Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Αφιέρωμα 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα
Η Κομμούνα ολοκλήρωσε τη διαμόρφωση των αντιλήψεων των Μαρξ-Ένγκελς σχετικά με τις μορφές της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη. Το παλιό κράτος είναι ακατάλληλο για την εργατική εξουσία και πρέπει να καταργηθεί. Μια νέα μορφή κράτους πρέπει να ανατείλει μέσα από την επανάσταση, με καινοτόμα δημοκρατικά χαρακτηριστικά.
Κομβικό σταθμό στην εξέλιξη της μαρξιστικής θεωρίας και πολιτικής αποτελεί η θεωρητική γενίκευση από τον Καρλ Μαρξ κυρίως των πολιτικών γεγονότων της Κομμούνας το 1871 στο έργο του Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία. Η σχέση της επανάστασης και του κράτους της εργατικής τάξης με το κομμουνιστικό σύστημα δεν είναι μόνο προϊόν της θεωρητικής σύλληψης του ταξικού χαρακτήρα της κοινωνίας, που απαιτεί αναπόφευκτα επανάσταση και εργατικό κράτος για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Η θεωρητική αυτή σύλληψη είναι διαλεκτικά συνυφασμένη και με την ταξική ερμηνεία καθοριστικών ιστορικών εξελίξεων.
Στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο είναι γενικευμένη και σε μεγάλο βαθμό αφηρημένη η σχέση της εξουσίας και της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας. Γράφουν οι Μαρξ–Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Είδαμε κιόλας πιο πάνω, ότι το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάκτηση της δημοκρατίας». Στην κατά γράμμα ερμηνεία αυτής της αφηρημένης έννοιας, εννοείται ότι το αστικό κράτος μπορεί να καταληφθεί και να χρησιμοποιηθεί από την επαναστατική εργατική τάξη για την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη ο Μαρξ διατύπωσε σε θεωρητικό επίπεδο την ανάγκη να καταστραφεί η κρατική μηχανή από την επαναστατημένη εργατική τάξη ως απαράβατος όρος για την εγκαθίδρυση της κομμουνιστικής κοινωνίας: «Όλες οι ανατροπές τελειοποιούσαν αυτή τη μηχανή αντί να την τσακίζουν». Αντί για την κυβερνητική εναλλαγή, η επαναστατική εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει το αστικό κράτος, για ν’απελευθερώσει την εργατική τάξη απ’ την καταπίεση και εκμετάλλευση του κεφαλαίου. Οι απόψεις των Μαρξ-Ένγκελς για το κράτος ριζοσπαστικοποιήθηκαν στο καίριο θέμα της αναγκαίας καταστροφής της αστικής κρατικής μηχανής υπό την επήρεια της εξέγερσης του προλεταριάτου τον Ιούνιο του 1848 και της εγκαθίδρυσης της ιδιότυπης δικτατορίας του Λουδοβίκου Βοναπάρτη το 1850.
Το αποφασιστικό βήμα απ’ τη θεωρητική παραδοχή της αναγκαίας καταστροφής της αστικής κρατικής μηχανής στην εμπειρική επιβεβαίωσή της πραγματοποίησαν οι Μαρξ και Ένγκελς απ’ το γεγονός της καταστροφής από την Κομμούνα του κατασταλτικού και του γραφειοκρατικού μηχανισμού του κράτους (στρατός, αστυνομία, δημόσια υπαλληλία). Απ’το παράδειγμα του προλεταριακού δημοκρατικού χαρακτήρα του κράτους της Κομμούνας, οι ιδρυτές του μαρξισμού συνέλαβαν και αποτύπωσαν στη θεωρία τα βασικά χαρακτηριστικά του προλεταριακού κράτους, που θα αντικαθιστούσε το αστικό κράτος.
Σε διαμετρική αντίθεση με τον ολιγαρχικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του αστικού κράτους, η προλεταριακή λαϊκή βάση του νέου κράτους εξασφαλίζει, λόγω αυτού του ταξικού χαρακτήρα, ακριβώς τη δημοκρατική και φιλολαϊκή φύση του. Τρεις θεμελιώδεις αρχές διασφαλίζουν τον δημοκρατισμό του εργατικού κράτους:
– Η συνύφανση του δημοκρατισμού και συγκεντρωτισμού της Κομμούνας, ώστε η εκτελεστική εξουσία να μην είναι αυτόνομη απ’ τη νομοθετική και να την περιθωριοποιεί ή και να την παρακάμπτει, όπως συμβαίνει χαρακτηριστικά στο σύγχρονο αστικό κράτος.
– Η εκλογιμότητα, ανακλητότητα, ελεγξιμότητα του προσωπικού του κράτους από πάνω ως κάτω, ώστε να αποτρέπεται η γραφειοκρατικοποίηση και η υπερσυγκέντρωση εξουσιών, όπως συνέβη στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» με τη μετεξέλιξη της ανώτερης γραφειοκρατίας σε ιδιότυπο εκμεταλλευτικό στρώμα.
