουν στο φουλ, απαιτώντας απότομα πολύ μεγάλα ποσά ενέργειας και εντείνοντας τις ελλείψεις.
Ασφαλώς, σε όλα αυτά υπάρχει ένα μέρος αλήθειας — η οποία, ωστόσο, είναι η μισή ή και κάτι λιγότερο. Άλλωστε, η υπερφόρτωση των μονάδων παραγωγής και των δικτύων μεταφοράς δεν έχει να κάνει μόνο ή κυρίως με τον όγκο των αγαθών που διακινούνται αλλά με το γεγονός ότι σε αυτή την ειδική περίοδο, δεν προτάχθηκαν εκείνα τα είδη που θεωρούνται πρώτης ανάγκης και απαραίτητα για όλους. Αντιθέτως, όπως μαρτυρά και η εμπειρία ορισμένων ελληνικών αλυσίδων, δόθηκε προτεραιότητα σε εκείνα που φέρνουν μεγαλύτερο κέρδος στις εταιρείες οι οποίες τα παράγουν.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ενέργεια. Πρακτικά, η συζήτηση για τις ελλείψεις και τις μορφές ενέργειας του μέλλοντός μας (ακόμη και την ατομική) δεν έχει νόημα εάν δεν προσδιορίσουμε εξαρχής τις πραγματικές ανάγκες της ανθρωπότητας — για την ακρίβεια, της μεγάλης πλειοψηφίας της και όχι των κεφαλαιοκρατών ή του Bitcoin και των άλλων κρυπτονομισμάτων, που καταναλώνουν όση ενέργεια απαιτεί μια χώρα σαν την Ολλανδία! Δείτε το παράδειγμα της Κίνας, όπου το καθεστώς έριξε το βάρος του στους «ρυθμούς ανάπτυξης» και την κάλυψη των διεθνών παραγγελιών, με αποτέλεσμα αυτή την περίοδο όχι απλώς να μην ασχολείται με την «πράσινη ενέργεια» αλλά να κάνει στροφή στον γαιάνθρακα, που καταναλώνεται με φρενήρεις ρυθμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας, με τους σημερινούς ρυθμούς ο πλανήτης θα καταναλώνει το 2050 ποσότητα ενέργειας που θα αντιστοιχεί σε 600 εξατζάουλ (EJ), έναντι λίγο πάνω από 400 το 2020. Μια αύξηση, δηλαδή, της τάξης του 50%, η οποία με βάση άλλες μελέτες θα είναι ακόμη μεγαλύτερη. Με αυτό ως δεδομένο, όμως, είναι επιστημονικά αδύνατο οι ανανεώσιμες πηγές να είναι σε θέση να καλύψουν τη ζήτηση — και, κατά συνέπεια, οι στόχοι που έχουν τεθεί για να συγκρατηθεί η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας στην επιφάνεια του πλανήτη στον 1,5-2 βαθμούς Κελσίου είναι άπιαστοι.
Τι σημαίνει αυτό; Ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και «ανάπτυξης», που θρέφει τους πολύ λίγους σε βάρος των πολλών, ξεζουμίζει και καταδικάζει τον πλανήτη. Η αποδέσμευση από αυτόν είναι το πραγματικό στοίχημα — και μια υπόθεση ζωής και θανάτου!