Σημαντική και αξιοσημείωτη είναι, αναμφίβολα, η επίδοση που σημείωσε στις εκλογές οι οποίες έγιναν στις 13/9 στη Νορβηγία το Κόκκινο Κόμμα — ένα σχήμα που προέκυψε το 2007 από τη συγχώνευση του Εργατικού Κομμουνιστικού Κόμματος με την Κόκκινη Εκλογική Συμμαχία (στη συγκρότηση της οποίας είχε πρωταγωνιστήσει).
Συγκεκριμένα, με 140.000 ψήφους και ποσοστό 4,7% κατάφερε να εκλέξει 8 βουλευτές, έναντι μόλις ενός στην προηγούμενη βουλή, όταν είχε πάρει 70.000 ψήφους και 2,4% — και κανενός στις εκλογές του 2013, όπου έλαβε 31.000 ψήφους και 1,1%. Έτσι, συνεχίζει τη δυναμικά ανοδική του πορεία, που αποτυπώνει και μια ενισχυόμενη τάση στην κοινωνία μιας από τις πιο πλούσιες χώρες της Ευρώπης. Μια τάση με κομμουνιστική αναφορά –αν και στις πολιτικές θέσεις του Κόκκινου Κόμματος το συγκεκριμένο στίγμα έχει ατονήσει– και ξεκάθαρη θέση τόσο κατά της ΕΕ και της ένταξης της Νορβηγίας σε αυτήν όσο και κατά της χορήγησης νέων αδειών για εξόρυξη υδρογονανθράκων.
Αξίζει να σημειωθεί, μάλιστα, ότι η παραπάνω επίδοση σημειώθηκε σε μια στιγμή που οι Εργατικοί και οι σύμμαχοί τους (Σοσιαλιστές και Κεντρώο Κόμμα) είχαν θέσει ως πολιτικό στόχο την απομάκρυνση της Δεξιάς από την κυβέρνηση. Ωστόσο, το δίλημμα της χαμένης ψήφου δεν έπιασε και η ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική και αιρετική φωνή του Κόκκινου Κόμματος θα ακουστεί πολύ πιο δυνατά.
Η αλήθεια, μάλιστα, είναι ότι το τελικό αποτέλεσμα το απαλλάσσει (θεωρητικά τουλάχιστον) και από το δίλημμα της στήριξης ή όχι της νέας κυβέρνησης των Εργατικών, καθώς με τους δύο προαναφερθέντες συμμάχους τους οι τελευταίοι διαθέτουν ήδη πλειοψηφία 89 εδρών στην 169μελή βουλή. Κάτι ανάλογο ισχύει και για τους Πράσινους, οι οποίοι επίσης ενισχύθηκαν, λαμβάνοντας 3,9% και 3 έδρες, έναντι 3,2% και μίας έδρας στις εκλογές του 2017.