Παναγιώτης Ξοπλίδης
Η επικράτηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν ήταν μια στρατιωτική και κυρίως πολιτική ήττα για τις ΗΠΑ και τη γεωπολιτική στρατηγική τους. Σειρά δημοσιευμάτων παραλληλίζουν τις εικόνες από το αεροδρόμιο της Καμπούλ με αυτές της πτώσης της Σαϊγκόν, ενώ πολλοί μιλούν για το «τέλος του αμερικάνικου αιώνα». Και οι δύο αναφορές φωτίζουν μόνο πλευρές της κατάστασης.
Η πτώση της Σαϊγκόν ήταν η τελευταία πράξη των μεγάλων αντιαποικιακών, εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων με σοσιαλιστική κατεύθυνση. Οι λαοί στρατεύτηκαν υπό τις σημαίες όχι μόνο της εθνικής απελευθέρωσης αλλά και της κοινωνικής. Στη Δύση, την ίδια εποχή, υπήρξε επίσης μια συγκλονιστική λαϊκή κινητοποίηση, με ένα αντιπολεμικό κίνημα που αμφισβήτησε συνολικά το καπιταλιστικό σύστημα. Σήμερα, η νίκη των Ταλιμπάν αποτυπώνει την ισχυρή παρουσία αντιδραστικών σκοταδιστικών δυνάμεων, μια τάση όμως που αφορά ολόκληρο τον πλανήτη και όχι μόνο τον ισλαμικό κόσμο, όπως προβάλλουν συστημικοί αναλυτές και πολλοί προοδευτικοί που επικρότησαν τις «ανθρωπιστικές» επεμβάσεις. Η θρησκεία έχει επιστρέψει ως βασικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, ο νεοσυντηρητισμός θεριεύει, η ακροδεξιά γίνεται βασική πολιτική δύναμη, επιβάλλοντας την ατζέντα της, ο ανορθολογισμός αμφισβητεί ακόμα και τις κατακτήσεις του Διαφωτισμού. Ο σύγχρονος ολοκληρωτικός καπιταλισμός έχει ανάγκη όλα αυτά για να επιβιώσει και οι Ταλιμπάν δεν είναι ένα «ιστορικό ατύχημα», αλλά προϊόν της εποχής μας.
Ο «αμερικανικός αιώνας» ενδεχομένως να φτάνει στο τέλος του, τουλάχιστόν με τη μορφή που είχε μέχρι πρόσφατα, ωστόσο η άνοδος της Κίνας και της Ρωσίας δεν σηματοδοτούν την ενίσχυση αντιιμπεριαλιστικών αγώνων και πολύ περισσότερο κοινωνικών ρευμάτων με προοδευτικό πρόσημο. Για να ανατραπούν τα πολεμικά σχέδια όλων των ιμπεριαλιστικών και καπιταλιστικών δυνάμεων, είναι απαραίτητο ένα νέο κομμουνιστικό ρεύμα που θα αμφισβητήσει συνολικά όχι μόνο τον γεωστρατηγικό ανταγωνισμό αλλά θα δώσει και πνοή σε ένα νέο αναγκαίο κίνημα εργατικού διαφωτισμού, ενάντια στον σκοταδισμό και τον ανορθολογισμό.
20 χρόνια κομμάτια
Σχεδόν 20 χρόνια μετά την 11η Σεπτέμβρη 2001, οι Ταλιμπάν επέστρεψαν θριαμβευτές στην Καμπούλ. Η επικράτησή τους, μάλιστα, έγινε ταχύτατα και αναίμακτα, χωρίς αντίσταση από τον κυβερνητικό στρατό του καθεστώτος-μαριονέτα του πρώην προέδρου Γκάνι. Η νίκη τους ήταν αναμενόμενη. Ενώ διεξάγονταν συνομιλίες στη Ντόχα του Κατάρ με τη συμμετοχή τους, οι Ταλιμπαν φρόντισαν να οργανώσουν ξανά τον στρατό τους — είχαν ελέγξει το μεγαλύτερο μέρος της υπαίθρου και τις τελευταίες δύο εβδομάδες προχώρησαν απλά σε είσοδο στις πρωτεύουσες των επαρχιών και στην Καμπούλ. Αντίθετα, ο κυβερνητικός στρατός ελάχιστη πραγματική δύναμη είχε εκτός της πρωτεύουσας, παρά τον πανάκριβο νατοϊκό εξοπλισμό. Μεγαλύτερη ισχύ είχαν οι τοπικοί πολέμαρχοι που όμως αλλάζουν εύκολα στρατόπεδο με εξαγορά ή με υπόσχεση ότι θα συνεχίσουν τον έλεγχο παραγωγής οπίου με τη διαχρονική διευκόλυνση των ΗΠΑ και Πακιστάν.
