Δημήτρης Γρηγορόπουλος
Φέτος συμπληρώθηκαν 40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (μετέπειτα Ευρωπαϊκή Ένωση). Οι πανηγυρισμοί των αστικών κομμάτων είναι διαρκείς, καθώς η ΕΕ προστατεύει τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Για τους εργαζόμενους όμως και τα λαϊκά στρώματα αποτέλεσε διαχρονικά αντίπαλο. Ακόμα και την περίοδο της πανδημίας αποκαλύφθηκε ο αντιδραστικός χαρακτήρας της ΕΕ.
40 χρόνια από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (ΕΕ)
Το 2021 η αστική τάξη της χώρας μας και ομόθυμα το πολιτικό-κομματικό της σύστημα τιμούν και εορτάζουν τη συμπλήρωση τεσσαρακονταετίας από την ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, Ευρωπαϊκή Ένωση σήμερα, ως πλήρες μέλος. Η ενσωμάτωση του ελληνικού καπιταλισμού στην ΕΟΚ (ΕΕ) αποτέλεσε και αποτελεί στρατηγική επιλογή για την αστική τάξη της χώρας και τα κόμματα του κεφαλαίου με ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς στόχους. Ο ελληνικός καπιταλισμός με την ένταξή του στην ΕΕ επιχειρεί να συντονιστεί με τον βηματισμό του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος από τη θέση όχι πλέον ενός καθυστερημένου τμήματος, αλλά ως οργανικό στοιχείο της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης, έστω από θέση δεύτερης ταχύτητας. Παράλληλα, το πολιτικό κατεστημένο, και τότε και τώρα, διεύρυνε το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν», ελαττώνοντας τη μονοσήμαντη εξάρτηση από τις ΗΠΑ, λόγω και της δυσαρέσκειας από τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στη Χούντα, το πραξικόπημα και την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο. Η ένταξη στην ΕΟΚ θεωρήθηκε ότι θα διασφάλιζε πιο αποτελεσματικά την εύθραυστη ακόμη αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας και την κατοχύρωση της εθνικής ασφάλειας της χώρας μετά την προσωρινή αποχώρηση από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ τον Αύγουστο του 1974, και θ’ αποτελούσε τροχοπέδη στο κύμα ριζοσπαστικοποίησης και παρέμβασης των μαζών στην πολιτική ζωή.
Η άμεση ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 πραγματοποιήθηκε παρά τη σύσταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για δεκαετή προενταξιακή περίοδο. Αποτελεί ορόσημο στην πολιτική διεύρυνσης της Κοινότητας, αφού σηματοδότησε τη δυνατότητα, για λόγους πολιτικούς κυρίως, ένταξης χωρών χωρίς εδραιωμένη αστική δημοκρατία και με δομικές αδυναμίες στη δημόσια διοίκηση και την οικονομία. Αυτή η αρχή ίσχυσε στην ένταξη λίγα χρόνια αργότερα της Ισπανίας και Πορτογαλίας, αλλά και στην είσοδο των χωρών του Βίζεγκραντ, μετά την πτώση του «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Η ανισόμετρη ένταξη της Ελλάδας στην Κοινότητα ναρκοθέτησε τη Μεγάλη Ιδέα της σύγκλισης, που ναυάγησε μετά τη δομική κρίση του 2008 και τα διαχρονικά εξοντωτικά μνημόνια. Ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας έγινε με την βίαιη προσαρμογή μιας «μεσαίας» οικονομίας, όπως η ελληνική, στα μέτρα και τα συμφέροντα των κυρίαρχων μονοπωλίων της ΕΟΚ-ΕΕ με τη σύμπραξη των κυρίαρχων μερίδων του ελληνικού κεφαλαίου.
