Αιμιλία Τσαγκαράτου
Άδεια θρανία
Η εικόνα στο πρωτοσέλιδο της έκθεσης της UNICEF με τίτλο «Covid-19 και κλειστά σχολεία: Ένας χρόνος σχολικής διακοπής», που δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα, έχει πράγματι έναν ισχυρό συμβολισμό. Τα 168 άδεια θρανία αντιστοιχούν στα 168 εκατομμύρια παιδιά σε όλον τον κόσμο που έχουν μείνει σχεδόν ένα χρόνο μακριά από τις σχολικές αίθουσες, από τον Μάρτιο του 2020 μέχρι τον Φεβρουάριο του 2021. Σύμφωνα με την ίδια έκθεση, περίπου 214 εκατομμύρια παιδιά παγκόσμια έχουν χάσει πάνω από τα τρία τέταρτα της δια ζώσης εκπαίδευσής τους στο ίδιο διάστημα.
Η χώρα μας μετρά τρεις πολύμηνες αναστολές στη λειτουργία των σχολείων, με κάποιες διαφοροποιήσεις από βαθμίδα σε βαθμίδα και από περιοχή σε περιοχή. Τα πράγματα, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες, γίνονται ακόμα χειρότερα, με δεδομένο το γεγονός ότι τα στοιχεία που δημοσιοποιούνται στην εν λόγω έκθεση φτάνουν μέχρι τον Φεβρουάριο, τον μήνα δηλαδή που ξεκινούσε ένα ακόμα πολύμηνο κλείσιμο των σχολείων στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση και με τη δευτεροβάθμια στην Αττική να μην έχει ανοίξει καθόλου από τον Νοέμβρη του 2020. Στις 16 Νοέμβρη που έκλεισαν για πρώτη φορά τα σχολεία στη χώρα μας για τη φετινή σχολική χρονιά, τα σχολεία ήταν πλήρως κλειστά σε μόλις 30 χώρες παγκόσμια, με τη συντριπτική τους πλειοψηφία να βρίσκονται στην Κεντρική και Λατινική Αμερική. Η πολιτική της ελληνικής κυβέρνησης στη διαχείριση της πανδημίας, σε σχέση με τα σχολεία και το κλείσιμό τους ως μέτρο «συγκράτησης» της πανδημίας, συγκρίνεται με αυτές της Κολομβίας και της Βραζιλίας, του Μπαγκλαντές και της Μιανμάρ. Σε διάστημα 11 μηνών πραγματικού εκπαιδευτικού χρόνου, από πέρσι τον Μάρτη, τα σχολεία μας έμειναν κλειστά για πάνω από 6,5 μήνες κατά μέσο όρο. Οι μορφωτικές, παιδαγωγικές και ψυχολογικές συνέπειες, κυρίως για τα παιδιά από τις φτωχές οικογένειες, είναι ανυπολόγιστες.
Δεν ήταν αναπόφευκτο το μαζικό, οριζόντια και μακρόχρονο κλείσιμο των σχολείων
Οι πρόσφατες εκθέσεις των υπερεθνικών οργανισμών για το κλείσιμο των σχολείων, που παρουσιάστηκαν από τα ΜΜΕ και τις εκπαιδευτικές ιστοσελίδες, προέβαλαν κυρίως τα στατιστικά στοιχεία. Για όσους όμως ζουν στα σχολεία, τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλά αριθμοί για εντυπωσιασμό. Έχουν βαθιά πολιτική σημασία για τον τρόπο που οι κυβερνήσεις διαχειρίστηκαν την πανδημία και σε ό,τι αφορά την εκπαίδευση, τις συνέπειες αυτής της διαχείρισης κατά κύριο λόγο στα πιο φτωχά και ταλαιπωρημένα παιδιά αλλά, πάνω απ’ όλα, για το δια ταύτα του τι πρέπει να γίνει από δω και πέρα.
