Γιώργος Παυλόπουλος
Η «στρατηγική εταιρική σχέση» αποτελεί επιστέγασμα των συμφωνιών που είχαν συνάψει τα τελευταία χρόνια οι κυβερνήσεις Καραμανλή και Τσίπρα με το Παρίσι.
Προάγγελο εμπλοκής σε πολεμικές συρράξεις και μεγάλων δεινών αποτελεί για τον ελληνικό λαό η συμφωνία που υπέγραψαν Μητσοτάκης και Μακρόν. Όχι μόνο επειδή θα φορτωθεί το κόστος και για το νέο (μετά τα Ραφάλ) «πακέτο» των εξοπλισμών, σε μια στιγμή που τα δημόσια συστήματα υγείας, εκπαίδευσης και μεταφορών έχουν «γονατίσει» από τις ελλείψεις και την υποχρηματοδότηση. Αλλά και διότι εμπλέκει άμεσα τη χώρα στις επιθετικές επιδιώξεις του Παρισιού.
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κείμενο – το οποίο περιγράφει καθαρά μια «στρατηγική εταιρική σχέση» – επαναλαμβάνεται πολλές φορές ο όρος «αμοιβαίο συμφέρον». Γίνεται, επίσης, λόγος για «συμφέροντα ασφαλείας που συνδέονται στενά μεταξύ τους» και για «προώθηση της ασφάλειας και της ευημερίας σε περιοχές κοινού ενδιαφέροντος», στις οποίες μάλιστα γίνεται ονομαστική αναφορά: Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Αφρική και Βαλκάνια.
Ανάμεσα δε σε όλα τα άλλα, στο Άρθρο 18 προβλέπεται ότι η συνεργασία μπορεί να λάβει και την εξής μορφή: «Συμμετοχή σε κοινές αναπτύξεις δυνάμεων ή αναπτύξεις σε θέατρα επιχειρήσεων προς υποστήριξη κοινών συμφερόντων, όπως, για παράδειγμα, τις υπό γαλλική διοίκηση επιχειρήσεις στο Σαχέλ».
Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Ότι, πολύ απλά, σύντομα μπορούμε να δούμε ελληνικές ειδικές δυνάμεις ή αεροπλάνα (ίσως τα νέα που μας πουλά ο Μακρόν) να παίρνουν μέρος σε συγκρούσεις στη συγκεκριμένη περιοχή της Αφρικής ή και σε άλλες. Όπου, δηλαδή, η γαλλική αστική τάξη κρίνει ότι έχει συμφέροντα, τα οποία πλέον βαφτίζονται «κοινά» με την ελληνική.
Αποδεικνύει, επίσης, ότι οι «αγορές του αιώνα» γίνονται με κριτήριο όχι τις εξελίξεις στο Αιγαίο και την «άμυνα» της χώρας, αλλά την ικανότητά τους να λαμβάνουν μέρος σε πιο μακρινές αποστολές και σε πολεμικά θέατρα που διόλου δεν αφορούν την Ελλάδα.
Παράλληλα, η Αθήνα δεσμεύεται ρητά ότι θα στηρίξει ενεργά το σχέδιο του Μακρόν για τη συγκρότηση της αποκαλούμενης «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Ένωσης». Αυτής που με τον ευρωστρατό της θα μπορεί να παρεμβαίνει διεθνώς, με στόχο να επιβάλει τις επιδιώξεις του κεφαλαίου της ΕΕ.
Το αντάλλαγμα που δίνει το Παρίσι δεν είναι φυσικά αμελητέο και εξυπηρετεί την Αθήνα στον ανταγωνισμό της με την Τουρκία: «Τα Μέρη παρέχουν το ένα στο άλλο βοήθεια και συνδρομή με όλα τα κατάλληλα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, κι εφόσον υφίσταται ανάγκη με τη χρήση ένοπλης βίας, εάν διαπιστώσουν από κοινού ότι μία ένοπλη επίθεση λαμβάνει χώρα εναντίον της επικράτειας ενός από τα δύο».
Και κάτι τελευταίο, για να αποδειχθεί πως όσο και να τσακώνονται στη βουλή τα κόμματα της αστικής εξουσίας, η εξωτερική τους πολιτική έχει συνέχεια: Η συμφωνία αποδίδει τα εύσημα στις προηγούμενες ελληνικές κυβερνήσεις που έθεσαν τη βάση για την υπογραφή αυτής της – επιθετικής και επικίνδυνης – στρατηγικής συμφωνίας.
Για του λόγου το αληθές, γίνεται αναφορά στην κοινή διακήρυξη της 6ης Ιουνίου 2008, όταν πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Κώστας Καραμανλής, αλλά και στη διακήρυξη για τη στρατηγική εταιρική σχέση για το μέλλον της 23ης Οκτωβρίου 2015, καθώς και τον οδικό χάρτη της 3ης Ιουνίου 2016, όταν στο Μέγαρο Μαξίμου βρισκόταν ο Αλέξης Τσίπρας…