Γιώργος Μουρμούρης
Στη μέγγενη της ΕΛΑΣ
Ήταν Πέμπτη, 9 Ιουλίου του 2020. Δύο περίπου μήνες μετά την άρση του πρώτου lockdown και απολαμβάνοντας τα εκθειαστικά σχόλια εγχώριων και διεθνών ΜΜΕ για την «επιτυχή διαχείριση» του πρώτου κύματος της πανδημίας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας φέρνει προς ψήφιση στη βουλή, εν μέσω καλοκαιριού, ένα εφιαλτικό νομοσχέδιο περιστολής –στο σημείο της ουσιαστικής απαγόρευσης– των διαδηλώσεων. Το νομοσχέδιο προέβλεπε μεταξύ άλλων: έγκριση από την ΕΛΑΣ για την πραγματοποίηση οποιασδήποτε κινητοποίησης, καθορισμό από την αστυνομία του χρόνου και του τρόπου διεξαγωγής της διαδήλωσης, δήλωση στην ΕΛΑΣ του «διοργανωτή» ο οποίος θα ήταν υπόλογος έναντι των αρχών σε περίπτωση φθορών και καταστροφών, απαγόρευση και διάλυση μιας διαδήλωσης απλώς και μόνο με απόφαση της αστυνομίας.
Από τον κόσμο του κινήματος, το νομοσχέδιο χαρακτηρίστηκε –και δικαίως– χουντικής εμπνεύσεως. Στην πράξη, συνδύαζε μια αντιμετώπιση λογικής χωροφύλακα του ‘50 προς τα κοινωνικά κινήματα, με ρυθμίσεις που προωθούνται ή ισχύουν ήδη στις κατά τα άλλα αυτοπροβαλλόμενες ως «λίκνο» των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών δυτικές δημοκρατίες, όπως στη Γαλλία με τον νόμο Μακρόν περί «καθολικής ασφάλειας».
Η ψήφιση του νομοσχεδίου συνοδεύτηκε από μία σοκαριστική, για όσους τη βίωσαν, επίδειξη κατασταλτικής μανίας από τις αφιονισμένες ομάδες των ΜΑΤ και ΔΡΑΣΗ που αφέθηκαν ελεύθερες να μακελέψουν τους διαδηλωτές. Για την κυβέρνηση, η άγρια καταστολή της 9ης Ιουλίου σε συνδυασμό με την ευνοϊκή για την ίδια επικοινωνιακή της διαχείριση από τα φίλια ΜΜΕ, αποτελούσε ένα «πρελούδιο» του τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Υπολόγιζε όμως χωρίς το κίνημα.
Γιατί στους 12 μήνες που μεσολάβησαν, παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες ενεργοποίησης του εφιαλτικού νόμου, πλέον, για τις διαδηλώσεις, στην πράξη το τερατούργημα των Χρυσοχοΐδη-Μητσοτάκη παραμένει στα χαρτιά. Το Πριν περιηγείται στους βασικούς κόμβους της δωδεκάμηνης αυτής αναμέτρησης.
«Θυμάμαι έναν άνθρωπο με αίματα στο κεφάλι να φωνάζει, “θα πεθάνουμε, θα μας σκοτώσουν”. Ακούγαμε για επιθέσεις της ΔΡΑΣΗ κατά διαδηλωτών στα Προπύλαια. Όποιος έβγαινε στην Πανεπιστημίου, τον κυνηγούσαν». Η Δήμητρα είχε κατέβει στη διαδήλωση της 9ης Ιουλίου ενάντια στο νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις με το μπλοκ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θυμάται ότι επρόκειτο για έναν «ολοκληρωτικό πόλεμο», χωρίς καμία οδό διαφυγής. «Ενώ τρέχαμε, έριχναν στα πόδια μας δακρυγόνα και κρότου-λάμψης. Όποιον έμενε μόνος του, τον έπιαναν και τον χτυπούσαν στα στενά. Αυτή η διαδήλωση με έκανε να φοβηθώ πολύ, δεν ήταν σαν καμία άλλη», αφηγείται.
