Νίκος Καπιτσίνης
▸ Οι εκλογές της 6ης Μαΐου ανέδειξαν τις πολιτικές και κοινωνικές τάσεις στη Βρετανία μετά το Brexit και με φόντο την πανδημία
Την Πέμπτη 6 Μάη διεξήχθησαν μία σειρά από σημαντικές εκλογικές αναμετρήσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, στη σκιά του ανοίγματος της οικονομίας και της κοινωνίας μετά από 10 μήνες λοκντάουν, από τον Μάρτη του 2020. Συγκεκριμένα, οι πολίτες κλήθηκαν να ψηφίσουν στις τοπικές εκλογές στην Αγγλία και στις εθνικές εκλογές στη Σκωτία και την Ουαλία. Σημειώνεται ότι Σκοτία, Ουαλία και Βόρεια Ιρλανδία διαθέτουν εθνικά κοινοβούλια, τα οποία όμως ασκούν περιορισμένη εξουσία σε συγκεκριμένα πεδία της κοινωνικοοικονομικής ζωής και έχουν πάντα ένα σημαντικό βαθμό οικονομικής εξάρτησης από την κεντρική κυβέρνηση.
Τα σημαντικά νέα έρχονται από τη Σκοτία, όπου το αποτέλεσμα των εκλογών φέρνει εκ νέου στο τραπέζι τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την ανεξαρτητοποίησή της από το Ηνωμένο Βασίλειο. Υπενθυμίζεται ότι το 2007, οκτώ χρόνια μετά την ίδρυση του σκοτσέζικου κοινοβουλίου, το Εθνικό Κόμμα SNP ανέλαβε την εξουσία και από τότε δεν την έχει χάσει ποτέ, κατέχοντας είτε απόλυτη είτε σχετική πλειοψηφία. Το ζήτημα στις φετινές εκλογές ήταν, αν θα μπορούσε να αποσπάσει την απόλυτη πλειοψηφία των 65 εδρών. Τελικά κατάφερε να κερδίσει 64 έδρες, αυξάνοντας κατά μία τη δύναμή του, σε σχέση με το 2016. Δεύτερο κόμμα οι Συντηρητικοί, με 31 έδρες, όσες και το 2016, τρίτο οι Εργατικοί, με 22 έδρες, χάνοντας δύο σε σχέση με το 2016, ενώ οι Πράσινοι –που επίσης στηρίζουν την ανεξαρτησία– διασφάλισαν 8 έδρες, κερδίζοντας δύο.
Το περιορισμένο, λόγω της πανδημίας, προεκλογικό σκηνικό επισκιάστηκε από τη συζήτηση γύρω από ένα δεύτερο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας, έπειτα από εκείνο του 2014. Παρόλο που το SNP δεν απέσπασε απόλυτη πλειοψηφία, η ισχυρή παρουσία των Πρασίνων φέρνει στο προσκήνιο το σοβαρό ενδεχόμενο το τοπικό κοινοβούλιο να ζητήσει από την κεντρική κυβέρνηση και τον Μπόρις Τζόνσον να διεξαχθεί ένα νέο δημοψήφισμα. Το διακύβευμα, δε, αναμένεται να είναι διαφορετικό από εκείνο του 2014, καθώς η πρωθυπουργός Στέρτζον υπόσχεται μία ανεξάρτητη Σκοτία μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, από την οποία η Βρετανία έχει αποχωρήσει ήδη. Οι συνθήκες, λοιπόν, έχουν αλλάξει σε σύγκριση με το 2014. Αν και προς το παρόν η Στέρτζον δήλωσε πως επικεντρώνεται στην αντιμετώπιση της πανδημίας και πως σε δεύτερο χρόνο θα ρίξει το βάρος στο δημοψήφισμα, η μεγάλη και κρίσιμη αναμέτρηση πλησιάζει και είναι αναπόφευκτη.
