Παναγιώτης Μαυροειδής
▸Μετά την ήττα στο Αφγανιστάν, στρέφονται στη σύγκρουση με την Κίνα
Η ντροπιαστική ήττα της ισχυρότερης χώρας του κόσμου στο Αφγανιστάν από τους ξυπόλυτους πρώην συμμάχους της, φανερώνει άραγε μια κάποια δύση της ηγεμονίας των ΗΠΑ ή την είσοδο σε μια νέα στρατηγική από μεριάς της ηγέτιδας δύναμης του καπιταλιστικού κόσμου; Ή μήπως και τα δύο; Από τους διθυράμβους για τον «Αμερικανικό Αιώνα» στην όξυνση των ανταγωνισμών.
‘Ηταν Φεβρουάριος του 1998, όταν η τότε υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μαντλίν Ολμπράιτ, δήλωνε: «Εάν πρέπει να χρησιμοποιήσουμε βία, είναι επειδή είμαστε Αμερική. Είμαστε το απαραίτητο έθνος. Στεκόμαστε ψηλά και βλέπουμε πιο μακριά από άλλες χώρες στο μέλλον και έτσι βλέπουμε τον κίνδυνο εδώ για όλους μας». Ίσως η φράση αυτή να αποδίδει καλύτερα από οτιδήποτε το ρόλο των ΗΠΑ στον 20ο αιώνα, που πολλοί βιάστηκαν να καταχωρήσουν ως τον «Αμερικάνικο αιώνα». Η επομένη της λήξης του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, σηματοδότησε την αυγή της αμερικάνικης ηγεμονίας. Συμβολικά και φαινομενικά, το μεσουράνημα αυτής της πολιτικο-στρατιωτικής και οικονομικής κυριαρχίας, συμπίπτει με την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ το 1991. Σήμερα η ντροπιαστική ήττα της ισχυρότερης χώρας του κόσμου στο Αφγανιστάν από τους ξυπόλυτους πρώην συμμάχους της, φανερώνει άραγε μια κάποια δύση της ηγεμονίας των ΗΠΑ ή την είσοδο σε μια νέα στρατηγική από μεριάς της ηγέτιδας δύναμης του καπιταλιστικού κόσμου; Ή μήπως και τα δύο;
Στην πραγματικότητα, αν μιλήσουμε με όρους οικονομίας τα θεμέλια αυτής της ηγεμονίας άρχιζαν να παρουσιάζουν ρωγμές ήδη από τη δεκαετία του ‘60 με τα ποσοστά κέρδους των αμερικάνικων εταιρειών να πέφτουν, ενώ άρχιζαν να εμφανίζονται εμπορικά πλεονάσματα σε ένα περιβάλλον ανόδου του Γαλλο-Γερμανικού άξονα και της Ιαπωνίας.
Η ταπεινωτική ήττα στο Βιετνάμ με την πτώση της Σαϊγκόν το 1975 στα χέρια των κομμουνιστών της χώρας, φανέρωσε τα προβλήματα. Ο Βιετναμέζικος λαός πραγματοποιούσε έναν άθλο χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Από μία άποψη φαινόταν ωστόσο να μη διαταράσσεται η αμερικάνικη κυριαρχία στη συνέχεια. Με κύριο άξονα την «αναχαίτιση του κομμουνισμού», η άκρως επιθετική, ιμπεριαλιστική, πολεμική στρατηγική των ΗΠΑ, οδήγησε σε λουτρό αίματος σε δεκάδες χωρών σε όλο τον κόσμο. Μόλις 15 χρόνια περίπου αργότερα φαινόταν να πετυχαίνει την «τερματική» της νίκη σε βάρος του «σιδηρού παραπετάσματος».
Η ρητορική των ΗΠΑ όλα αυτά τα χρόνια ήταν έμπλεη υποκρισίας, μεγαλομανίας και ψεύδους ταυτόχρονα. «Βάφτισαν το κρέας ψάρι». Έτσι, η στήριξη από τη CIA της αρπαγής του πλούτου στη Λατινική Αμερική μέσω αιμοσταγών δικτατοριών ή η διασφάλιση των ροών πετρελαίου από τη Μέση Ανατολή βαφτίστηκαν πόλεμος ενάντια στον κομμουνισμό. Πόλεμοι, εισβολές και πραξικοπήματα παρουσιάστηκαν ως μάχες για την «ελευθερία» και τα «ανθρωπιστικά ιδεώδη», ενώ οι βομβαρδισμοί με εκατομμύρια θύματα στον άμαχο πληθυσμό δικαιολογήθηκαν ως «παράπλευρες απώλειες» ενάντια στις «εθνοκαθάρσεις» ή και τα …«δικαιώματα των γυναικών». Παρά τα παράσημα των νικών που συγκέντρωσε ωστόσο ο αμερικάνικος καπιταλισμός απέναντι στο σοσιαλιστικό αντίπαλο δέος (χάρη και στα εγγενή κρισιακά του προβλήματα), κυοφορούσε ταυτόχρονα τη δική του σήψη που σχετιζόταν με τα ίδια τα «υλικά» που χρησιμοποίησε γι αυτές τις νίκες.
