Γιώργος Παυλόπουλος
«Πράσινη» ΕΕ
Μέχρι πριν από 2-3 εβδομάδες, οι Γερμανοί Πράσινοι έδειχναν ικανοί να κάνουν τη μεγάλη ανατροπή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου. Να κατακτήσουν, δηλαδή, την πρωτιά και έτσι να έχουν τον αποφασιστικό λόγο στη συγκρότηση της επόμενης κυβέρνησης — πιθανότατα, ορίζοντας και την πρώτη «πράσινη» καγκελάριο στην ιστορία της χώρας.
Ωστόσο, η «λάμψη» τους μοιάζει να μην είναι τόσο έντονη πια, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Οι Χριστιανοδημοκράτες της Μέρκελ, ξεπερνώντας το σοκ από τον «εμφύλιο» με τους Βαυαρούς εταίρους τους, από την επιλογή του μάλλον αδιάφορου Λάσετ ως υποψηφίου και από το απότομο άλμα των αντιπάλων τους, μοιάζουν να ανασυγκροτούνται και η βάση τους συσπειρώνεται, έστω και με βαριά καρδιά.
Αυτό, βεβαίως, δεν μειώνει την αξία των διαγραφόμενων πολιτικών ανακατατάξεων. Εξάλλου, μόνο με θαύμα θα καταφέρει ο έτερος πόλος του παραδοσιακού δικομματισμού να αποφύγει τη συντριβή, μιας και η απώλεια της δεύτερης θέσης (αν όχι και της τρίτης) θεωρείται σχεδόν βέβαιη για το SPD, του οποίου η εκλογική βάση μοιάζει να έχει λεηλατηθεί από το κόμμα της σύγχρονης καπιταλιστικής οικολογίας.
Η αλήθεια, πάντως, είναι πως οι Πράσινοι, τόσο στη Γερμανία όσο και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά, φαίνεται πως πίστεψαν ότι θα κυριαρχήσουν πολιτικά απλώς και μόνο εξαιτίας του… χρώματος στις σημαίες τους και επειδή η στροφή στην οικονομία και οι προτεραιότητες του κεφαλαίου και ενός τμήματος των κοινωνιών τους ευνοούν. Διότι, κατά τα άλλα, έχουν πάρει διαζύγιο από καθετί ριζοσπαστικό που διέκρινε το ρεύμα τους στο παρελθόν και δεν διστάζουν να μετατρέπονται σε πολιτικούς αριβίστες για να μπουν σε κυβερνήσεις — όπως έκαναν στην Αυστρία, διαδεχόμενοι την Ακροδεξιά στη θέση του εταίρου του, επί της ουσίας ακροδεξιού, καγκελάριου Κουρτς.
Ίσως αυτός να είναι ένας βασικός λόγος που δεν «ανθούν» στον φτωχότερο Νότο, όπου το ταξικό στοιχείο εξακολουθεί –έστω και ασυνείδητα– να έχει μεγάλο ειδικό βάρος.
Ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός ποντάρει πολλά στο νέο Ταμείο Ανάκαμψης. Μπορεί τα 750 δισ. ευρώ που περιλαμβάνει το οπλοστάσιό του να μην είναι κάποιο εκθαμβωτικό ποσό –αντιπροσωπεύουν μόλις το 5% του ετήσιου ΑΕΠ των κρατών-μελών της ΕΕ– θεωρούνται όμως αρκετά για να δώσουν την ώθηση που απαιτείται, ώστε να προωθηθούν οι μεγάλες αλλαγές που έχει ανάγκη το κεφάλαιο. Και ταυτόχρονα, να οικοδομήσουν νέες κοινωνικές και πολιτικές συμμαχίες, που θα διασφαλίσουν ότι οι αλλαγές θα γίνουν όσο πιο ομαλά γίνεται.
