Κώστας Παπαγεωργίου
▸Με διαδικασίες εξπρές, οι οποίες διήρκησαν μόλις μία εβδομάδα, ολοκληρώθηκε η δημόσια ηλεκτρονική διαβούλευση πάνω στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας για τη διαχείριση των αποβλήτων.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του υπουργείου, «με το σχέδιο νόμου αντικαθίστανται το Μέρος Β’ του ν. 4042/2012 και ο ν. 2939/2001 από έναν ενιαίο νόμο, ο οποίος προάγει την ανακύκλωση σε βασικό εργαλείο πολιτικής στη διαχείριση των αποβλήτων, σύμφωνα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή θεώρηση».
Η πραγματικότητα βέβαια είναι πως η κυβέρνηση για ακόμα μια φορά πορεύεται με βάση τη λαϊκή ρήση «ο λύκος στην αναμπουμπούλα χαίρεται» σε ότι αφορά τη διαχείριση των απορριμμάτων. Σε ένα σχέδιο νόμου 180 σελίδων, ενσωματώνει τις ευρωπαϊκές οδηγίες για τα απόβλητα, επαναδιατυπώνει μέρος της υφιστάμενης αντιλαϊκής νομοθεσίας που ψηφίστηκε τα τελευταία χρόνια από τις κυβερνήσεις ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και φιλοδοξεί ο νέος νόμος να αποτελέσει το σημείο αναφοράς για τη βαθύτερη είσοδο των επιχειρηματικών ομίλων στη χρυσοφόρα μπίζνα της διαχείρισης των απορριμμάτων.
Με πλήθος διατάξεων και επιμέρους εξυπηρετήσεων στα συμφέροντα του κεφαλαίου, επιχειρεί να ολοκληρώσει νομοθετικά τις πρακτικές και τις κατευθύνσεις που ορίστηκαν από το Εθνικό Σχέδιο Διαχείρισης Αποβλήτων (ΕΣΔΑ), το οποίο η ίδια ψήφισε τον περασμένο Αύγουστο. Την ώρα που μιλά για περιορισμό της ταφής και ενίσχυση της ανακύκλωσης, στην πραγματικότητα «καίει» κάθε τέτοια προοπτική, ανοίγοντας οριστικά το δρόμο για την καρκινογόνο καύση των απορριμμάτων.
Με το σχέδιο νόμου, το υπουργείο Περιβάλλοντος εμμένει στη δημιουργία δικτύου μονάδων παραγωγής ενέργειας από απόβλητα, που σημαίνει εργοστάσια καύσης, παρότι ακόμα και η χρηματοδότηση ενός τέτοιου έργου δεν είναι εξασφαλισμένη από κοινοτικούς πόρους.
Ενώ βάζει φιλόδοξους στόχους για την ανακύκλωση, στην πράξη προωθεί τη δημιουργία μονάδων καύσης και μονάδων επεξεργασίας σύμμεικτων απορριμμάτων, αποθαρρύνοντας έτσι με έμμεσο τρόπο τη διαλογή στην πηγή, την επαναχρησιμοποίηση και την κομποστοποίηση. Το σχέδιο νόμου έρχεται ακριβώς να εξυπηρετήσει την πρόβλεψη του ΕΣΔΑ για κατασκευή 27 Μονάδων Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) έως το τέλος του 2023 και τεσσάρων εργοστασίων καύσης πανελλαδικά.
Η κυβέρνηση, προσχηματικά μιλά για το μονόδρομο της ανακύκλωσης και θέτει στόχο για ανακύκλωση των αστικών αποβλήτων σε ποσοστό τουλάχιστον 55% και των συσκευασιών σε ποσοστό τουλάχιστον 65% για το 2025, ενώ νομοθετεί υποχρέωση μείωσης κατά 30% των αποβλήτων τροφίμων έως το 2030. Την ίδια ώρα, βέβαια, οι κρατικοί ελεγκτικοί μηχανισμοί παραμένουν υποστελεχωμένοι και αδύναμοι να τα βάλουν με τους μεγαλοεργολάβους που διαχειρίζονται την ανακύκλωση. Η μόνη πρόβλεψη στο σχέδιο νόμου είναι η θέσπιση θέσης γενικού διευθυντή στον Ελληνικό Οργανισμό Ανακύκλωσης (ΕΟΑΝ).
Η διαδικασία ποινών στα συστήματα ανακύκλωσης συνεχίζει να είναι μακρά και αδιαφανής ενώ οι ιδιώτες απαλλάσσονται από οποιαδήποτε νομική ευθύνη για τα αποτελέσματα των συστημάτων που χρησιμοποιούν, παρότι οι πυρκαγιές στα εργοστάσια ανακύκλωσης ξεσπούν η μία μετά την άλλη.
Με το νέο πλαίσιο, οι δήμοι καθίστανται βασικός παίχτης στη διαχείριση των στερεών αποβλήτων με ανάληψη περισσότερων υποχρεώσεων και ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα. Στην ουσία, βέβαια, το σχέδιο νόμου φορτώνει στους δήμους όλες τις κοστοβόρες υποχρεώσεις (όπως η περισυλλογή αμιάντου από ανακαινίσεις σπιτιών) και αφήνει στους ιδιώτες τα πολυπόθητα φιλέτα.
Και μάλιστα χωρίς καμία πρόβλεψη για τη χρηματοδότησή των δήμων. Ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής τους, θα κληθούν να αντιμετωπίσουν την παρακράτηση χρημάτων από το βασικό έσοδό τους που είναι οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι. Με άλλα λόγια, προετοιμάζουν μια νέα περίοδο αύξησης των δημοτικών τελών και μετακύλισης του κόστους της ανακύκλωσης στη λαϊκή πλειοψηφία.
Και η επιβάρυνση των λαϊκών νοικοκυριών από το αυξημένο κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων, το οποίο θα κληθούν να φέρουν εις πέρας οι δήμοι, δεν σταματά εκεί Από την 1η Ιανουαρίου 2023 θεσπίζεται η υποχρεωτική εφαρμογή του μέτρου «Πληρώνω όσο πετάω» με ταυτόχρονη αύξηση του τέλους ταφής κατά 5 ευρώ/τόνο αρχικά, απαλλάσσοντας στην ουσία τις μεγάλες επιχειρήσεις που είναι υπεύθυνες για το μεγαλύτερο μέρος των απορριμμάτων.
Το συμπέρασμα για τον κόσμο της δουλειάς είναι πως όσο κι αν μιλούν για ανακύκλωση και προστασία του περιβάλλοντος, η πραγματικότητα της πολιτικής τους είναι χωματερές, καύση, ενταφιασμός της ανακύκλωσης και κυρίως «Όλα για το κέρδος» του κεφαλαίου.