Κώστας Δικαίος
Ο εκλεκτός των «συντηρητικών» του ιερατείου Εμπραχίμ Ραϊσί -μαθητής του Ανώτατου θρησκευτικού ηγέτη Αγιατολάχ Χαμενεϊ στον οποίον υπάγονται ο στρατός (των Φρουρών της Επανάστασης συμπεριλαμβανομένων), το δικαστικό σώμα, η κρατική τηλεόραση, το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων και επομένως στην ουσία ασκεί εξουσία περισσότερο από τον πρόεδρο- κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με ποσοστό 62%.
Ωστόσο πρόκειται για μια οριακή νίκη αν αναλογιστεί κάνεις ότι το Συμβούλιο των Θεματοφυλάκων απαγόρευσε την συμμετοχή στις εκλογές στους πιο ικανούς αντιπάλους από την πλευρά των «μεταρρυθμιστών» -οι οποίοι στηρίχτηκαν από τον απερχόμενο πρόεδρο Ρουχανί- με αποτέλεσμα πολλοί «μεταρρυθμιστές» να καλέσουν σε αποχή και έτσι η συμμετοχή στις εκλογές να πέσει κατά 25,4% φτάνοντας το χαμηλό ποσοστό του 48.78%!!
Πάντως η εξουσία πέρασε εξολοκλήρου στους «σκληροπυρηνικούς» (οι οποίοι ελέγχουν και την Βουλή). Βέβαια θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι η νίκη τους ήταν αποτέλεσμα μόνο αντιδημοκρατικών μεθοδεύσεων. Η ισλαμική δημοκρατία του Ιράν έχει κάποιες λειτουργίες πολιτικές και κοινωνικές οι οποίες την διαχωρίζουν από τις απολυταρχίες των μοναρχιών του Κόλπου ή την δικτατορία του Σίσι στην Αίγυπτο που χαίρουν της απόλυτης στήριξης των Δυτικών ιμπεριαλιστών. Ωστόσο πρόκειται για ένα θεοκρατικό ολιγαρχικό καθεστώς που η οικονομική και πολιτική εξουσία ασκείται από το ιερατείο , τον στρατό (που έχει ολόκληρες επιχειρήσεις) και τις πλούσιες ελίτ. Η κοινωνική πολιτική ασκείται μέσω φιλανθρωπικών ιδρυμάτων -υπό την αιγίδα του ιερατείου- που ελέγχουν το 20% της οικονομίας και βοηθάνε τους φτωχούς αγρότες που συρρέουν στις πόλεις, προσφέρουν θέσεις στα πανεπιστήμια και το στρατό με αποτέλεσμα οι «συντηρητικοί» να διατηρούν μεγάλη επιρροή στις φτωχές μάζες.
Στη χώρα κυριαρχεί ένα θεοκρατικό ολιγαρχικό καθεστώς, όπου η εξουσία ασκείται από το ιερατείο, τον στρατό και τις πλούσιες ελίτ
Επίσης η πολιτική των «συντηρητικών» δίνει μεγαλύτερο βάρος στην κρατική παρέμβαση στην οικονομία και την ανάπτυξη εγχώριων πόρων, ενώ στην εξωτερική πολιτική προωθούν ένα πατριωτισμό ενάντια στους ιμπεριαλιστές που συνεχίζει να έχει απήχηση στο λαό από την επανάσταση του 1979.
Αντίθετα οι «μετριοπαθείς» υπόσχονται μεν ελευθερίες ( στην ουσία βέβαια δεν έκαναν τίποτα κατά την διάρκεια της θητείας του Ροχανί, αντίθετα χρεώθηκαν και την άγρια καταστολή των εξεγέρσεων του 2019 ενάντια στις αυξήσεις στα καύσιμα ) πράγμα που επηρεάζει την νεολαία (το 60% του πληθυσμού) αλλά ταυτόχρονα προωθούν μια αυξημένη συνεργασία με την Δύση (άνοιγμα της οικονομίας στα συμφέροντα των δυτικών πολυεθνικών) στα πλαίσια μιας οικονομίας της αγοράς, πράγμα που αντιστοιχεί στα συμφέροντα συγκεκριμένων ελίτ.
Το μεγάλο ατού των «μεταρρυθμιστών» ήταν η Συμφωνία για τα πυρηνικά του 2015 η οποία ήρε τις κυρώσεις ενάντια στο Ιράν πράγμα που θα έδινε ώθηση στην οικονομία. Ωστόσο η πολιτική αυτή ηττήθηκε όταν ο Τραμπ απόσυρε τις ΗΠΑ από την συμφωνία το 2018 και επέβαλε εξοντωτικό εμπάργκο στην χώρα και το λαό της. Η προσπάθεια του Τραμπ (σε συνεργασία με το Ισραήλ και την Σαουδική Αραβία) ήταν να φτιαχτεί μια συμμαχία ενάντια στο Ιράν ώστε να σταματήσει η επέκταση της επιρροής του στην περιοχή της Μ. Ανατολής (ο λεγόμενος «άξονας της αντίστασης» που περιλαμβάνει τις φιλοιρανικες πολιτοφυλακές στο Ιράκ, την συμμαχία με τον Ασαντ και την Ρωσία στη Συρία, την Χεζμπολάχ στο Λίβανο, τους Χουθι στην Βόρεια Υεμένη).
