Διονύσης Ελευθεράτος
Ενας χρόνος αφότου μας άφησε ο Γιώργος, καμία «ψύχραιμη σκέψη» δεν δείχνει λιγότερο δύσκολο –από όσο τότε– να εκφραστεί ή να ιεραρχηθεί ως χαρακτηριστικότερη για την προσωπικότητά του. Δεν είναι μόνο η συγκίνηση που αδυνατεί να απέλθει, όταν αναφερόμαστε στον Γιώργο. Είναι κυρίως η σπάνια προσωπικότητά του, τα τόσα σημαντικά στοιχεία που τη συνέθεταν, η παράμετρος που δεν σ’ αφήνει να αποφασίσεις τι θα προτάξεις και τι όχι. Και τελικά σε υποχρεώνει να σταματήσεις να το προσπαθείς…
Τι να ξεχωρίσεις; Απίστευτη ευρυμάθεια, δίπλα στην καλώς νοούμενη πολιτική λαϊκότητα. Ένας μελετητής που αντιλαμβανόταν τόσα διαβάζοντας και πίσω από τις αράδες της Λε Μοντ, της Ελ Παΐς, του Εκόνομιστ, της Φρανκφούρτερ Αλγκεμάινε, του Σπίγκελ, των Τάιμς και ο οποίος, έπειτα από μια κοπιαστική, μεσημβρινή «ακτινογράφηση» των διεθνών εξελίξεων, θυσίαζε πρόθυμα το όποιο διάλλειμα θα μπορούσε να έχει (ακόμη και για τις αναγκαίες ανάσες), εάν κάποιος νεότερος συνάδελφός του χρειαζόταν συμβουλές ή κάποια επείγουσα βοήθεια. Η παροιμιώδης ευγένεια, πλάι στην απόλυτη περιφρόνηση προς οτιδήποτε απέπνεε βρωμιά, «γλείψιμο», ρουφιανιά — στοιχεία που ποτέ δεν σπάνιζαν στο «σινάφι» της «4ης εξουσίας». Όχι, δεν είναι να προτάσσεις κάτι και να αφήνεις κάτι άλλο. Ο Γιώργος ήταν όλα αυτά –και άλλα πολλά– μαζί.
Πέρασε ένας χρόνος, λοιπόν… Προσωπικά, σ’ αυτό το διάστημα αναζήτησα στο Ίντερνετ μερικά ακόμη κείμενα του Γιώργου, είτε για να επιβεβαιώσω κάτι που μισο-θυμόμουν είτε γιατί χρειαζόμουν ακρίβεια στοιχείων, είτε, είτε… Κι είναι βέβαιο ότι και στο μέλλον θα ψάξω — και προφανώς δεν θα είμαι ο μόνος. Κι ας πρόκειται για κείμενα γραμμένα και 10-14 χρόνια πριν. Διότι, όταν ο Γιώργος συνόψιζε σε ένα κείμενο 400 λέξεων, για παράδειγμα, τη δραματική αλλαγή στην αναλογία οικονομικά ενεργού και ανενεργού πληθυσμού, αυτή που συντελέστηκε στην ελληνική κοινωνία μέσα σε 2-3 «μνημονιακά» χρόνια, δεν γνωστοποιούσε κάποιο στοιχείο του οποίου η εμβέλεια, το βάθος και οι επιπτώσεις θα εξέπνεαν σε λίγο καιρό. Κι όταν περιέγραφε πώς ακριβώς η γερμανική Βελτ ομολογούσε ότι ήταν παραμύθια της Χαλιμάς τα περί δουλευταράδων Γερμανών και τεμπέληδων Νοτιοευρωπαίων (τότε που είδε η εφημερίδα τα στοιχεία της Γιούροστατ για τις ώρες εργασίας, τον χρόνο διακοπών και αδειών στην Ευρώπη), ο Γιώργος μας προσέφερε κάτι χρήσιμο στο διηνεκές. Και τόσα ακόμη…
Μοιάζει με πικρή ειρωνεία: Αναζητάμε και θα αναζητάμε κείμενα του Γιώργου στο Ίντερνετ, με το οποίο ο ίδιος δεν ήθελε να έχει σχέση… Ούτε για να αμυνθεί. Κάποτε του είπαμε 2-3 φίλοι πως στο Διαδίκτυο τον είχαν «περιλάβει» διάφοροι και «έβγαζαν» μπόλικο μένος εναντίον του. Ρώτησε τι περίπου έγραφαν κι άκουσε την απάντηση αδιάφορα. Μάλλον και την ερώτηση την έκανε… από ευγένεια, για να μη δείξει ότι θεωρούσε άνευ νοήματος την ενημέρωση. Τον ρωτήσαμε αν σκόπευε να απαντήσει με κάποιον τρόπο, τουλάχιστον σε εκείνα τα σχόλια που διαστρέβλωναν γεγονότα. Γέλασε καλοσυνάτα και απάντησε: «Το Ίντερνετ είναι είδος σύγχρονου καφενείου. Στο καφενείο καθένας δικαιούται να πιει ούζο, να παίξει χαρτιά ή τάβλι και να πει ό,τι του κατέβει. Δεν θα χαλάσω εγώ τον κανόνα ούτε θα ασχοληθώ. Δεν έχει νόημα…».
Τον Γιώργο τον γνώρισα το 1986-87 στην εφημερίδα Πρώτη, όταν έκανα τα πρώτα μου βήματα στην επαγγελματική δημοσιογραφία. Καταδεκτικός, πρόθυμος να συζητήσει οτιδήποτε και πολύ υπομονετικός, όταν του ζητούσες να σε μυήσει στη μεθοδολογία που θα σε βοηθούσε να εμβαθύνεις στα διεθνή. Ξαναβρεθήκαμε το 1992 στο Πριν. Και τότε επιβεβαιώθηκαν πλήρως όσα πρόλαβα να διαπιστώσω στη δεκαετία του ‘80. Σπάνια «πάστα» ανθρώπου, δημοσιογράφου, αριστερού. Το διαπιστώσαμε όλοι οι νεότεροι φίλοι, σύντροφοι, συνεργάτες του και επωφεληθήκαμε τόσο πολύ…
Αναρωτιέμαι, Γιώργο, πόσο κατατοπιστικά κείμενα θα μας χάριζες, αυτήν την εποχή, για το Αφγανιστάν, το AUKUS, τις ΗΠΑ… Μας λείπει η αναλυτική διεισδυτικότητά σου, μας λείπει η παρουσία σου. Ευτυχώς, είναι εδώ τα βιβλία και τα κείμενά σου. Και, να ξέρεις, θα συνεχίσουμε να τ’ αναζητάμε και στο Ίντερνετ, που τόσο σνομπάριζες. Συμπάθα μας γι’ αυτό — δες το σαν αστειάκι. Σαν κι αυτά που κάναμε στην Καποδιστρίου, τις Παρασκευές, όταν «έκλεινε η ύλη» και είχαμε χρόνο …