Στις 9 Ιουλίου, ενώ στον δρόμο οι αφιονισμένες ομάδες των ΜΑΤ και της ΔΡΑΣΗ αφήνονταν ελεύθερες να κατακρεουργήσουν τους διαδηλωτές, σε ένα πρώτο «μήνυμα» για το πώς (σχεδίαζε η κυβέρνηση ότι) θα αντιμετωπίζονται στο μέλλον τα κοινωνικά κινήματα, εντός βουλής Νέα Δημοκρατία, ΚΙΝΑΛ και Ελληνική Λύση υπερψήφιζαν το νομοσχέδιο Χρυσοχοΐδη που έδινε στην αστυνομία το ελεύθερο να διαχειρίζεται κατά την κρίση της τις διαδηλώσεις: είτε με περιορισμό και απονοηματοδότηση είτε με καταστολή και διώξεις. Οι εικόνες από τις ορδές της ΔΡΑΣΗ να διασχίζουν τον φρεσκοβαμμένο τότε «Μεγάλο Περίπατο» και να ορμούν σε μπλοκ διαδηλωτών που αποχωρούσε, αποτέλεσε για πολλούς ανθρώπους την τελευταία εικόνα από τους δρόμους της Αθήνας πριν το καλοκαίρι.
Το φθινόπωρο καταγράφηκαν οι πρώτες κινητοποιήσεις, με αιτήματα σχετιζόμενα κυρίως με τη διαχείριση της πανδημίας. Ήταν η περίοδος του «δεν μπορούμε να γεννήσουμε λεωφορεία» του Μητσοτάκη, των σχεδιαγραμμάτων Μαγιορκίνη για τα περί ασφαλούς συνύπαρξης 25 μαθητών ανά τάξη με τα οποία… «αποδομούσε» το αίτημα της εκπαιδευτικής κοινότητας για αραίωση των τμημάτων, της κοροϊδίας με τις μάσκες-γίγας που χορηγήθηκαν στους μαθητές. Στις 30 Σεπτεμβρίου, μια συγκέντρωση της ΠΟΕΔΗΝ έξω από το υπουργείο Υγείας δεχόταν χτύπημα από τα ΜΑΤ. Για την ίδια αυτή συγκέντρωση αρκετούς μήνες αργότερα, μεσούντος του δεύτερου lockdown, θα διέρρεε στον Τύπο ότι, βάσει του νόμου Χρυσοχοΐδη, σχηματίζεται δικογραφία κατά του προέδρου της Ομοσπονδίας Μιχάλη Γιαννάκου επειδή οι διαδηλωτές υγειονομικοί… κατέλαβαν το οδόστρωμα!
Η πρώτη θεαματική αναμέτρηση όμως με τον νόμο 4703/2020 έλαβε χώρα στις 7 Οκτωβρίου έξω από το Εφετείο Αθηνών. Επρόκειτο για την ημέρα ανακοίνωσης της ετυμηγορίας του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τη Χρυσή Αυγή. Ένα ανθρώπινο ποτάμι είχε κατακλύσει τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας, από τη συμβολή με τη Λεωφόρο Κηφισίας μέχρι τη διασταύρωση με τη Χαριλάου Τρικούπη. Γι’ αυτό το παλλόμενο ποτάμι των χιλιάδων διαδηλωτών ουδέποτε βεβαίως ζητήθηκε «άδεια» ή ορίστηκε «διοργανωτής» στις αρχές. Η διαδήλωση χτυπήθηκε άγρια από την ΕΛΑΣ λίγα δευτερόλεπτα μετά την ανακοίνωση περί καταδίκης της Χρυσής Αυγής ως εγκληματική οργάνωση, μια ενέργεια-προάγγελος των σκηνών που θα καταγράφονταν στο κέντρο της Αθήνας έναν μήνα αργότερα, στην επέτειο του Πολυτεχνείου.
Μέχρι τον Νοέμβρη, ο νόμος Χρυσοχοΐδη έμοιαζε να βρίσκεται «εν υπνώσει». Στις αρχές του τελευταίου μήνα του φθινοπώρου όμως, η δραματική επιδείνωση όλων των δεικτών όσον αφορά την εξέλιξη της πανδημίας, συνέπεια της εγκληματικής κυβερνητικής αμέλειας (στην καλύτερη περίπτωση) των μηνών που μεσολάβησαν από την ύφεση του πρώτου κύματος, οδήγησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη από κοινού με τον επικεφαλής της επιτροπής των λοιμωξιολόγων Σωτήρη Τσιόδρα (ή απλώς «Σωτήρη» για τον πρωθυπουργό) να ανακοινώσουν ένα νέο καθολικό lockdown «τριών εβδομάδων», το οποίο έμελλε να διαρκέσει έξι ολόκληρους μήνες.
