Αιμιλία Τσαγκαράτου
▸Την Τετάρτη 30 Ιουνίου δόθηκε για δημόσια διαβούλευση το πολυνομοσχέδιο για την εκπαίδευση με τον ψευδεπίγραφο τίτλο «Αναβάθμιση του Σχολείου και Ενδυνάμωση των Εκπαιδευτικών».
Προηγήθηκε η παρουσίασή του από τον ίδιο τον πρωθυπουργό και την υπουργό Παιδείας στο «Στρογγυλό» σχολείο στον Άγιο Δημήτριο τη Δευτέρα 28 Ιουνίου. Σε μια φιέστα που δεν τους βγήκε όπως θα ήθελαν αφού οι ανακοινώσεις για τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης έτσι όπως τη γνωρίζουμε, καλύφθηκαν από τα συνθήματα εκπαιδευτικών, γονέων και μαθητών σε μια πρώτη δυναμική απάντηση από την πλευρά του εκπαιδευτικού κινήματος.
Από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των 238 σελίδων του νομοσχεδίου, η διαπίστωση για τις στοχεύσεις του είναι σαφής: να διαλυθεί ό,τι έχει απομείνει από το δημόσιο χαρακτήρα του σχολείου και τη συλλογική λειτουργία του, αποτέλεσμα των μακρόχρονων αγώνων του εκπαιδευτικού και εργατικού κινήματος. Πρέπει να φύγει κάθε αποτύπωμα ενός συσχετισμού υπέρ των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών και των εργασιακών δικαιωμάτων των εκπαιδευτικών.
Πρέπει το σχολείο να λειτουργήσει πλήρως με κριτήρια επιχείρησης. Συμπυκνώνει στον πλέον αντιδραστικό βαθμό όλες τις απόπειρες των προηγούμενων κυβερνήσεων σε αυτή την κατεύθυνση, με οδηγό φυσικά τους υπερεθνικούς οργανισμούς και τις ανάγκες του κεφαλαίου. Αφορά το σύνολο των εργαζομένων και όχι μόνο τους εκπαιδευτικούς, αφού οι αναδιαρθρώσεις που προωθεί, αλλάζουν σε βάρος της εργαζόμενης πλειοψηφίας και των παιδιών της το κέντρο βάρους της λειτουργίας του σχολείου.
Είναι αδύνατο στο παρόν κείμενο να εξετάσουμε όλες τις πλευρές του νομοσχεδίου για αυτό θα αναφερθούμε σε βασικούς άξονές τους.
Αποτελείται από τέσσερα βασικά μέρη: τις διατάξεις για τις δομές και τα στελέχη της εκπαίδευσης, την αξιολόγηση των στελεχών, εκπαιδευτικών και λοιπού εκπαιδευτικού προσωπικού, τις διατάξεις για την αυτονομία της σχολικής μονάδας και τις διατάξεις για την εκκλησιαστική εκπαίδευση.
Το πρώτο μέρος περιγράφει τη διαμόρφωση ενός αυστηρά ιεραρχικού και πολυπρόσωπου μηχανισμού ελέγχου και αξιολόγησης. Πλάι στην ήδη υπάρχουσα διοικητική πυραμίδα, δημιουργούνται αξιολογικές δομές που ξεκινούν από τους Περιφερειακούς Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης, το Περιφερειακό Συμβούλιο Εποπτών, τους Επόπτες Ποιότητας της Εκπαίδευσης ανά Διεύθυνση Εκπαίδευσης, τους εκατοντάδες Συμβούλους Εκπαίδευσης που αντικαθιστούν τους Συντονιστές για να καταλήξουμε σε επίπεδο σχολικής μονάδας στους ενδοσχολικούς συντονιστές, συντονιστές τάξεων και μέντορες που θα αποτελούν εντός της σχολικής μονάδας τους άμεσους κρίκους υλοποίησης της κυβερνητικής πολιτικής.
Ένα σκληρό, από πάνω προς τα κάτω ιεραρχικό μοντέλο, που θα «πνίγει» τον εκπαιδευτικό της τάξης, ο οποίος παρά τα αντιθέτου λεγόμενα από την κυβερνητική προπαγάνδα θα είναι ο τελευταίος που θα έχει λόγο για την εκπαιδευτική διαδικασία.
Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην αξιολόγηση στελεχών και εκπαιδευτικών. Η πιο «σκληρή» αξιολόγηση των στελεχών στην κλίμακα του εκατό δημιουργεί εκείνες τις προϋποθέσεις για ακόμα πιο αυταρχική επιβολή της κυβερνητικής πολιτικής στη βάση των εκπαιδευτικών, αφού η επιβίωση των στελεχών θα εξαρτάται από το κατά πόσο αυτή η πολιτική εμπεδώνεται και εφαρμόζεται από τους υφισταμένους τους.