Παράλληλα εξαπολύθηκε και ένας υβριδικός πόλεμος ενάντια στην χώρα που περιλάμβανε σαμποτάζ ενάντια στις πυρηνικές εγκαταστάσεις στην Νατανζ, δολοφονίες επιστημόνων και στρατιωτικών όπως ο Σουλεϊμανί στρατηγος των Φρουρών και αρχιτέκτονας του άξονα της αντίστασης, δολιοφθορές σε πλοίο στην ερυθρά θάλασσα που βοηθούσε τους Χουθι, μέχρι και κυβερνοεπιθέσεις με ιούς!!!
Η πολιτική αυτή όμως είχε μάλλον τα αντίθετα αποτελέσματα. Συσπείρωσε τους «συντηρητικούς» στο εσωτερικό, οδήγησε στη ψήφιση νόμου για την αύξηση του εμπλουτισμού ουρανίου και την επέκταση του πυραυλικού προγράμματος, έστρεψε την χώρα προς την Ρωσία και την Κίνα (τελευταία υπογράφηκε συμφωνία ύψους 400 δις που περιλαμβάνει τον τραπεζικό τομέα, τις τηλεπικοινωνίες, τα λιμάνια, τους σιδηροδρόμους με αντάλλαγμα ροή πετρελαίου προς την Κίνα) που υλοποιεί τον Δρόμο του Μεταξιού, ενώ δόθηκε αναγκαστικά μεγαλύτερο βάρος στο εσωτερικό της χώρας για την εξάλειψη της διαφθοράς (την οποία όμως προκαλούν κύρια τα ιδρύματα του ιερατείου!!) και την αξιοποίηση των εγχώριων παραγωγικών δυνάμεων (χωρίς επιτυχία με αποτέλεσμα την υπαρκτή δυσαρέσκεια των μαζών που εξηγεί και την μεγάλη αποχή). Με λίγα λόγια το άνοιγμα προς την Δύση των «μεταρρυθμιστών» αποδείχθηκε αναξιόπιστο!!
Επομένως ήταν αναμενόμενη η νίκη του Ραϊσί (ο οποίος ας σημειωθεί χρεώνεται με τις μαζικές εκτελέσεις μαρξιστών και αριστερών πολιτικών κρατουμένων το 1988) αν και αυτό δεν σημαίνει ότι οι « «σκληροπυρηνικοί» αρνούνται την συνεργασία με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές και τιςΗΠΑ. Αντίθετα προωθούν τις συνομιλίες αλλά με την προϋπόθεση να αρθούν οι κυρώσεις.
Η κυβέρνηση Μπάιντεν διαφοροποιείται από αυτήν του Τραμπ και διατείνεται ότι θέλει να επανέλθει στην συμφωνία αλλά με καλλίτερους όρους ενώ έχει διαφοροποιήσει και την στάση της απέναντι στην γενοκτονία των Χούθι από την Σαουδική Αραβία (την οποία κατηγόρησε και για την δολοφονία Κασογκι).
Οι συζητήσεις συνεχίζονται στην Βιέννη και είναι προφανές ότι επιδιώκεται μια συμφωνία αφού έχει γίνει φανερό στους δυτικούς ότι το καθεστώς στο Ιράν δεν είναι τόσο ευάλωτο (όπως πίστευε ο Τραμπ) για να πέσει από εσωτερικούς κλυδωνισμούς που θα πυροδοτούσε ο οικονομικός στραγγαλισμός, ούτε είναι δυνατόν να ηττηθεί με μια επέμβαση όπως στο Ιράκ χωρίς τεράστιο κόστος και με απειλή παγκόσμιας κρίσης λόγω του ελέγχου των στενών του Ορμούζ στον Περσικό Κόλπο. Αντίθετα η επιρροή του στην περιοχή το καθιστά απαραίτητο μέρος μιας συμφωνίας για την διευθέτηση ενός στάτους που θα μειώνει και τον κίνδυνο διείσδυσης της Κίνας και της Ρωσίας.
Ωστόσο αυτό το σχέδιο δεν είναι εύκολο αφού θα πρέπει να συμφωνήσουν τόσο η Σαουδική Αραβία (ήδη βρίσκεται σε παρασκηνιακές συζητήσεις με το Ιράν) αλλά πολύ περισσότερο το Ισραήλ το οποίο θεωρεί την επικράτηση των συντηρητικών σαν αιτία πολέμου.