Η καταφυγή στο lockdown, όπως επανειλημμένως έχει αναδείξει το Πριν, ήταν μια αμιγώς ταξική επιλογή, με καθοριστικό από το πρώτο δευτερόλεπτο το στοιχείο της καταστολής. Πράγματι, τον Νοέμβριο η δραματική επανάκαμψη της πανδημίας και οι οφθαλμοφανείς κυβερνητικές ευθύνες λειτούργησαν ως επιταχυντής για την εφαρμογή κατασταλτικών σχεδίων που υπερέβαιναν κατά πολύ ακόμα και τον «νόμο Χρυσοχοΐδη». Στις 15 Νοεμβρίου ο αρχηγός της ΕΛΑΣ, υποκαθιστώντας τη βουλή, διέταξε απαγόρευση συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων «καθ’ άπασαν την επικράτειαν», με στόχο την ακύρωση των συγκεντρώσεων του Πολυτεχνείου. Η μαχόμενη Αριστερά, το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ καθώς και το ΚΚΕ, σήκωσαν το γάντι της έμπρακτης αμφισβήτησης της απαγόρευσης, και το πλήρωσαν με άγρια καταστολή και δεκάδες συλλήψεις. Αν η διάλυση της συγκέντρωσης στις 9 Ιουλίου αποτελούσε το «πρελούδιο» του οργίου καταστολής, η εικόνα από τις «αύρες» της ΕΛΑΣ να κατέρχονται την Πανεπιστημίου με τις σειρήνες να ουρλιάζουν, ενώ ταυτόχρονα ορδές της ΔΡΑΣΗ εφορμούσαν κατά των διαδηλωτών, αποτελούσαν μετά βεβαιότητος την πρώτη πράξη του κατασταλτικού δράματος.
Η καταστολή της 17ης Νοεμβρίου σηματοδότησε μια αίσθηση παντοδυναμίας από κυβέρνηση και ΕΛΑΣ, που εντός του ασφυκτικού για την κοινωνία πλαισίου του lockdown ένιωθαν την αυτοπεποίθηση να κλιμακώσουν ακόμα περισσότερο την καταστολή, ξεπερνώντας ακόμα και τον νόμο Χρυσοχοΐδη. Είναι ενδεικτικό ότι βάσει του 4703/2020 η διαδήλωση του Πολυτεχνείου και της Πρωτομαγιάς εξαιρούνται ρητά από την υποχρέωση εκ των προτέρων γνωστοποίησής τους στις αρχές. Το βράδυ της ίδιας ημέρας εξάλλου, ο υπουργός «Προστασίας του Πολίτη» δήλωνε σε τηλεοπτική του συνέντευξη: «Αποφασίσαμε σήμερα να μη σταματήσουμε τη ζωή στην πόλη {…} και θα το συνεχίσουμε αυτό για να τελειώνει η υπόθεση με διαδηλώσεις που καταλύουν την κοινωνική ζωή».
Με την ΕΛΑΣ να διαθέτει στην κατασταλτική της «φαρέτρα», εκτός από τον νόμο Χρυσοχοΐδη, την απαγόρευση κυκλοφορίας, τα πρόστιμα, τη νομοθεσία περί παράβασης των μέτρων προστασίας της δημόσιας υγείας και τις απαγορεύσεις συναθροίσεων, το κατασταλτικό ντελίριο συνεχίστηκε στις συγκεντρώσεις του επόμενου διαστήματος. Στις 26 Νοεμβρίου, η απεργιακή συγκέντρωση περιορίστηκε από την ΕΛΑΣ στον πεζόδρομο της Κοραή. Στις 6 Δεκέμβρη, στην επέτειο της δολοφονίας Γρηγορόπουλου, η αστυνομία προσπάθησε να επιβάλει «σιγή νεκροταφείου», με δεκάδες συλλήψεις αγωνιστών στο κέντρο της Αθήνας, ανάμεσά τους μελών του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Στη «δύση» του 2020, ο νόμος Χρυσοχοΐδη έμοιαζε όχι απλώς εμπεδωμένος, αλλά πολύ πιο «ήπιος» από τα μέτρα που εφαρμόζονταν στην πράξη. Από την αρχή του νέου έτους όμως, μια σειρά κοινωνικών αγώνων, με πρωτοπόρους τους φοιτητές, θα αμφισβητούσαν τη «σιδερένια φτέρνα» της καταστολής. Σε συνδυασμό με τις ευρύτερες κοινωνικές εξελίξεις, η αμφισβήτηση θα οδηγούσε σε ανοιχτή αναμέτρηση με την καταστολή.