Η ελληνική κυβέρνηση διαχειρίστηκε με τρόπο εγκληματικό το θέμα της λειτουργίας των σχολείων. Δεν είναι τυχαίο που συναγωνίζεται στον τομέα αυτό τις χώρες που έχουν κατά τεκμήριο τους πιο φτωχούς και αποκλεισμένους πληθυσμούς, όσο κι αν στα «γραφήματα» συγκαταλέγεται στις χώρες «μεσαίου και υψηλού εισοδήματος». Γιατί μισεί βαθιά ό,τι έχει σχέση με τα δημόσια αγαθά, γιατί όπως φάνηκε σε όλο το διάστημα της καραντίνας, η νεολαία και οι ανάγκες της ήταν κάθε φορά στο στόχαστρο. Με τρόπο εχθρικό και αλαζονικό, αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει τα αιτήματα του εκπαιδευτικού κινήματος να παρθούν ουσιαστικά μέτρα ώστε τα σχολεία να παραμείνουν ανοικτά με ασφάλεια. Αποφάσισε να ακολουθήσει το δρόμο που εφάρμοσε συνολικά στη διαχείριση της πανδημίας. Μέτρα οριζόντια, κατασταλτικά, με ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση αντί για ενίσχυση των δημόσιων αγαθών και δομών. Με σαφή στόχευση να προχωρήσει με κλειστά τα σχολεία σε αναδιαρθρώσεις που αλλάζουν το DNA του δημόσιου σχολείου.
Τα πιο φτωχά παιδιά έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία
Η διαπίστωση που γίνεται από όλους, ότι τα πιο φτωχά παιδιά είναι εκείνα που έχουν πληγεί περισσότερο από την πανδημία και τα κλειστά σχολεία, είναι οφθαλμοφανής. Όλοι, υπερεθνικοί οργανισμοί, κυβερνήσεις, πολιτικές δυνάμεις, χύνουν ποταμούς δακρύων για τις μορφωτικές, ψυχολογικές και κοινωνικές συνέπειες της μακρόχρονης απομάκρυνσης από τη ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία. Διαπιστώνουν την όξυνση των ανισοτήτων, δημοσιεύουν στατιστικές και γραφήματα, μιλούν για χαμένη εκπαιδευτικά γενιά.
Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF, εκτιμάται ότι 140.000.000 παιδιά επιπλέον παγκόσμια θα ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, λόγω της πανδημίας. Μιλώντας για τα παιδιά, η φτώχεια έχει πολλές διαστάσεις και όχι μόνο την οικονομική. Σε αυτές περιλαμβάνονται η έλλειψη πρόσβασης στην εκπαίδευση, σε δομές υγείας, σε στέγαση. Εκατομμύρια παιδιά, ακόμα και μετά το καθολικό άνοιγμα των σχολείων, δεν θα επιστρέψουν σε αυτά. Ένα στα εφτά παιδιά παγκόσμια αντιμετωπίζουν ψυχική ασθένεια ως συνέπεια της πανδημίας.
Η πραγματικότητα στη χώρα μας είναι το ίδιο ζοφερή. Σύμφωνα με στοιχεία του 2019 ήδη ένα στα τρία παιδιά, περίπου 500.000, ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας. Όταν λοιπόν υπάρχει πανθομολογούμενη εκτίμηση για όξυνση της φτώχειας λόγω της πανδημίας , τα πράγματα θα είναι ακόμα χειρότερα.
Ο πιο εξαφανισμένος μαθητικός πληθυσμός είναι προφανώς ο προσφυγικός, που τα κλειστά σχολεία μεγέθυναν το ήδη τεράστιο πρόβλημα της πρόσβασής τους στα δημόσια σχολεία. Μόλις το 11% των παιδιών των προσφύγων, των μεταναστών και των Ρομά συμμετείχε στην τηλε-«εκπαίδευση», ενώ μόλις το 24% του γενικού μαθητικού πληθυσμού σύμφωνα με έρευνα του ΑΠΘ είχε πλήρη πρόσβαση σε αυτήν. Πολλές είναι και οι έρευνες που διαπιστώνουν την αύξηση του άγχους, της κατάθλιψης, του φόβου και της ψυχικής εξάντλησης που ένιωσαν τα παιδιά και οι έφηβοι στη διάρκεια της καραντίνας και λόγω των κλειστών σχολείων.