Η προεδρία του Ασράφ Γκάνι, ενός τεχνοκράτη με θητεία στο ΔΝΤ, για την πλειοψηφία των Αφγανών ήταν συνώνυμη της διαφθοράς. Στα 20 χρόνια της κατοχής, οι κοινωνικές ανισότητες αυξήθηκαν, καθώς η χρηματοδότηση των ΗΠΑ διοχετεύτηκε σε μια ελίτ γύρω από τις κυβερνήσεις Καρζάι και Γκάνι, στους συνεργάτες των κατοχικών στρατευμάτων, στους υπαλλήλους των ΜΚΟ. Για τους φτωχούς η ρητορική των Ταλιμπάν για δικαιοσύνη χωρίς διαφθορά, ακόμα και αν αυτή έχει το πρόσωπο της σαρία, δεν ηχεί λιγότερο ευπρόσδεκτη από όσα έβλεπαν στα 20 χρόνια κυριαρχίας των φιλοδυτικών δυνάμεων.
Κανένα αντάρτικο στον κόσμο δεν έχει επικρατήσει χωρίς τη νομιμοποίηση της κοινωνικής πλειοψηφίας. Το 2001 οι Ταλιμπάν ήταν εθνικό κίνημα της φυλής των Παστούν, της μεγαλύτερης της χώρας, αλλά μικρότερης του 50% του πληθυσμού. Οι ισχυρές μειονότητες Ουζμπέκων και Τατζίκων όχι μόνο δεν συντάχθηκαν τότε μαζί τους, αλλά με τη μορφή της Βόρειας Συμμαχίας διατήρησαν τον έλεγχο μεγάλου μέρους της χώρας με τη βοήθεια όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά και των ομοεθνών πρώην σοβιετικών δημοκρατιών. Οι εμφύλιοι πόλεμοι στο Αφγανιστάν είναι πάντα και εθνοτικοί, ενώ το Πακιστάν, που έχει στο εσωτερικό του επίσης μια σημαντική κοινότητα Παστούν, είναι διαχρονικά ο δημιουργός και χρηματοδότης των ισλαμιστικών οργανώσεων στο Αφγανιστάν. Οι πακιστανικές μυστικές υπηρεσίες και τα ιεροσπουδαστήρια στα σύνορα των δύο χωρών ήταν οι τροφοδότες των αντι-σοβιετικών Μουτζαχεντίν και στη συνέχεια των Ταλιμπάν. Η αποχώρηση των Ταλιμπάν μετά τη νατοϊκή εισβολή το 2001, ήταν σε μεγάλο βαθμό μια συμφωνία που επιτεύχθηκε με τη βοήθεια του Πακιστάν. Οι Ταλιμπάν είχαν αποχωρήσει συντεταγμένα, μεγάλο μέρος τους πέρασε στο έδαφος του Πακιστάν και πολλοί παρέμειναν στο Αφγανιστάν, οργανώνοντας μια χαμηλής έντασης αντίσταση των Παστούν. Τα τελευταία χρόνια, όμως, όλο και περισσότεροι Ουζμπέκοι και Τατζίκοι εντάσσονταν στους Ταλιμπάν, οι οποίοι φρόντισαν να εμφανίζονται ως εκφραστές της ενότητας όλων των μουσουλμάνων, χωρίς εθνικές και θρησκευτικές διαιρέσεις. Αυτή η τακτική είχε αποτελέσματα, όπως, για παράδειγμα, με την εύκολη επικράτηση έναντι πολέμαρχων, όπως ο Ντόστουμ που διέφυγε στο Ουζμπεκιστάν εγκαταλείποντας το χρυσό παλάτι του. Η μοναδική εθνότητα που συνεχίζει να αντιστέκεται είναι οι Χαζάρα, μια ορεσίβια σιιτική φυλή. Μια συμμαχία τους με απομεινάρια κάποιων φιλοδυτικών φυλάρχων είναι η μόνη πιθανή απειλή στην ολοκληρωτική επικράτηση των Ταλιμπάν. Ωστόσο, ακόμα και το σιιτικό Ιράν, όπως και όλες οι γειτονικές χώρες, φαίνεται ότι επιθυμεί σήμερα μια σταθερή εξουσία στην Καμπούλ.
