Γιώργος Καλημερίδης
Η παιδεία στη θύελλα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων
Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας επιχειρεί με το κλείσιμο των σχολείων να νομοθετήσει ένα ακόμη αντιδραστικό εκπαιδευτικό νομοσχέδιο που πατάει πάνω στις προηγούμενες νομοθετικές της πρωτοβουλίες. Πιστή στο επιχειρηματικό σχολείο και πανεπιστήμιο του ΟΟΣΑ και της Κομισιόν, το υπουργείο διαρρέει μια σειρά νέων αντιδραστικών ρυθμίσεων. Έχει μια σημασία να τονίσουμε εξαρχής ότι το υπουργείο Παιδείας εδώ και δύο χρόνια, συνεχίζοντας την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθεί να αλλάξει, συνολικά, το αξιακό και παιδαγωγικό DNA του δημόσιου σχολείου: εμμονή στις δεξιότητες και την κατάρτιση, ευελιξία στην αγορά εργασίας, περικοπές στις δημόσιες δαπάνες για το σχολείο, αποκλεισμός χιλιάδων νέων από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, δραματική όξυνση των μορφωτικών ανισοτήτων διαμέσου της τηλεκπαίδευσης. Και όλα αυτά σε ένα ιδεολογικό κλίμα που προτάσσει την αριστεία του χρήματος και των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, την ατομική ευθύνη υπογραμμίζοντας εξαρχής ωστόσο ότι κάποιοι/ες δεν θα πρέπει να προχωρήσουν εκπαιδευτικά και, τέλος, με την εμμονή στον πειθαρχικό έλεγχο όλων (διδασκόντων και διδασκομένων), συχνά και με τη χρήση ανοικτής βίας, καθώς η επιχειρηματικότητα και η εργασιακή ευελιξία απαιτούν και υποταγή.
▸ Επιχειρηματικές μονάδες γίνονται τα σχολεία
Με βάση τα παραπάνω, η κυρία Κεραμέως προτάσσει τη λεγόμενη αυτονομία της σχολικής μονάδας. Πρόκεται για έναν όρο που προβάλλεται εδώ και τρεις δεκαετίες από τον εκπαιδευτικό νεοφιλελευθερισμό και ήταν και στα προρίσματα του Εθνικού Διαλόγου για την Παιδεία του ΣΥΡΙΖΑ. Η εκπαιδευτική αυτονομία σχετίζεται με την επιβολή των αρχών του επιχειρηματικού μάνατζμεντ στο δημόσιο σχολείο, την ανταγωνιστική και επιχειρηματική του λειτουργία και την ολοένα και μεγαλύτερη αποποίηση των δημόσιων ευθυνών για τη χρηματοδότηση του σχολείου. Προτροπή για την εμπορική εκμετάλλευση των δομών του δημόσιου σχολείου, την εκμίσθωση χώρων για να διασφαλίζεται η χρηματοδότηση, την εξασφάλιση χορηγιών που θα πιστοποιούν και την ικανότητα των νέων σχολικών διευθυντών-μάνατζερ που θα επιλεγούν. Καθόλου τυχαία δίνεται πλέον η δυνατότητα στους δήμους να αναπτύσουν Κέντρα Δημιουργικής Απασχόλησης (ΚΔΑΠ) παράλληλα με τη λειτουργία του ολοήμερου προγράμματος, διαμορφώντας μέσα στην ίδια τη σχολική μονάδα μια δημόσια δομή που θα συρρικνώνεται και μια ιδιωτικοποιημένη που θα αναπτύσσεται στη βάση των vouchers. Ακόμα και η εισαγωγή του λεγόμενου πολλαπλού βιβλίου, με ένα ωστόσο ενιαίο αναλυτικό πρόγραμμα, δεν είναι παρά μια άλλη εκδοχή της εμπορευματοποίησης του σχολικού εγχειριδίου, πεδίο μεγάλων κερδών για τους εκδοτικούς οίκους, με διασφαλισμένο πάντα τον κρατικό έλεγχο πάνω στη γνώση και τη μόρφωση.