Άλλη μία παράμετρος που θα πλήξει τους πιο φτωχούς και απομακρυσμένους από τα αστικά κέντρα μαθητές είναι η εφαρμογή από τη φετινή σχολική χρονιά της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής για τα ΑΕΙ, αφού αυτά τα παιδιά αντιμετώπισαν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες στην προετοιμασία τους για τις εξετάσεις και θα αποτελέσουν την κύρια δεξαμενή των 20.000 επιπλέον μαθητών, που σύμφωνα με εκτιμήσεις, θα μείνουν φέτος εκτός ΑΕΙ.
Κανένας λοιπόν εκπρόσωπος της εξουσίας δεν φείδεται διαπιστώσεων. Όμως ποτέ δεν αναφέρονται οι αιτίες, ποτέ δεν καταδικάζονται οι πολιτικές που οδηγούν στα προαναφερόμενα, απαριθμούνται περίπου ως «φυσικά φαινόμενα». Με γενικές επικλήσεις καλούνται να λυθούν τα προβλήματα. Τα μεγάλα ερωτήματα είναι: Όλα αυτά ήταν και είναι αναπόφευκτα; Και τι θα γίνει από δω και πέρα, εν όψει και της νέας σχολικής χρονιάς;
Μιλώντας για τη δική μας εκπαιδευτική πραγματικότητα, είναι γεγονός ότι οι πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά τα σχολεία είναι εγκληματικές. Εκκινούν από το διαχρονικό χτύπημα της δημόσιας εκπαίδευσης, πατούν πάνω στο ήδη ταλαιπωρημένο σώμα της από τις συνεχείς αναδιαρθρώσεις των τελευταίων δεκαετιών, από όλες τις κυβερνήσεις.
Για να απαντήσουμε λοιπόν στο ερώτημα αν το μαζικό, οριζόντια και μακρόχρονο κλείσιμο των σχολείων ήταν μια αναπόφευκτη πολιτική, λέμε κατηγορηματικά όχι. Έχουμε απαριθμήσει πολλές φορές τα μέτρα που θα έπρεπε να παρθούν. Όμως οι επιλογές ήταν σαφείς, με στόχευση και βλέμμα στο μέλλον —ένα δυστοπικό φυσικά μέλλον, που τα πάντα πρέπει να ανατραπούν βίαια και όχι προς όφελος των παιδιών και συνολικά της εργαζόμενης πλειοψηφίας. Η προσπάθεια επιβολής ως κανονικότητα μιας κατάστασης που το σχολείο θα μπορεί να κλείνει ελαφρά τη καρδία, είναι μια σαφής επιλογή.
Δεν είναι τυχαίο που οι αναφορές των υπερεθνικών οργανισμών και η στόχευση της δικής μας κυβέρνησης για το από δω και πέρα έχουν ως κέντρο βάρους την ενίσχυση της ψηφιακής εκπαίδευσης, η οποία ούτε λίγο ούτε πολύ εμφανίζεται ως μέσο για την άρση των κοινωνικών και εκπαιδευτικών ανισοτήτων! Γι’ αυτό και η κριτική γίνεται κυρίως από τη σκοπιά της δυσκολίας των κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν τη μεγαλύτερη δυνατή ψηφιακή πρόσβαση και όχι στην αδυναμία τους να κρατήσουν τα σχολεία ανοικτά, το κέντρο βάρους της συζήτησης μετατοπίζεται στην έλλειψη των υποδομών και στα τεχνικά προβλήματα και όχι στο πώς θα εξασφαλιστεί, σε περίπτωση νέου κύματος της πανδημίας, η ζωντανή εκπαιδευτική διαδικασία.
Μόνο το μαχόμενο εκπαιδευτικό κίνημα και όλοι οι φορείς του –εκπαιδευτικοί, γονείς και μαθητές– μπορούν και οφείλουν να μετατοπίσουν το κέντρο της συζήτησης από τους ψηφιακούς μετασχηματισμούς της εκπαίδευσης, ως φάρμακο για πάσα νόσο, στην επιτακτική ανάγκη να παρθούν τώρα όλα εκείνα τα μέτρα που θα εξασφαλίζουν σχολεία ανοιχτά και ασφαλή. Με καμπάνιες και κινητοποιήσεις που θα λένε καθαρά και ξάστερα ότι δεν θα ανεχθούμε ποτέ ξανά τον κατ’ οίκον εγκλεισμό εκπαιδευτικών και μαθητών μπροστά στις οθόνες των υπολογιστών.