Στην Ουαλία, οι Εργατικοί διατήρησαν τη μεγάλη πλειοψηφία που κατέχουν ιστορικά, καθώς έχουν στενούς δεσμούς με κομμάτια του πληττόμενου κόσμου της εργασίας. Η συντήρηση σχετικά μεγάλου μέρους του δημόσιου τομέα είναι χαρακτηριστικό της διακυβέρνησής τους στην Ουαλία. Το κόμμα κέρδισε 30 έδρες, μία παραπάνω από το 2016 αλλά δεν καταφέρνει να πετύχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή των 60 μελών. Οι 7 έδρες που είχε κερδίσει το ακροδεξιό UKIP του Nigel Farage το 2016 και δεν κατέβηκε φέτος πήγαν κυρίως στους Συντηρητικούς (5), αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο δεξιά κόμματα απορροφούν ψήφους της ακροδεξιάς και το αντίστροφο. Έτσι, οι Συντηρητικοί απέσπασαν τα μεγαλύτερα οφέλη σε σχέση με το 2016, ανεβαίνοντας από τις 11 στις 16 έδρες. Τέλος, το κόμμα που στηρίζει την εθνική ανεξαρτησία της Ουαλίας, μία τάση που υπάρχει σε σημαντικό βαθμό στην τοπική κοινωνία αλλά σε μικρότερη έκταση σε σχέση με τη Σκοτία και τη Βόρειο Ιρλανδία, κέρδισε 13 έδρες, μία περισσότερη από το 2016.
Παρά την εξαίρεση της Ουαλίας, ωστόσο, η κρίση στο κόμμα των Εργατικών έχει αποκτήσει τεράστιες διαστάσεις. Πέρα από την απώλεια δύο εδρών στη Σκοτία, οι Εργατικοί έχασαν συνολικά 267 δημοτικούς συμβούλους και 8 δήμους –κερδίζοντας 44– ενώ οι Συντηρητικοί κέρδισαν 13 δήμους επιπλέον σε σχέση με το 2016, φτάνοντας τους 63. Παρόλο που οι Εργατικοί κέρδισαν εκ νέου το Λονδίνο, στηριζόμενοι κατά βάση σε μικροαστικά και μεσαία στρώματα, η κρίση τους επιδεινώθηκε μετά την απώλεια μίας βουλευτικής έδρας σε ένα από τα προπύργιά τους στον Βορρά της Αγγλίας (Χάρτλπουλ), την οποία κέρδισαν οι Συντηρητικοί σε επαναληπτικές εκλογές. Το αποτέλεσμα στο Λονδίνο και στο Χάρτλπουλ αναδεικνύει ένα μεγάλο πολιτικό συμπέρασμα που έκανε εκκωφαντικό κρότο στις εθνικές εκλογές του 2019, υπό την ηγεσία του Κόρμπιν και συνεχίζεται: Τα παραδοσιακά εκλογικά κάστρα των Εργατικών στον φτωχό Βορρά της Αγγλίας, όπου συγκεντρώνονται μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης, πέφτουν και μετατοπίζονται προς τους Συντηρητικούς — με καταλύτη την ερμαφρόδιτη πολιτικά στάση του κόμματος στο Brexit.
Οι Εργατικοί χάνουν τα προπύργιά τους και αναζητούν ταυτότητα, μετά τις παλινωδίες Κόρμπιν και την «προδοσία» της εργατικής τάξης
Αυτές οι εξελίξεις των τελευταίων ετών δεν αποτελούν έκπληξη, καθώς πλέον ο κόσμος της εργατικής τάξης δεν πείθεται από τα επιχειρήματα αλλά, κυρίως, από τη φυσιογνωμία του κόμματος των Εργατικών, όπως συμβαίνει και σε άλλα κόμματα της πάλαι ποτέ σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, η οποία βρίσκεται σε μεγάλη κρίση. Είτε με αρχηγό τον «αριστερό» Κόρμπιν έως το 2020 είτε τον «μετριοπαθή» Στάρμερ σήμερα, οι Εργατικοί χάνουν την υποστήριξη που είχαν ιστορικά από την εργατική τάξη, καθώς αποτυγχάνουν να πείσουν πως μπορούν να βελτιώσουν τη ζωή της σημαντικά. Η αντίδραση του Στάρμερ ήταν ο ανασχηματισμός του σκιώδους υπουργικού συμβουλίου (των τομεαρχών της αξιωματικής αντιπολίτευσης) και το άμεσο χαμήλωμα των μεγάλων στόχων που είχε για την ανάταση των Εργατικών με βάση τις εκλογές της 6ης Μάη, δηλώνοντας πως η επιστροφή τους θα καθυστερήσει μία διετία…
Παρά την εξαιρετικά αναποτελεσματική και θανατηφόρα διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση Τζόνσον, την ανάγκη στήριξης του εθνικού συστήματος υγείας και κάποιες πρόσφατες εξάρσεις κοινωνικών αντιδράσεων κατά του νόμου που περιορίζει το δικαίωμα στη διαδήλωση, το κενό της Αριστεράς παραμένει μεγάλο στο Ηνωμένο Βασίλειο — και δυστυχώς πλέον έχει γίνει συνήθεια.