Γιώργος Παυλόπουλος
Η Αριστερά έχασε σχεδόν τη μισή της δύναμη, καθώς «λεηλατήθηκε» από το SPD και τους Πράσινους, με αποτέλεσμα να βρεθεί κάτω από το όριο του 5% και να εξασφαλίσει εμμέσως την είσοδό της στη βουλή.
(Φωτό: Η συμπρόεδρος της Die Linke Τζανίν Γουίσλερ μαζί με τον επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματος Ντίτμαρ Μπαρτς λίγο μετά την ανακοίνωση των πρώτων συγκεντρωτικών αποτελεσμάτων)
Ποιος είναι ο νικητής των εκλογών στη Γερμανία; Ουσιαστικά κανείς. Ούτε καν οι Σοσιαλδημοκράτες του Σολτς που έφτασαν να πανηγυρίζουν με το 25-26% που πήραν και οι Πράσινοι της Μπέρμποκ, οι οποίοι από εκεί που διεκδικούσαν την καγκελαρία, αναδείχτηκαν τρίτοι και καταϊδρωμένοι με κάτω από 15%. Και σαν να μην έφτανε αυτό, αμφότεροι είναι πρακτικά δέσμιοι των (νεο)Φιλελεύθερων Δημοκρατών, στην προσπάθειά τους να σχηματίσουν την επόμενη κυβέρνηση.
Και ποιοι είναι οι χαμένοι των εκλογών; Σχεδόν όλοι οι υπόλοιποι, με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους εταίρους τους, Βαυαρούς Χριστιανοκοινωνιστές, να βρίσκονται σε κατάσταση σοκ. Το ίδιο συμβαίνει όμως και με το κόμμα της Αριστεράς, το οποίο κυριολεκτικά λεηλατήθηκε από SPD και Πράσινους. Με αποτέλεσμα να χάσει σχεδόν τη μισή του δύναμη σε σύγκριση με το 2017 και μην πιάσει καν το όριο του 5% που απαιτείται τυπικά για είσοδο στη Βουλή.
Βεβαίως, η Αριστερά θα είναι παρούσα και στο νέο κοινοβουλευτικό σκηνικό, χάρη σε μια διάταξη του γερμανικού εκλογικού νόμου η οποία παρακάμπτει το όριο του 5% σε περίπτωση που ένα κόμμα καταφέρει να εκλέξει τουλάχιστον τρεις βουλευτές απευθείας σε ισάριθμες περιφέρειες. Θα είναι, όμως, πρακτικά απούσα από τις κοινωνικές αναζητήσεις και αγωνίες, από τους αγώνες της επόμενης ημέρας, καθώς είναι φανερό ότι δεν πείθει με τη στάση και τις θέσεις της.
Πρόθυμος εταίρος εξαρχής
Και γιατί να πείσει, άλλωστε; Το πολιτικό μόρφωμα που «διαδέχθηκε» το Ενιαίο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας, για να πλαισιωθεί στη συνέχεια από τους υπό τον Όσκαρ Λαφοντέν αριστερούς διαφωνούντες του SPD, ουσιαστικά δεν κατάφερε ποτέ να αποκτήσει βαθιές ρίζες στη Δυτική Γερμανία. Η ισχύς του παρέμεινε επικεντρωμένη στα ανατολικά κρατίδια, όπου οφειλόταν κυρίως στην αρχή της «κληρονομικότητας», της συνήθειας και της συνέχειας.
Η ηγεσία του γρήγορα κατέστησε σαφές ότι επεδίωκε να γίνει οργανικό τμήμα του αστικού πολιτικού σκηνικού και δήλωσε πρόθυμη η Αριστερά να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, ακόμη και σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Το έχει κάνει δε ήδη σε αρκετά κρατίδια – είναι χαρακτηριστικό ότι σήμερα συγκυβερνά με το SPD και τους Πράσινους σε 3 από τα συνολικά 16: Βερολίνο, Βρέμη και Θουριγγία – και μάλιστα, στην τελευταία ασκεί και την πρωθυπουργία.
Έφτασε μέχρι και στο σημείο να «φλερτάρει» με ακροδεξιές και ξενοφοβικές θέσεις, ειδικά μετά την προσφυγική κρίση του 2015-’16, όταν διαπίστωσε ότι πολιορκείται και από την ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία. Ήταν κάτι που, όπως ίσως θα θυμούνται πολλοί, είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, στο επίκεντρο των οποίων βρισκόταν η Σάρα Βάγκενκνεχτ.
Ειδικά δε ενόψει αυτών των εκλογών, η ηγεσία της Αριστεράς είχε διαμηνύσει εξαρχής ότι πρόθεσή της ήταν να συγκυβερνήσει με τον Σολτς και την Μπέρμποκ, για «να φύγει η Δεξιά». Να γίνει, δηλαδή, ο μικρός εταίρος σε μια κυβέρνηση της οποίας θα ηγούνταν ο υπουργός Οικονομικών της απερχόμενης κυβέρνησης της «δεξιάς» Μέρκελ…
Για ποιο λόγο, λοιπόν, να επιλέξουν την Αριστερά οι Γερμανοί, οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, κυρίως οι νέοι; Γιατί να μην ρίξουν την ψήφο τους απευθείας στα κόμματα που δεν υποκρίνονται για τις θέσεις τους, φορώντας ένα αριστερό μανδύα πάνω από τη δίψα για συμμετοχή στην επόμενη κυβέρνηση του κεφαλαίου;