Αντιλαϊκό παρελθόν, ληστρικό μέλλον
Μετά την ένταξη στην ΕΟΚ η οικονομία περιήλθε σε μία κατάσταση αποβιομηχάνισης, ενώ η βιομηχανία σταθερά αναπτυσσόταν τη δεκαετία του 1960 έως το 1973. Η κατάργηση του προστατευτισμού και η υιοθέτηση αργότερα του ευρώ έκανε μη ανταγωνιστικούς σημαντικούς κλάδους της μεταποίησης και τα προϊόντά τους. Σημαντικές μονάδες έκλεισαν ή ιδιωτικοποιήθηκαν κυρίως απ’το ξένο κεφάλαιο (ναυπηγεία, ΕΑΣ, τμήμα ΔΕΗ, λιμάνια, αεροδρόμια,ΟΣΕ, τράπεζες κά). Η οικονομία προσανατολίστηκε προς τον τριτογενή τομέα, ιδίως στον τουρισμό που είναι όμως ευάλωτος στις αρνητικές διεθνείς συγκυρίες. Αχίλλειος πτέρνα αποδείχτηκε ο κερδοσκοπικός δανεισμός αετονύχηδων Ελλήνων κεφαλαιούχων με ευνοϊκούς όρους απ’ τις τράπεζες της ΕΕ που αντί για την παραγωγή κατευθύνονταν στις τράπεζες του εξωτερικού – μόνο στην Ελβετία αποκαλύφθηκε ότι είχαν εξαχθεί μέχρι το 2010 600 δισ. ευρώ από Έλληνες μεγαλοκαταθέτες! Παράλληλα, καλλιεργήθηκε τεχνηέντως από τις τράπεζες μία εκμαυλιστκή ευφορία στο ελληνικό κοινό με τη διάθεση δανείων κάθε είδους με χαμηλά επιτόκια. Αποτέλεσμα ο υπερδανεισμός της ελληνικής οικονομίας, που με την έκρηξη της κρίσης του 2008 περιήλθε σε δεινή θέση, αδυνατώντας να εκπληρώσει τις οφειλές της στις μεγάλες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Από την ένταξη μεγάλο πλήγμα έχει δεχτεί διαχρονικά και ο αγροτικός τομέας, που από εξαγωγικός κλάδος έγινε εισαγωγικός. Αιτία οι ποσοστώσεις σε αποδοτικές παραδοσιακές καλλιέργειες, η υποχρέωση εισαγωγών από χώρες με τις οποίες είχε συμφωνίες η ΕΕ, η υιοθέτηση του ακριβού ευρώ (άρα ασύμφορου για τις ελληνικές εξαγωγές και την ανταγωνιστικότητα τους) και η σε μεγάλο βαθμό απόσυρση από τις αγορές του πάλαι ποτέ «σοσιαλιστικού» μπλοκ.
Παράλληλα, ισχυρά πλήγματα δέχτηκε το εργατικό δίκαιο και καθιερώθηκε η επισφαλής χωρίς εργατικά δικαιώματα εργασία, που εκτίναξε την ανεργία και την ελαστική εργασία.
Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008 και η υπερχρέωση της ελληνικής οικονομίας κατέστησε αδύνατο και ασύμφορο τον δανεισμό για αποπληρωμή χρέους στις γερμανικές και γαλλικές τράπεζες. Έτσι, η χώρα κατέφυγε για χρηματοδότηση στον Μηχανισμό Στήριξης (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα). Με επικρεμάμενο τον κίνδυνο στάσης πληρωμών ο Μηχανισμός Στήριξης έκανε δεκτή την αίτηση χρηματοδότησης της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου υπό τον όρο ότι η Ελλάδα θα λάβει μέτρα γενναίας δημοσιονομικής προσαρμογής και εξυγίανσης, όπερ μεθερμηνευόμενο, μέτρα σκληρής λιτότητας. Ο εξευτελιστικός θεσμός της «Τρόικας», τριμελούς επιτροπής εκπροσώπων του Μηχανισμού Στήριξης, είχε καθήκον να ελέγχει και να αξιολογεί την εφαρμογή των όρων της συμφωνίας και να αποφασίζει για την εκταμίευση της αντίστοιχης δόσης του δανείου. Η συμφωνία προέβλεπε λεόντειους όρους εις βάρος της Ελλάδας, που τους αποδέχτηκε η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου επιβάλλοντας δραστική μείωση μισθών, επιδομάτων, κατάργηση δώρων και εξοντωτική φορολογία στα είδη βασικής ανάγκης, στα ακίνητα, στους μισθούς, συντάξεις, εισοδήματα. Παράλληλα,θεσπίστηκε το Υπερταμείο (Ταμείο Δημόσιας Περιουσίας) στη δικαιοδοσία του οποίου περιήλθε η δημόσια περιουσία με αποστολή την πώλησή της, ώστε από τις αποκρατικοποιήσεις να καλύπτεται σημαντικό μέρος του χρέους.
Μετά την εκπαραθύρωση του Γ. Παπανδρέου από τον Μηχανισμό Στήριξης, επειδή τόλμησε να ζητήσει την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος για την έγκριση του μνημονίου, σχηματίστηκε νέα μνημονιακή κυβέρνηση με τη σύμπραξη ΠΑΣΟΚ, NΔ και του ακροδεξιού ΛΑΟΣ με πρωθυπουργό τον τραπεζίτη Λ. Παπαδήμο. Η νέα κυβέρνηση ψήφισε το δεύτερο μνημόνιο, αν και η ΝΔ είχε καταψηφίσει το πρώτο, στην ίδια αντιλαϊκή κατεύθυνση (μείωση, συντάξεων, νέοι φόροι, αποκρατικοποιήσεις).
