Χρίστος Κρανάκης
▸Κανόνας η εργασιακή εκμετάλλευση
Ο χώρος του ποδοσφαίρου δεν είναι πάντα όπως τον φανταζόμασταν μικροί. Αρκετά συχνά, πίσω από τα τερέν, στους χώρους των αποδυτηρίων ή στα γραφεία των διοικήσεων, λαμβάνουν χώρα καταστάσεις εκ διαμέτρου αντίθετες με τις αγνές παιδικές αναμνήσεις που μας χάρισε το αγαπημένο μας άθλημα. Αυτή τη θλιβερή διαπίστωση ήρθε να μας υπενθυμίσει η πρόσφατη καταγγελία του Ορφέα Παρασκευόπουλου.
Ο νεαρός ποδοσφαιριστής του Χαραυγαικού Ηλιούπολης, με δημόσια ανακοίνωσή του, ανέδειξε πως πίσω από τις καμουφλαρισμένες «βιτρίνες» τα πραγματικά προβλήματα των ερασιτεχνών ή ημιεπαγγελματιών αθλητών/τριών είναι τεράστια. Σύμφωνα με τον ίδιο, παρότι εκείνος και άλλοι συμπαίκτες του τέθηκαν επισήμως εκτός ομάδας μετά από εξω-αγωνιστική διαμάχη με τον προπονητή, η διοίκηση εμμονικά και εκδικητικά αρνείται να τους παραχωρήσει τόσο τα δεδουλευμένα τους όσο και το δελτίο τους. Παρότι ο Ορφέας διαμήνυσε ξανά και ξανά πως το μόνο που επιδιώκει είναι να αποχωρήσει από την ομάδα χωρίς περαιτέρω προβλήματα και να του δοθεί η δυνατότητα να προσχωρήσει σε άλλο σωματείο (απαραίτητη προϋπόθεση να κατέχει το δελτίο του), η διοίκηση δεν έχει ακόμα τοποθετηθεί δημόσια πάνω στο θέμα. Ο αντιεπαγγελματικός τρόπος που οι διοικούντες φέρθηκαν στους νεαρούς ποδοσφαιριστές – παρά τις πολύχρονες υπηρεσίες και επιτυχίες που πρόσφεραν στην ομάδα – φανερώνει πως ο δρόμος προς την κορυφή δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα αλλά με προεξέχοντα τα «αγκάθια» της εργοδοτικής αυθαιρεσίας.
Τα παραπάνω δυστυχώς δεν αποτελούν ειδική εξαίρεση αλλά γενικό κανόνα στο χώρο του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου. Αν προσέξουμε, θα ακούσουμε αμέτρητες ιστορίες που συζητιούνται σε νεανικές παρέες, οι οποίες δυστυχώς σπάνια φτάνουν σε επίπεδα δημόσιας ή νομικής καταγγελίας. Στην πλειονότητα αυτών, η εργοδοτική αυθαιρεσία παίρνει τη μορφή της στυγνής οικονομικής εκμετάλλευσής.