– ο Μαρξ, παρά τις διαστρεβλώσεις αστικών και αναρχικών ρευμάτων, δεν απολυτοποιεί ούτε αντιπαραθέτει τον δημοκρατισμό στον συγκεντρωτισμό ούτε το αντίστροφο. Γράφει ο Μαρξ στον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία: «Σε ένα σύντομο προσχέδιο, που η Κομμούνα δεν πρόλαβε να επεξεργαστεί, καθορίζεται ότι η Κομμούνα θα αποτελούσε την πολιτική μορφή ακόμη και του πιο μικρού χωριού. Οι λίγες μα σπουδαίες λειτουργίες, που θα έμεναν για την κεντρική κυβέρνηση, δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, αλλά θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομμούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους» (εκλεγόμενους, ελεγχόμενους, ανακλητούς).
Η Κομμούνα έπρεπε να αποφύγει επικίνδυνες στρεβλώσεις: Να συγκεντρώσει όλες τις εξουσίες, συγκροτώντας ένα υδροκεφαλικό,αυταρχικό, ανεξέλεγκτο, κλειστό γραφειοκρατικό σύστημα. Και, απεναντίας, η Κομμούνα, τηρώντας τους όρους της προλεταριακής δημοκρατίας, δεν έπρεπε ν’ αρκεστεί σ’ ένα μέρος της εξουσίας, έστω το μεγαλύτερο και κυριότερο, αλλά να προχωρήσει στην πλήρη κατάκτηση της εξουσίας, στην απόσπαση και τον έλεγχο όλων των μοχλών της εξουσίας. Στο θέμα του ελέγχου της εξουσίας, η Κομμούνα διέπραξε ανεπανόρθωτα λάθη: Δεν εξουδετέρωσε με τη βία το αντεπαναστατικό κέντρο των Βερσαλλιών, πριν αυτό ισχυροποιηθεί, ώστε να καταπνίξει με τη συνδρομή των εισβολέων Γερμανών την επανάσταση ούτε έθεσε υπό τον έλεγχό της την Τράπεζα της Γαλλίας, για να γονατίσει οικονομικά την αντεπανάσταση. Επίσης, επέτρεψε στο αντιδραστικό κόμμα της Τάξεως να συμμετέχει στις εκλογές της Κομμούνας, όταν οι αστοί έστηναν τα κανόνια τους έξω απ’ το Παρίσι και ανέστελλαν και τις περιορισμένες αστικές ελευθερίες.
Αναγκαία η εκλογιμότητα, ανακλητότητα, ελεγξιμότητα του κρατικού προσωπικού από πάνω ως κάτω, κατά της γραφειοκρατικοποίησης και της υπερσυγκέντρωσης εξουσιών
Η Κομμούνα απέδειξε ότι στόχος της ήταν η απαλλαγή της εργασίας από την εκμετάλλευση. Τα άμεσα μέτρα της αποδεικνύουν εξαρχής την κατεύθυνση προς την οποία κινείται μία κυβέρνηση του λαού, διευθυνόμενη απ’τον ίδιο τον λαό. Τέτοια μέτρα ήταν η κατάργηση της νυχτερινής δουλειάς, η επί ποινή απαγόρευση της συνήθειας των εργοδοτών να ελαττώνουν τα ημερομίσθια με διάφορα προσχήματα, ενδυόμενοι τον ρόλο του νομοθέτη, του δικαστή και της εκτελεστικής εξουσίας. Άλλο ρηξικέλευθο προοδευτικό μέτρο της Κομμούνας ήταν η παράδοση των κλειστών εργοστασίων και εργαστηρίων σε συνεταιρισμούς εργατών. Απεναντίας, διστακτικότητα επέδειξε στην απαλλοτρίωση των μεγάλων τραπεζών του Παρισιού και στην περιορισμένη δήμευση των εκκλησιαστικών κτημάτων, στάση που μπορεί να δικαιολογηθεί από τη βραχύβια ύπαρξή της, τις ιδεολογικοπολιτικές αντιθέσεις που σοβούσαν στους κόλπους της, την κατάσταση μιας πολιορκημένης πόλης, που διστάζει να λύσει και να εξάψει όλες τις αντιθέσεις ταυτόχρονα.
Το παράδειγμα της Κομμούνας στα τέλη του 19ου αιώνα, με τον συνδυασμό ενός δημοκρατικού εργατικού κράτους και των αυτοδιοικούμενων κομμούνων, έχει πολύ μεγαλύτερη επικαιρότητα στη σύγχρονη εποχή υπερανάπτυξης και υπεραντιδραστικότητας του καπιταλισμού και της ανάδυσης μιας εκπαιδευμένης εργατικής τάξης, που εξ αντικειμένου είναι πολύ ικανότερη να διαχειριστεί τις οικονομικές και κοινωνικές υποθέσεις επ’ αγαθώ των πολιτών.