Υπό αυτό το πρίσμα, το γεγονός ότι πάνω από το ένα τρίτο περίπου του παραπάνω ποσού θα κατευθυνθεί προς τις δράσεις που θα φέρουν πιο κοντά την επίτευξη των στόχων που έχουν τεθεί και τη μετάβαση στην «πράσινη οικονομία», αρκεί για να αποδείξει τη σημασία που έχει για την ΕΕ, τους θεσμούς και τις κυβερνήσεις των «27» αυτή η στροφή. Πολύ περισσότερο καθώς προς την ίδια κατεύθυνση θα δαπανηθεί ανάλογο ποσοστό του νέου επταετούς προϋπολογισμού της ΕΕ (αφορά την περίοδο 2021-27), ύψους περίπου 1,2 τρισ. ευρώ.
Επειδή, όμως, συχνά οι αριθμοί δεν αρκούν, χρειάζεται και η κατάλληλη… συσκευασία προκειμένου να «πουληθούν» πιο εύκολα και αποτελεσματικά. Γι’ αυτό και προκειμένου να περιγραφεί το –αναντίρρητα μεγάλο και φιλόδοξο– εγχείρημα, επελέγη ένα όνομα από τα παλιά: Το Green Deal, που παραπέμπει ευθέως στο New Deal. Το σχέδιο, δηλαδή, που επινόησε και εφάρμοσε στις ΗΠΑ ο Φραγκλίνος Ρούζβελτ τη δεκαετία του ’30, μετά το Μεγάλο Κραχ του ’29, προκειμένου να σώσει από την κατάρρευση τον αμερικανικό καπιταλισμό και το «όνειρο» που κουβαλούσε μαζί του και κινδύνευε να πεθάνει.
Με αυτό το σύνθημα διεκδίκησε και διασφάλισε την προεδρία της Κομισιόν η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν το 2019 — μαζί, βεβαίως, με την υπόσχεση πως θα κάνει ό,τι μπορεί προκειμένου η Ευρώπη να καταστεί πρωταγωνίστρια των εξελίξεων σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρά το γεγονός ότι στο θέμα της πανδημίας και των εμβολιασμών τα έκανε θάλασσα και απέδειξε ότι, εκτός των άλλων, είναι πολύ «λίγη», η ουσία είναι πως η «πράσινη στροφή» και η διεκδίκηση πρωταγωνιστικού ρόλου από την ΕΕ διεθνώς πάνε κυριολεκτικά… πακέτο.
Είναι γεγονός, άλλωστε, ότι οι στόχοι που έχουν υιοθετήσει επισήμως οι «27» είναι κάπως πιο φιλόδοξοι σε σύγκριση με εκείνους των ΗΠΑ και, πολύ περισσότερο, της Κίνας και άλλων χωρών: 55% μείωση των εκπομπών διοξειδίου και άλλων αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990 και επίτευξη «ουδετερότητας» ως το 2050, κάτι που σημαίνει ότι οι ποσότητες που εκπέμπονται θα πρέπει να είναι μικρότερες σε σύγκριση με αυτές που θα απορροφώνται, φυσικά ή τεχνητά. Πίσω από τους στόχους αυτούς κρύβεται η φιλοδοξία του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και ειδικά ορισμένων κλάδων του να αποκτήσουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα σε σύγκριση με τους υπόλοιπους. Διασφαλίζοντας, ανάμεσα στα άλλα, έναν νέο γύρο αθρόων κρατικών επιδοτήσεων, οι οποίες, βεβαίως, θα φορτωθούν στον λαό, με τη μορφή «πράσινων» φόρων.