Αμφισβήτηση απαγορεύσεων και ξέσπασμα λαϊκής οργής
Στις 22 Ιανουαρίου, ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης παρουσίαζε το «νέο δόγμα της ΕΛΑΣ για τις διαδηλώσεις». Στην ουσία, επρόκειτο για την επιχειρησιακή εξειδίκευση του νόμου 4703/2020 που στόχο είχε να διαχωρίσει τους διαδηλωτές σε «υπάκουους» και «απείθαρχους», επιφυλάσσοντας διαφορετική μεταχείριση για κάθε κατηγορία.
Τότε είχε ήδη αρχίσει δειλά να επανεμφανίζεται το φοιτητικό κίνημα, με αιχμή το νομοσχέδιο Κεραμέως. Συγκεντρώσεις πραγματοποιούνταν αιφνιδιαστικά στην πλατεία Κοραή, όπου και περιορίζονταν από την ΕΛΑΣ, της οποίας την «περιποίηση» δέχονταν ενίοτε οι διαδηλωτές. Όμως οι φοιτητές επέμεναν και σύντομα θα κατάφερναν να πραγματοποιήσουν την πρώτη διαδήλωση στο κέντρο της Αθήνας. Μπροστά στη διαφαινόμενη διόγκωση του φοιτητικού κινήματος, στις 26 Ιανουαρίου ο αρχηγός της ΕΛΑΣ διέταξε εκ νέου την απαγόρευση συναθροίσεων άνω των 100 ατόμων για μία εβδομάδα. Λίγες ώρες αργότερα, μια θεαματική σε όγκο και παλμό διαδήλωση θα έσπαγε στην πράξη την απαγόρευση και οποιαδήποτε σκέψη για καταστολή.
Τις εβδομάδες που ακολούθησαν, ο νόμος 4703/2020, «διανθισμένος» με τις πρόσθετες απαγορεύσεις του lockdown, επιχειρήθηκε να εφαρμοστεί «δια ροπάλου» κατά των διαδηλωτών υπέρ των αιτημάτων του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα. Σειρά κινητοποιήσεων, κυρίως συλλογικοτήτων του αντιεξουσιαστικού χώρου, κυνηγήθηκαν και χτυπήθηκαν βάναυσα από την αστυνομία. Χρονικοί και χωρικοί περιορισμοί, προληπτικοί έλεγχοι, πρόστιμα «στο σωρό» αλλά και οι πρώτες διαρροές στα ΜΜΕ περί ενεργοποίησης της πρόβλεψης του 4703 για σχηματισμό δικογραφίας κατά συλλογικοτήτων που θεωρήθηκαν «διοργανωτές» απαγορευμένων (ή «μη εγκεκριμένων») κινητοποιήσεων, διαμόρφωναν ένα τοπίο όπου όλες οι διατάξεις του νόμου Χρυσοχοΐδη έμοιαζαν να παίρνουν σάρκα και οστά.
Η κοινωνική έκρηξη της Νέας Σμύρνης έθεσε σε αδράνεια τον νόμο για
τις διαδηλώσεις
Μέχρι που την Κυριακή 7 Μαρτίου, μία ημέρα μετά από μια ακόμη άγρια διάλυση συγκέντρωσης δικηγόρων και αλληλέγγυων στο αίτημα του Δημήτρη Κουφοντίνα, ένας αστυνομικός έλεγχος για τα μέτρα του lockdown στην πλατεία της Νέας Σμύρνης, οδήγησε στον άγριο on camera ξυλοδαρμό ενός μεταπτυχιακού φοιτητή του ΕΜΠ. Η έκρηξη οργής που ακολούθησε είχε ως αποτέλεσμα την θεαματική χαλάρωση της αστυνομικής παρουσίας σε δρόμους και πλατείες. Η συσσωρευμένη οργή κατά της ΕΛΑΣ, που πλέον αγκάλιαζε εκτενέστατα κοινωνικά στρώματα, είχε ως αποτέλεσμα ο 4703 να τεθεί ντε φάκτο σε αδράνεια, οκτώ μήνες μετά την ψήφισή του.
Έναν χρόνο μετά, ο νόμος Χρυσοχοΐδη παραμένει σε ισχύ — και η κατάργησή του μια πάγια διεκδίκηση του κινήματος. Όμως, αν κάτι φάνηκε αυτόν τον έναν χρόνο, είναι ότι η ενεργοποίηση ακόμα και των πιο αντιδραστικών νομοθετημάτων εξαρτάται από τη δυναμική των κοινωνικών αγώνων. Γιατί, όπως έγραφε Μπρεχτ, «όποιος την κατάστασή του έχει αναγνωρίσει, πώς να εμποδιστεί;».