Ανοιχτές παραμένουν οι πληγές του Λιβάνου, ένα χρόνο μετά την καταστροφική έκρηξη στη Βηρυτό. Ευθύνες δεν έχουν αποδοθεί ακόμη, η χώρα βυθίζεται σε μια οικονομική, κοινωνική και πολιτική κρίση, και η διαφθορά καλά κρατεί. Ο Λίβανος καταρρέει συμπαρασύροντας μαζί του τους πιο φτωχούς και τους αρρώστους, με τον ΟΗΕ να σημειώνει ότι ένας στους δύο Λιβανέζους ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Το πολιτικό αδιέξοδο, στο οποίο συνέβαλε και η άρνηση του Σαάντ Χαρίρι να σχηματίσει κυβέρνηση, παρέλυσε τη χώρα, καθώς ο Πρόεδρος της δημοκρατίας δεν έχει καμιά εξουσία, ενώ οι ηγεσίες των πολιτικών κομμάτων και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία ενδιαφέρονται για τα προσωπικά τους συμφέροντα και εκείνα της θρησκευτικής κοινότητας που εκπροσωπούν. Την Παρασκευή ο διορισμένος πρωθυπουργός του Λιβάνου Νατζίμπ Μικάτι ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει στο σχηματισμό κυβέρνησης. Πρόκειται για την πρώτη κυβέρνηση στη χώρα μετά από 13 μήνες ουσιαστικής ακυβερνησίας από τον Αύγουστο του 2020.
Η λιβανέζικη λίρα υποτιμήθηκε κατά 20% έναντι του δολαρίου, με συνέπεια τη δραστική μείωση της αγοραστικής δύναμης των κατοίκων. Η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος γίνεται με δελτίο, η πανδημία σαρώνει, χωρίς δυνατότητα πρόσβασης στην περίθαλψη, ενώ τα μέτρα αντιμετώπισής της οδήγησαν στο κλείσιμο πολλών επιχειρήσεων και στην αύξηση της ανεργίας.
Οι προσπάθειες του λαού, όλο το προηγούμενο διάστημα, να διαδηλώσει και να εξεγερθεί έχουν κατασταλεί, ενώ η αντιπολίτευση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη.
Οι διεθνείς πολιτικές παρεμβάσεις (Αμερικανών, Γάλλων, Ρώσων, Τούρκων, Σαουδαράβων, Αιγυπτίων) προσπαθούν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα στη χώρα, γεγονός που εξηγεί την αδυναμία των Λιβανέζων ιθυνόντων να πάρουν ανεξάρτητες αποφάσεις, με τη διεθνή κοινότητα να καθορίζει ένα σχέδιο οικονομικής βοήθειας από το ΔΝΤ.
Αυτή η κατάσταση δεν έχει αντίκτυπο μόνο στον λιβανέζικο λαό αλλά και στους 880.000 Σύριους και 180.000 παλαιστίνιους πρόσφυγες που ζουν στη χώρα.