Οι εκπαιδευτικοί θα αξιολογούνται σε τετράβαθμη κλίμακα (μη ικανοποιητικό, ικανοποιητικό, πολύ καλό και εξαιρετικό) σε κάθε πλευρά της παιδαγωγικής και υπηρεσιακή τους δραστηριότητας. Πολύ εύκολα οι τομείς αυτοί, όπως περιγράφονται παρατακτικά στο νομοσχέδιο, γίνονται ρουμπρίκες και «κουτάκια», εξάλλου προβλέπεται η ψηφιακή καταγραφή της κάθε δραστηριότητάς τους.
Σοβαρός πυλώνας των διατάξεων του νομοσχεδίου είναι η αξιολόγηση των μαθητών. Όχι τυχαία. Από τη μια γιατί όπως δείχνει και η διεθνής εμπειρία η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και του εκπαιδευτικού έργου δεν μπορεί να γίνει χωρίς αυτή. Από την άλλη, μια αφήγηση που λέει «δεν μπορούν να μπουν όλοι στο πανεπιστήμιο», όπως δήλωσε ο Μητσοτάκης στην παρουσίαση του νομοσχεδίου στον Άγιο Δημήτριο, χρειάζεται σαφέστατα μηχανισμούς διαχωρισμού και απόρριψης.
Εξετάσεις τετραμήνου, ενδιάμεσες απροειδοποίητες εξεταστικές δοκιμασίες, εργασίες, αντεστραμμένη μάθηση, εργαστήρια δεξιοτήτων, ομαδικές και ατομικές εργασίες, παλιές και «νέες» μέθοδοι για τη μετατροπή της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε μια αέναη αξιολόγηση. Πολύ σοβαρή τομή η θέσπιση της «ελληνικής PISA», με εξετάσεις για την Γ’ Γυμνασίου και την Στ’ Δημοτικού(!), όπου με πανελλαδικά θέματα θα εξετάζονται οι μαθητές και οι μαθήτριες στη Γλώσσα και στα Μαθηματικά με στόχο «την εξαγωγή πορισμάτων σχετικά με την πορεία υλοποίησης των προγραμμάτων σπουδών και τον βαθμό επίτευξης των προσδοκώμενων μαθησιακών αποτελεσμάτων σε εθνικό επίπεδο, περιφερειακό επίπεδο και σε επίπεδο σχολικής μονάδας». Η εκπαιδευτική διαδικασία στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού και του Γυμνασίου θα αποκτήσει τον χαρακτήρα «προγύμνασης» για την επιτυχία στις εξετάσεις κοπής ΟΟΣΑ.
Τέλος, ο διευθυντής/η διευθύντρια της σχολικής μονάδας αποκτά υπερεξουσίες, θα τολμούσε να πει κανείς όχι απλά με το ρόλο του μάνατζερ αλλά του εργοδότη που πάση θυσία πρέπει να υλοποιεί τις άνωθεν εντολές. Για πρώτη φορά διαπλέκονται ο παιδαγωγικός και ο υπηρεσιακός έλεγχος από την πλευρά του διευθυντή/της διευθύντριας, έχει λόγο ακόμα και τη χρήση του σχολικού χώρου από τρίτους με εισιτήριο(!), η κάθε κίνηση του εκπαιδευτικού περνά από τον έλεγχο του/της. Ο ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων ως οργάνου διοίκησης του σχολείου απλά εκμηδενίζεται.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές γιατί η κυβέρνηση προσπαθεί να «ξεδοντιάσει» το εκπαιδευτικό κίνημα, όπως φάνηκε με εμφατικό τρόπο βγάζοντας παράνομη τη στάση εργασίας της ΟΛΜΕ για τους επιτηρητές των εξετάσεων στα Πρότυπα Σχολεία. Γι’ αυτό δεν επιτρέπεται κανένας εφησυχασμός. Απαιτείται να ανοίξει από τώρα η συζήτηση στη μαχόμενη εκπαίδευση μέσα από Γενικές Συνελεύσεις, Επιτροπές Αγώνα, με αγωνιστικό συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων για τον αγωνιστικό σχεδιασμό, με πολιτική γραμμή μαχητικής αντεπίθεσης και νίκης, με βασικό αίτημα το νομοσχέδιο αυτό να παρθεί πίσω!