Μακροπρόθεσμα επικίνδυνη μπορεί να γίνει η εμφάνιση του ISIS. Ο θρησκευτικός σκοταδισμός είναι ένα βαρέλι δίχως πάτο και η προσπάθεια της νέας κυβέρνησης των Ταλιμπάν να εμφανιστούν ως μια αξιόπιστη, συνεργάσιμη δύναμη αφήνει χώρο σε μια πιο αντιδραστική «αντιπολίτευση». Ο ISIS είχε εμφανιστεί εδώ και χρόνια στο Αφγανιστάν και το Πακιστάν με επιθέσεις σε σιίτες και χριστιανούς και όχι κατά δυτικών στόχων και η πολύνεκρη επίθεση στο αεροδρόμιο της Καμπούλ αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων εμφύλιων συρράξεων. Η απάντηση των Αμερικανών, η τελευταία τους ενέργεια πριν την αποχώρηση από το αεροδρόμιο, προκάλεσε τον θάνατο μιας 10μελούς οικογένειας, ένα ακόμα «λάθος», όπως αυτά που άφησαν χιλιάδες νεκρούς αμάχους στα 20 χρόνια της κατοχής.
Η ακραία πόλωση και η ανικανότητα της άρχουσας τάξης να απορροφήσει τους κραδασμούς της κρίσης είναι η βασική αιτία της πτώσης της επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών Αμερικής στον πλανήτη
Το αιματοκύλισμα του αφγανικού λαού κάνει υποκριτική κάθε συζήτηση περί «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων. Η σωτηρία των Αφγανών γυναικών χρησιμοποιήθηκε για τη δικαιολόγηση της εισβολής και της κατοχής από προοδευτικούς κύκλους στις ΗΠΑ (ακόμα και από τον Μπέρνι Σάντερς το 2001) που συνέπλευσαν με τα γεράκια του Πενταγώνου. Στο πρόσωπο της Χίλαρι Κλίντον οι δύο πλευρές ταυτίστηκαν πλήρως. Ο σύζυγος της βέβαια, επί της προεδρίας του στη δεκαετία του ’90, έκλεινε συμφωνίες με τους Ταλιμπάν για τη διέλευση αγωγών, ενώ οι Αφγανές γυναίκες εκείνη την περίοδο δεν μπορούσαν να βγουν ούτε έξω από το σπίτι τους. Ο προοδευτικός Ομπάμα οργάνωσε τη διάλυση της Λιβύης και της Συρίας, δημιουργώντας τις συνθήκες εξάπλωσης του ISIS από το Μάλι ως την Υεμένη. Οι γυναίκες δεν κινδυνεύουν μόνο από την έλλειψη εκπαίδευσης και απασχόλησης (που αφορούσε έτσι κι αλλιώς μια μικρή μειοψηφία), αλλά και από την απόλυτη φτώχεια, την πείνα, τη μετανάστευση, τους βομβαρδισμούς των αμάχων. Η τύχη δεκάδων χιλιάδων γυναικών που σκοτώθηκαν, τραυματίστηκαν, έμειναν άστεγες από τις «ανθρωπιστικές» βόμβες, έμεινε στο σκοτάδι για 20 χρόνια. Η νέα κυβέρνηση των Ταλιμπάν προσπαθεί να εξωραΐσει την εικόνα της κάνοντας λόγο για σεβασμό βασικών δικαιωμάτων των γυναικών. Έχουν μάθει το παιχνίδι των μηχανισμών προπαγάνδας (π.χ. με τη συνέντευξη σε γυναίκα δημοσιογράφο), δείχνοντας ότι είναι ανοιχτοί για συνεργασία ακόμα και με τις ΗΠΑ.
Το δράμα του λαού κάνει υποκριτική κάθε συζήτηση περί «ανθρωπιστικών» επεμβάσεων
Η πτώση της αμερικανικής ισχύος δεν έχει να κάνει όμως κυρίως με τη γεωπολιτική. Το 2001, το 90% των Αμερικανών ενέκρινε την εισβολή. Σήμερα, το 62% ενέκρινε την ολική αποχώρηση και μόλις το 29% ήταν αντίθετο. Η τάση αυτή δεν τροφοδοτήθηκε από κάποιο ρωμαλέο αντιπολεμικό κίνημα, αλλά είναι προϊόν της βαθιάς κοινωνικής και οικονομικής κρίσης στις ΗΠΑ. Η βάση της εργατικής τάξης, είτε στρέφεται στον Τραμπ είτε στην αριστερή τάση των Δημοκρατικών, συμφωνεί με το τέλος της εμπλοκής σε συνεχείς πολέμους. Το ίδιο και τα μέλη των φυλετικών μειονοτήτων αλλά και των αγροτικών οικογενειών, που είναι οι βασικοί αιμοδότες του αμερικανικού στρατού. Η ακραία πόλωση και η ανικανότητα της άρχουσας τάξης να απορροφήσει τους κραδασμούς της κρίσης είναι η βασική αιτία της πτώσης της επιρροής των ΗΠΑ στον πλανήτη.