Πιο συγκεκριμένα, άνθρωποι που πέρασαν από ερασιτεχνικές ή ημιεπαγγελματίες ομάδες έζησαν από πρώτο χέρι το τι σημαίνει μαύρη και απλήρωτη εργασία. Το σαθρό νομικό πλαίσιο που χαρακτηρίζει τον χώρο του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, δίνει τη δικαιοδοσία στις διοικήσεις να παζαρεύουν κατά το δοκούν και σε ατομικό επίπεδο την ανταμοιβή κάθε παίχτη, ενώ την ίδια ώρα δεν παρέχεται καμία επίσημη διαβεβαίωση ότι τα δεδουλευμένα θα καταβάλλονται. Πάνω σε αυτό το εκμεταλλευτικό υπόστρωμα χτίζεται μια σειρά παραβιαστικών συμπεριφορών. Μεταξύ άλλων, φαινόμενα άρνησης καταβολής μισθών, μεταγραφικά παζάρια μεταξύ παραγόντων εν αγνοία του παίκτη και αθέτηση συμφωνιών λόγω «ανεπαρκούς επίδοσης» δίνουν και παίρνουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, αποτελεί η εξαναγκαστική εξαγορά του δελτίου για παίκτες που αποχωρούν από την ομάδα. Συγκεκριμένα, βάσει νόμου το δελτίο κάθε παίκτη που εγγράφεται στο μητρώο της ομάδας ανήκει αποκλειστικά και για μια πενταετία στη διοίκηση. Συνεπώς, σε περίπτωση αποχώρησης ενός παίχτη εντός της 5ετίας αυτής, αφήνεται το περιθώριο στους διοικούντες να απαιτήσουν από εκείνον υπέρογκα ποσά για την παράδοση του δελτίου του. Ενδεικτικά, τα προηγούμενα χρόνια η «ρήτρα» αποδέσμευσης ενός παίκτη στις μεγαλύτερες κατηγορίες τοπικών πρωταθλημάτων μπορεί να έφτανε μέχρι και τις 5 χιλ. ευρώ. Τα παραπάνω φαντάζουν ακόμα χειρότερα όταν κανείς αναλογιστεί τις θυσίες νέων ποδοσφαιριστών/τριων, κυρίαρχα σε ηλικίες κάτω των 18. Οι περιπτώσεις όπου πιτσιρικάδες επιλέγουν να μετεγκατασταθούν σε άλλες πόλεις με στόχο να «πιάσουν την καλή» ή δέχονται να πληρώνουν μόνοι τους τα μεταφορικά έξοδα και τον εξοπλισμό τους, είναι πολλές και ενδεικτικές.
Ένα τέτοιο κύκλωμα δεν θα μπορούσε να μην έλξει και τον αντίστοιχο κύκλο ανθρώπων. Άλλωστε δεν αποτελεί αποκάλυψη πως αρκετοί παλαίμαχοι επαγγελματίες ποδοσφαιριστές και πρώην διοικητικά ή διαιτητικά στελέχη με…. ιστορία στο χώρο συχνά – πυκνά εμπλέκονται οργανικά στα τοπικά πρωταθλήματα. Σε αυτό το σκοτεινό φόντο, δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί πως εάν η Α’ εθνική πρέπει να «εξυγιανθεί» μία φορά, οι τοπικές κατηγορίες πρέπει να εξυγιανθούν…. δέκα, καθώς επίσημες κατηγορίες ή ανεπίσημες φήμες για χρηματισμό παικτών και «στήσιμο» παιχνιδιών ξετυλίγονται σε κάθε κωμόπολη και χωριό της Ελλάδας.
Παρότι πρέπει να θεωρείται δεδομένο πως οι αρμόδιοι φορείς του ποδοσφαίρου δεν θέλουν να αλλάξει η παραπάνω κατάσταση, όπως και ότι τα ελάχιστα υπάρχοντα σωματεία ποδοσφαιριστών αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις απαιτήσεις, ο αγώνας για την υπεράσπιση του πλέον λαοφιλούς παιχνιδιού δεν έχει λήξει.
Αρκετοί νέοι και νέες αθλητές δημοσιοποιούν θαρρετά τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και αρνούνται να ενσωματωθούν στη ζοφερή πραγματικότητα. Η αριστερά και το κίνημα οφείλει να δει τους ερασιτέχνες και ημι-επαγγελματίες αθλητές σαν κομμάτι της εργατικής τάξης, παρότι δεν υπάγονται ακριβώς στο μοντέλο του «παραδοσιακού εργαζομένου». Τέλος, η ίδρυση νέων αυτό-οργανωμένων σωματείων, παρά το γεγονός πως ενέχει θετικά χαρακτηριστικά που αντιτίθενται στην εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, δεν πρέπει και δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον μαζικό κοινωνικό αγώνα που απαιτείται τόσο για την προάσπιση των εργαζομένων στο χώρο όσο και την προαγωγή του λαϊκού αθλητισμού που έχει ανάγκη ο λαός και η νεολαία.