Τεράστια ποσά για την «ψηφιοποίηση» της εκπαίδευσης, όχι για την ενίσχυσή της
«Χτίζουμε μέρα τη μέρα το αναβαθμισμένο σχολείο». Οι δηλώσεις αυτές της υπουργού παιδείας Κεραμέως στη συνάντησή της με την Αντιπρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Margrethe Vestager, αρμόδια για τον Ανταγωνισμό και την Ψηφιακή Πολιτική, είναι πρόκληση απέναντι σε εκπαιδευτικούς, γονείς και μαθητές, ειδικά σε μια περίοδο που τα σχολεία ανοίγουν με χειρότερους όρους απ’ ό,τι έκλεισαν και που το ένα νομοθέτημα διαδέχεται το άλλο για το παραπέρα χτύπημα του δημόσιου σχολείου και των μορφωτικών δικαιωμάτων των παιδιών.
Η υπουργός Παιδείας ενημέρωσε την εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τους τρεις στρατηγικούς άξονες των «μεταρρυθμίσεων» που στοχεύουν στην «ενίσχυση ψηφιακού εξοπλισμού σχολείων και μαθητών, καλλιέργεια ψηφιακών και ήπιων δεξιοτήτων και την ψηφιοποίηση των διαδικασιών στην εκπαίδευση». Με άλλα λόγια, «ενημέρωσε» την ΕΕ ότι θα ακολουθήσει κατά γράμμα αυτά που ο ίδιος ο υπερεθνικός οργανισμός επιβάλλει ως κεντρικούς άξονες εκπαιδευτικής πολιτικής, σε συμφωνία πάντα και με την εγχώρια οικονομική και πολιτική ελίτ, με την πανδημία ως αφορμή και ευκαιρία. Τα λεφτά είναι πολλά: 1,3 δις ευρώ προβλέπονται από το Ταμείο Ανάκαμψης για την Παιδεία, όχι όμως για να ανακάμψει το δημόσιο σχολείο και οι μαθητές του από τις συνέπειες του μακρόχρονου κλεισίματος αλλά για να ανακάμψει ακόμα περισσότερο η μεγαλύτερη πρόσδεση του δημόσιου σχολείου στις ανάγκες της αγοράς. Το ποσό είναι πραγματικά ιλιγγιώδες, αν το συγκρίνει κανείς και με τις δαπάνες για την Παιδεία που προβλέπονται από τον προϋπολογισμό για το 2021 και είναι 4,9 δις.
Είναι πραγματικά προκλητικό, σε μια περίοδο που όλοι διαπιστώνουν τα τεράστια μορφωτικά ελλείμματα των μαθητών από τα πολύμηνα κλεισίματα των σχολείων, το Υπουργείο Παιδείας να διαλαλεί την πραμάτεια των προγραμμάτων της επιχειρηματικότητας ακόμα και από τη Β’ Δημοτικού, της μεγαλύτερης σύνδεσης των προγραμμάτων σπουδών της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης με τις επιθυμίες των «κοινωνικών εταίρων» (βλέπε επιχειρήσεων) και την ενίσχυση της «αριστείας» και της αξιολόγησης.
Αντί λοιπόν για μέτρα που θα εξασφαλίσουν ανοιχτά και ασφαλή σχολεία για την τρέχουσα αλλά και την επόμενη σχολική χρονιά, όπως μείωση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα, μόνιμους διορισμούς εκπαιδευτικών και ενίσχυση των υποδομών των σχολείων η κυβέρνηση επιλέγει, σαν να μην συμβαίνει τίποτε, να μπουκώσει τους μαθητές στη δεξιότητα και την επιχειρηματικότητα. Αντί να πάρει μέτρα ενισχυτικά για τις μορφωτικές και τις ψυχοπαιδαγωγικές ανάγκες των παιδιών, κυρίως εκείνων από τα φτωχά στρώματα, ανεμίζει τις σημαίες των προτύπων και της αριστείας.