Οι αυτοκινητοβιομηχανίες, για παράδειγμα, πρωτίστως οι γερμανικές και στη συνέχεια οι γαλλικές και ιταλικές, δεν είναι τυχαία εκείνος ο κλάδος που διαπραγματεύε-ται σκληρά και μέχρι την τελευταία στιγμή για να κερδίσει όσο το δυνατόν περισσότερα. Άλλωστε, γι’ αυτές που έχουν τη δύναμη να ανεβοκατεβάζουν κυβερνήσεις, η επιδοτούμενη αντικατάσταση δεκάδων εκατομμυρίων αυτοκινήτων με νέα και πιο ακριβά ισοδυναμεί με ένα τεράστιο πάρτι κερδών σε μια εξαιρετικά δύσκολη περίοδο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με την ενέργεια — με τη διαφορά ότι εδώ στόχος είναι η αναδιανομή να γίνει μέσω του αποκαλούμενου «χρηματιστηρίου ρύπων» (ETS), το οποίο η ΕΕ δημιούργησε πρώτη. Η προβλεπόμενη εκτίναξη των τιμών στις μετοχές του –που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοδυναμούν με δικαιώματα εκπομπών– θα αποτυπωθεί με βεβαιότητα στους λογαριασμούς, που θα είναι φουσκωμένοι, αλλά για… καλό σκοπό. Έτσι, θα επιτευχθεί η ανασυγκρότηση όλου του κλάδου, χωρίς οι επιχειρήσεις να επιβαρυνθούν.
Παράλληλα, βεβαίως, το «διευθυντήριο» των Βρυξελλών γνωρίζει ότι η Ευρώπη παραμένει από τις πιο φτωχές ηπείρους σε αποθέματα υδρογονανθράκων και είναι εξαρτημένη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Φιλοδοξεί, έτσι, μέσα από τη μετάβαση στην «πράσινη εποχή», να διασφαλίσει την πολυπόθητη αυτονομία της ΕΕ, η οποία έτσι θα είναι λιγότερο ευάλωτη σε εκβιασμούς και γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς. Πρόκειται για έναν στρατηγικής σημασίας στόχο και γι’ αυτό η επίτευξή του πλαισιώνεται και με την προσπάθεια η έρευνα και η παραγωγή να διεκπεραιώνονται εντός της Ευρώπης για μια σειρά προϊόντα — μπαταρίες και γενικώς κυψέλες ενέργειας, εκμετάλλευση του υδρογόνου κλπ.
Η άνοδος των Πρασίνων αποτελεί αντανάκλαση των εξελίξεων στην οικονομία
Μέχρι να πετύχει όλα τα παραπάνω, φυσικά, ο ευρωπαϊκός καπιταλισμός δεν σταματά να ποντάρει στη «βρόμικη ενέργεια» και, όποτε χρειάζεται, να την επιδοτεί, άμεσα ή έμμεσα. Για του λόγου το αληθές, όπως σημείωνε έρευνα που δημοσίευσε η εφημερίδα The Guardian αυτή την εβδομάδα, οι παχυλές επιδοτήσεις που δόθηκαν σε αερομεταφορείς και σε αυτοκινητοβιομηχανίες για την αντιμετώπιση της κρίσης που προκάλεσε η πανδημία δεν συνοδεύονταν πρακτικά από καμία δέσμευση για περιορισμό των εκπομπών και γενικώς του «αποτυπώματος άνθρακα» που αφήνουν στη φύση.
Τέλος, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι και σε αυτό το θέμα, η μετάβαση δεν γίνει ομαλά ούτε χωρίς σοβαρές διαφωνίες εντός των «27». Οι βασικές αντιρρήσεις πηγάζουν από τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης, που θεωρούν ότι οι εταίροι τους από τη δυτική προσπαθούν να τους «ρίξουν», καθώς είναι πιο έτοιμοι να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Έτσι, με επικεφαλής την Πολωνία, απαιτούν σοβαρά ανταλλάγματα και πιο γενναίες επιδοτήσεις, φοβούμενοι ότι σε διαφορετική περίπτωση θα μείνουν ακόμη πιο πίσω σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας.
Αυτός είναι και ο λόγος που δεν επετεύχθη συμφωνία στην πρόσφατη, έκτακτη σύνοδο κορυφής, η οποία θεωρητικά έπρεπε να καταλήξει τον «οδικό χάρτη» για τη μετάβαση. Πλέον, το μπαλάκι πετάχτηκε στην Κομισιόν, καθώς παραμένει ζητούμενο το «ποιος θα πληρώσει». Όπως πάντα, άλλωστε.