Το τρίτο μνημόνιο ψηφίστηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-Ανεξάρτητων Ελλήνων, που είχαν σχηματίσει κυβέρνηση συνεργασίας μετά τις εκλογές της 25ης Ιανουαρίου του 2015. Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε μια σειρά διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, οι οποίες κατέληγαν σε αδιέξοδο, με αποκορύφωμα το τελεσίγραφο των αξιωματούχων της ΕΕ, στις 25 Ιουνίου 2015: «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού», που ισοδυναμούσε με νέο μνημόνιο. Την επόμενη μέρα ο πρωθυπουργός ανακοίνωσε στο υπουργικό συμβούλιο την απόφασή του για διεξαγωγή δημοψηφίσματος για την τελεσιγραφική απαίτηση των δανειστών. Το δημοψήφισμα είχε σαν αποτέλεσμα την καταψήφιση της πρότασης των θεσμών με ποσοστό 61,31%. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, παρά τη συντριπτική λαϊκή ετυμηγορία, σε μία πρωτοφανή ιδεολογικοπολιτική κυβίστηση συνέχισε τις διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, πού κατέληξαν σε συμφωνία στις 13 Ιουλίου. Στις 20 Σεπτέμβρη 2015, πραγματοποιήθηκαν εκλογές. Και σε αυτές νίκησε ο ΣΥΡΙΖΑ και σχημάτισε εκ νέου κυβέρνηση με τους Ανεξάρτητους Έλληνες. Η κυβέρνηση της “για πρώτη φορά αριστεράς” ψήφισε νέο μνημόνιο με περικοπή συντάξεων (ακόμη και του ΕΚΑΣ των χαμηλοσυνταξιούχων), αύξησε τους φόρους στα πιο βασικά είδη (ΦΠΑ), αύξησε κατακόρυφα τις εισφορές και τους φόρους των μικρομεσαίων, μείωσε το αφορολόγητο, απελευθέρωσε τις ομαδικές απολύσεις.
Το καλοκαίρι του 2018 η χώρα ολοκλήρωσε τις υποχρεώσεις των τριών μνημονίων, όμως έκτοτε τελεί υπό καθεστώς «ενισχυμένης επιτήρησης», ώστε να ελέγχεται η εκπλήρωση των βασικών όρων τους (όπως οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί) και να εξασφαλίζεται η αποπληρωμή των δανείων. Για τον σκοπό αυτό από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ εντάχθηκε όλη η ιδιωτική περιουσία του δημοσίου στο Υπερταμείο, που ουσιαστικά ελέγχεται από τις Βρυξέλλες, για να προωθήσει την εκποίηση αυτής της ανεκτίμητης περιουσίας, εκχωρώντας την με υποτιμημένο τίμημα σε ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους, κατά κανόνα ξένων συμφερόντων.
Το 2018 επιβλήθηκε από την ΕΕ ενισχυμένη εποπτεία μετά την «έξοδο» από το μνημονιακό πρόγραμμα. Αυτό σημαίνει έλεγχο από το Eurogroup ανά τρίμηνο της πορείας της ελληνικής οικονομίας και λήψη μέτρων σε περίπτωση αποκλίσεων από τις υποχρεώσεις
Παρακαταθήκη για την αποπληρωμή των δανείων αποτελούν και τα πρωτογενή πλεονάσματα μέχρι το 2022 που υπερβαίνουν το στόχο των μνημονίων για 3,5% του ΑΕΠ, αφού το 2021 θα κινούνται στο 4,35% και το 2022 θα ανέλθουν στο 5,19% του ΑΕΠ! Για το τρέχον οικονομικό έτος έχει ανασταλεί η καταβολή του πρωτογενούς πλεονάσματος, όπως και η εφαρμογή άλλων δημοσιονομικών κανόνων, λόγω πανδημίας. Από παράγοντες των Βρυξελλών έχει διευκρινιστεί πάντως ότι οι οικονομικές δανειακές υποχρεώσεις κάθε χώρας θα πρέπει να εκπληρωθούν στο έπακρο, θέτοντας ως χρονικό όριο την απαλλαγή απ’την πανδημία. Πέραν αυτών όμως τα πρωτογενή πλεονάσματα βάσει των μνημονιακών όρων εκτείνονται σε ποσοστό 2 -2,2% του ΑΕΠ απ’ το 2023 έως το 2060 φορτώνοντας το χρέος και σε μεταγενέστερες γενεές!
Οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης συμφώνησαν με την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά την έξοδο από το μνημονιακό πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου του 2018 μια μορφή ρύθμισης του χρέους. Έγινε αποδεκτή η πρόταση της Κομισιόν για ενισχυμένη εποπτεία μετά την «έξοδο» από το μνημονιακό πρόγραμμα. Ενισχυμένη εποπτεία εφαρμόζεται για πρώτη φορά σε χώρα που εξέρχεται από μνημόνιο, ρύθμιση που προδίδει την ιδιαιτερότητα και κρισιμότητα της ελληνικής περίπτωσης λόγω του υψηλού δανεισμού. Οι θεσμοί έχουν αρμοδιότητα να υποβάλλουν στο Eurogroup τριμηνιαίες εκθέσεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας και σε περίπτωση διαπίστωσης αποκλίσεων θα απαιτείται λήψη μέτρων συμμόρφωσης από την Ελλάδα.
Αναφορικά με το χρέος συμφωνήθηκε η επιμήκυνση κατά 10 χρόνια της αποπληρωμής δανείων ύψους 96 δις ευρώ της δεύτερης διάσωσης με ταυτόχρονη πρόβλεψη μιας περιόδου χάριτος 10 ετών, κατά τη διάρκεια της οποίας η χώρα δεν θα πληρώνει τόκους. Τα περιορισμένα αυτά αποτελέσματα δεν δικαιολογούν τους υπερφίαλους πανηγυρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ ότι «έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια» και ότι πέτυχε μία «θετική ρύθμιση του χρέους».
Αντιδημοκρατική μέχρι το μεδούλι η ΕΕ
Μη εκλεγμένα και αδιαφανή κέντρα αποφάσεων, στα σκουπίδια πετούν τα δημοψηφίσματα
Η ΕΕ δεν αποδείχτηκε παράδεισος ούτε για την ελληνική οικονομία ούτε για τη δημοκρατία. Οι εμπνευστές της ένταξης ισχυρίζονταν, υπό την εμπειρία και της χούντας, ότι η ένταξη θα εξασφάλιζε την περιφρούρηση των (αστικο)δημοκρατικών θεσμών. Ο τύπος όμως της εξουσίας στην ΕΕ οριακά παραπέμπει στη μορφή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Το ευρωκοινοβούλιο έχει συμβουλευτικό χαρακτήρα. Τα εξουσιαστικά όργανα της ΕΕ (ευρωπαϊκό συμβούλιο, ευρωπαϊκή επιτροπή, ευρωπαϊκό δικαστήριο, «ευρωσύνταγμα») υποκαθιστούν όλο και περισσότερο τις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια, ακόμη και τη Δικαιοσύνη και το Σύνταγμα, κυρίως των λιγότερο ισχυρών χωρών. Ο μη δημοκρατικός χαρακτήρας της ΕΕ επιβεβαιώνεται από την αλλεργία της ΕΕ στην έκφραση της λαϊκής βούλησης, όπως χαρακτηριστικά εκφράζεται στα δημοψηφίσματα. Όταν απορρίφθηκε δημοψηφικά το ευρωσύνταγμα απ’ τους Γάλλους και τους Ολλανδούς πολίτες, η ΕΕ ενσωμάτωσε τα βασικά στοιχεία του στη Συμφωνία της Λισαβόνας. Αποφασιστική αντιδημοκρατική εκτροπή ήταν η Συνθήκη του Μάαστριχτ που επέβαλε στις χώρες-μέλη το Σύμφωνο της Δημοσιονομικής Σταθερότητας και του υπολοίπου νομοθετικού οπλοστασίου από το 1992, χωρίς να προϋποτίθεται η ψήφισή τους με αυξημένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία ή με δημοψηφισματική διαδικασία.
Κατ’εξοχήν, η ανατροπή του δημοψηφίσματος τον Ιούλιο του 2015 από την ΕΕ και την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ και η μετατροπή του «Όχι» σε «Ναι» είναι ακραία έκφραση της αυταρχικής πολιτικής της ΕΕ.
Ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της ΕΕ εκφράζεται και απ’ την ανοχή της στην υπονόμευση της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου στην Ουγγαρία και την Πολωνία, στην ανάδυση της ακροδεξιάς και σε κυβερνητικό επίπεδο. Αντιδημοκρατική και απάνθρωπη είναι η μεταναστευτική πολιτική της ΕΕ, παρά και τις δικές της ευθύνες με τη συμμετοχή της σε πολέμους (Συρία, Ιράκ, Λιβύη, Αφρική), αφού υψώνει τείχη στη μετακίνηση απ’αυτές τις περιοχές, χρηματοδοτώντας την Τουρκία και την Ελλάδα, για να φιλοξενούν τους μετανάστες σε αποθήκες ψυχών με αστυνόμευση και άθλιες συνθήκες διαβίωσης.
Μπορεί να υπάρξει μια ΕΕ των λαών;
Υπό την πίεση και εμπειρία της πανδημίας, και όχι μόνον, τίθεται το ερώτημα αν η ΕΕ μπορεί να αποτελέσει το λίκνο μιας νέας κεϊνσιανής διαχείρισης της χρυσής τριακονταετίας του 1945-75 ή, κατά μία μάλλον παρωχημένη αντίληψη, αν μπορεί να μετεξελιχθεί σε «Ευρώπη των λαών», ή ακόμη, σε «Ευρώπη σοσιαλιστική». Η υπόθεση εργασίας είναι αν το αστικό ιδιόμορφο κράτος της ΕΕ και των χωρών-μελών της υπό την απειλή κοινωνικού Αρμαγεδδώνα από την πανδημία ή την οικολογική καταστροφή αναγκαστεί να υιοθετήσει μία κεϊνσιανού τύπου διαχείριση με φορέα την κρατική εξουσία. Αυτή η υπόθεση εμπνέεται απ’τον πρωταγωνιστικό ρόλο του κράτους στην αντιμετώπιση της πανδημίας και στην αδυναμία ή και απροθυμία του ευνοούμενου ιδιωτικού τομέα να διαδραματίσει δυναμικό ρόλο στην καταστολή της. Απολυτοποιούνται και παραδείγματα, όπως η εξαγγελία ισχυρής φορολόγησης του κεφαλαίου από τον Μπάιντεν και η μετατροπή και διανομή ως «κοινού αγαθού» της πατέντας των εμβολίων για τον κορονοϊό. Αλλά ακόμη αν πραγματοποιηθούν κάποιες ρυθμίσεις τέτοιου είδους στις ΗΠΑ, στην ΕΕ ή και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες, η απόλυτη κυριαρχία του ολοκληρωτικού καπιταλισμού, των πανίσχυρων μονοπωλίων μόνο ως κατάσταση εξαίρεσης, και μάλλον προσωρινής, μπορεί να τις ανεχθεί. Εξάλλου, και το πολιτικό σύστημα περιλαμβανομένων και των πιο «προοδευτικών» πλευρών του είναι, όπως έλεγε ο Μαρξ στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, επιτροπές διαχείρισης του κεφαλαίου. Ούτε υπάρχουν οι μεταπολεμικές συνθήκες του αντίπαλου δέους της ΕΣΣΔ και των συμμάχων της, των ισχυρών κομμουνιστικών κομμάτων, των μαχητικών συνδικάτων, ώστε το κεφάλαιο να συναινέσει στην παροχή του ήσσονος, για να διασφαλίσει το μείζον.
Αλήθεια, τι έκανε η ΕΕ στην πανδημία; Παρότρυνε τη συνεργασία, σε μία λογική διεθνοποίησης, των φαρμακοβιομηχανιών για την ταχύτερη και ασφαλέστερη παρασκευή εμβολίων και φαρμάκων; Ασφαλώς όχι, γιατί αυτή η διεθνοποίηση δεν ωφελούσε τα μονοπώλια. Εξάλλου, και στις πιο κρίσιμες καμπές της πανδημίας, στη χώρα μας, στην ΕΕ, σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, ο ιδιωτικός ιατρικός τομέας (με λιγοστές εξαιρέσεις) δεν εντάχθηκε στη μάχη κατά του κορονοϊού.
Μόνο με την αντικαπιταλιστική πάλη ενάντια στα μονοπώλια και το κράτος τους, μπορούν ν’αποσπαστούν σημαντικές κατακτήσεις για την υγεία, την παιδεία, τα εισοδήματα και τα δικαιώματα του λαού, για να διευρυνθούν και να εδραιωθούν με την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Στην αντικαπιταλιστική πάλη και την επαναστατική κορύφωσή της θ’αντιδράσει λυσσαλέα η ΕΕ απ’τον φόβο της μετάδοσης του ανατρεπτικού «ιού» και στις άλλες χώρες-μέλη. Γι’αυτό, είναι αναγκαία η ασυμβίβαστη πάλη του κινήματος για έξοδο απ’την ΕΕ.