Ο περιβόητος «πόλεμος ενάντια στην τρομοκρατία» κηρύχθηκε μετά την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Οι ΗΠΑ, με τη στήριξη του ΝΑΤΟ και 136 ακόμη «προθύμων» χωρών (και η Ελλάδα μεταξύ αυτών), ξεκίνησαν την επίθεση στους Ταλιμπάν με εισβολή στο Αφγανιστάν. Και όμως την επίθεση την είχε σχεδιάσει η Αλ Κάιντα και όχι οι Ταλιμπάν, με πρωταγωνιστές Σαουδάραβες πολίτες. Πάνω από 20 χρόνια νωρίτερα από την έναρξη αυτού του πολέμου, οι ΗΠΑ εγκαινίασαν τη στρατηγική «να κάνουμε την ΕΣΣΔ να ματώσει», ποντάροντας ακριβώς στους ουαχαμπιστές ακραίους μουσουλμάνους της Σαουδικής Αραβίας, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Μπιν Λάντεν. Σε ένα κρεσέντο υποκρισίας, ο Κάρτερ μιλώντας για τους Μουτζαχεντίν στο Αφγανιστάν που άρχιζε να χρηματοδοτεί και να εκπαιδεύει η CIA, πήγε λίγο παραπέρα από το να τους ονομάσει «μαχητές της ελευθερίας», δηλώνοντας: «Στο κάτω κάτω αυτοί πιστεύουν τουλάχιστον στον Θεό, όπως και οι χριστιανοί».
Η ήττα στο Αφγανιστάν σηματοδοτεί το τέλος της αμερικάνικης ρητορικής περί «ελευθερίας» και «δημοκρατίας» που δήθεν ο καπιταλισμός των ΗΠΑ έχει θεόσταλτη αποστολή να επιβάλλει, μέσω των όπλων. Το γόητρό τους έχει πληγεί αλλά και η αξιοπιστία τους ακόμη και απέναντι στους θλιβερούς συμμάχους και υπηρέτες τους. Όταν έπεφτε η Σαϊγκόν, οι Αμερικάνοι είχαν έστω τη δυνατότητα να πάρουν μαζί τους 130.000 Βιετναμέζους πραιτοριανούς, ενώ στην Καμπούλ πολλοί αφέθηκαν στα κρύα του λουτρού.
Είναι γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι σε όλον τον κόσμο κατά-χάρηκαν για την ήττα των ΗΠΑ, αλλά καθόλου για τη νίκη των Ταλιμπάν. Και αυτό είναι μια τεράστια διαφορά με τη νίκη των Βιετναμέζων το 1975. Πολύ περισσότερο που η αποτυχία και απόσυρση (αν και όχι πλήρης) των ΗΠΑ από Αφγανιστάν, Ιράκ και Συρία, συνοδεύεται από την ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής που θα έχει κέντρο την Ασία και τη σύγκρουση με την αναδυόμενη Κίνα. Οι ΗΠΑ σκοπεύουν να απελευθερώσουν πόρους υπέρ του νέου αυτού μετώπου. Την ίδια στιγμή δρομολογούν να στηριχθούν στα παλιά πεδία, ειδικά όσο είναι κοντά στη Ρωσία, με «πρόθυμους» συμμάχους τύπου Ισραήλ. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για την Ελλάδα, η αστική τάξη της οποίας ποντάρει σε ένα τέτοιο επικίνδυνο ρόλο. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκανε «άλμα» σε αυτή τη κατεύθυνση, ενώ η κυβέρνηση της ΝΔ βαθαίνει αυτή την προοπτική.
Οι ΗΠΑ έχουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε 70 χώρες, ενώ ξοδεύουν ετησίως 800 δισ. σε πολεμικές δαπάνες — τρεις φορές πάνω από την Κίνα
Οι ΗΠΑ έχουν 800 στρατιωτικές βάσεις σε πάνω από 70 χώρες, ενώ ξοδεύουν ετησίως 800 δισ. σε πολεμικές δαπάνες (τριπλάσιες από την Κίνα) και αθροιστικά υψηλότερες από τις επόμενες δέκα χώρες. Μπορεί το 2017 η Κίνα να ξεπέρασε τις ΗΠΑ με όρους αγοραστικής αξίας αλλά σε απόλυτα νούμερα η αμερικάνικη οικονομία είναι πρώτη με διαφορά.
Ο αντιιμπεριαλιστικός αγώνας επομένως είναι εξίσου αναγκαίος και επιτακτικός και στην «επόμενη μέρα». Συνδέεται δε περισσότερο οργανικά με το συνολικό αντικαπιταλιστικό αγώνα. Κι αυτό δεν αφορά μόνο την πάλη ενάντια στον έως τώρα «παγκόσμιο χωροφύλακα» αλλά και την ανάδυση νέων κέντρων ισχύος και αντεργατικών πολιτικών, και προς την Ανατολή