Η κυβέρνηση, στο πλαίσιο του πρόγραμματος ανάκαμψης «Ελλάδα 2.0», προτάσσει ως κεντρική εκπαιδευτική προτεραιότητα τον ψηφιακό μετασχηματισμό της ελληνικής εκπαίδευσης, ενώ η Κεραμέως πρόσφατα μίλησε ανοιχτά για τη λεγόμενη αντεστραμμένη τάξη. Η τάση είναι πανευρωπαϊκή και αφορά την προώθηση ενός υβριδικού μοντέλου εκπαίδευσης που θα συνδυάζει τη διά ζώσης διδασκαλία με τις ποικίλες μορφές ψηφιακής εκπαίδευση. Σύμφωνα με την αντεστραμμένη τάξη, η βασική εκπαιδευτική διαδικασία και διδασκαλία θα πραγματοποιείται στο σπίτι, ενώ στο σχολείο ο χρόνος θα αφιερώνεται στην εμπέδωση και πρακτική εφαρμογή των όσων έχουν σταλεί με βίντεο, ψηφιακές προβολές από πλατφόρμες κτλ. Είναι εύκολο να κατανοήσουμε ότι τέτοιες αντιδραστικές ιδέες όχι απλά υπονομεύουν το δικαίωμα στη μόρφωση για χιλιάδες παιδιά, όχι απλά εξατομικεύουν την ευθύνη για τη μόρφωση στα ίδια τα παιδιά, αλλά καταργούν το ίδιο το νόημα του σχολείου ως μιας ουσιαστικής ζωντανής και απρόβλεπτης ανθρώπινης σχέσης επικοινωνίας, διαλόγου και αντιπαράθεσης.
Τέλος, σε ένα τέτοιο σχολείο δεν θα μπορούσε να λείπει η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών. Ο υποταγμένος και φοβισμένος εκπαιδευτικός, ο εκπαιδευτικός που θα δουλεύει πλέον όχι για τα παιδιά αλλά για την εργασιακή του επιβίωση και το βιογραφικό του, κουμπώνει με τον κυρίαρχο αστικό εκπαιδευτικό προσανατολισμό. Επιδιώκουν να διαμορφώσουν νέες δομές επιθεωρητισμού και ελέγχου της παιδαγωγικής πράξης, να ελαστικοποιήσουν ακόμη περισσότερο τις εργασιακές σχέσεις, αλλά και να χειραγωγήσουν το εκπαιδευτικό περιεχόμενο του δημόσιου σχολείου. Εργαστήρια Δεξιοτήτων για την επιχειρηματικότητα και τον εθελοντισμό, συνεργασίες με ποικίλους επιχειρηματικούς ομίλους (π.χ. ίδρυμα Λάτση), ευρωπαϊκά προγράμματα μπορούν να επιβληθούν ως εκπαιδευτικές κανονικότητες μόνο αν ο εκπαιδευτικός είναι φοβισμένος και γνωρίζει πως αυτό το περιεχόμενο και αυτή η εκπαιδευτική πρακτική θα εκτιμηθεί και θα αξιολογηθεί θετικά. Η στόχευση είναι επομένως διπ: ουσιαστικός έλεγχος του τι θεωρείται αποδεχτό στο σχολείο –και σίγουρα όχι η γνώση και η κριτική σκέψη, αλλά η «δεξιότητα» της επιχειρηματικότητας για παράδειγμα– και η κάμψη των αντιστάσεων σε ένα σχολείο που θα ισχύει ο δεσποτισμός του διευθυντή και του σχολικού συμβούλου.
Όλα αυτά προωθούνται στη νέα πραγματικότητα που διαμορφώνει ο νόμος Χατζηδάκη, με την προσπάθεια διάλυσης των πρωτοβάθμιων σωματείων. Ο κόσμος της εκπαίδευσης έχει ωστόσο αποδείξει εδώ και δεκαετίες ότι μπορεί να ανατρέπει αναγκαιότητες και δεδομένες για το κεφάλαιο πραγματικότητες. Για τα μορφωτικά δικαιώματα των μαθητών, για την εργασιακή και παιδαγωγική του αξιοπρέπεια, για το μέλλον.