Γιώργος Μιχαηλίδης
Η στρατιωτική αντιμετώπιση του λαϊκού ξεσηκωμού στην Κολομβία δεν έφερε τα αναμενόμενα για την κυβέρνηση αποτελέσματα. Αυτή την εβδομάδα η πανεθνική απεργία πραγματοποιήθηκε και πολλές πόλεις της χώρας είδαν ξανά τους δρόμους τους να κατακλύζονται από μεγάλα πλήθη. Οι πενήντα επίσημα καταγεγραμμένοι νεκροί, οι εκατοντάδες αγνοούμενοι και οι χιλιάδες τραυματίες δίνουν στα γεγονότα ένα άρωμα πολεμικής αναμέτρησης, δεν αποτελούν, ωστόσο, το κυριότερο εμπόδιο για τον κολομβιανό λαό.
Παρατηρώντας τις προηγούμενες εξεγέρσεις στη Λατινική Αμερική, μπορούμε να εντοπίσουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το πρώτο από αυτά είναι η ετοιμότητα των εξαθλιωμένων κοινωνικών στρωμάτων να δώσουν και τη ζωή τους, προκειμένου να δουν λίγο φως στον ορίζοντα. Αυτό είναι ένα κρίσιμο ποιοτικό γνώρισμα. Στην περίπτωση της κολομβιανής κοινωνίας, μετά την πανδημία, μιλάμε για ποσοστά φτώχιας που αγγίζουν και ξεπερνούν ενίοτε το 50% των κατοίκων ορισμένων πόλεων.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η απουσία οργανωμένων συλλογικών φορέων που να ελέγχουν, να κατευθύνουν ή να εκπροσωπούν το κίνημα στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό. Φυσικά, διάφορες συλλογικότητες, μικρές οργανώσεις και εργατικά σωματεία συμμετέχουν και επιδρούν. Εν προκειμένω, όμως, οι Κολομβιανοί/ές δεν μπορούν να ελπίζουν σε κάποια οργανωμένη δύναμη που θα επιδράσει καταλυτικά στις εξελίξεις. Τα ίδια τα εργατικά σωματεία που καλούν στις απεργίες έχουν σαφή όρια και, ιδιαίτερα όταν μιλάμε για τις πιο θεσμικές τους εκφάνσεις, λειτουργούν διαμεσολαβητικά προς εκτόνωση της κρίσης.
Ο παράλληλος ηλεκτρονικός πόλεμος προπαγάνδας που διεξάγεται αποτελεί επίσης φαινόμενο που συνοδεύει τις εξεγέρσεις της εποχής μας. Στην περίπτωση της Κολομβίας, οι ΗΠΑ ομολόγησαν ότι προέβησαν στην πρώτη τους κυβερνο-στρατιωτική ανταλλαγή με τις κολομβιανές ένοπλες δυνάμεις, την ώρα που ακτιβιστές καταγγέλλουν μπλοκάρισμα λογαριασμών στο twitter και τα κοινωνικά Μέσα. Είναι προφανές πως για τις ΗΠΑ η μετατόπιση της αναταραχής από τη Βενεζουέλα και τη Βολιβία προς τη Χιλή, την Αϊτή και την Κολομβία, είναι ένας μεγάλος πονοκέφαλος.
Δεν είναι μόνο το φάντασμα της επανεμφάνισης κεντροαριστερών κυβερνήσεων που προκαλεί ανησυχία στην Ουάσιγκτον και τις λατινοαμερικανικές ελίτ αλλά τα ημι-συνειδητά στοιχεία ενός σκληρού ταξικού αγώνα που εμφανίζονται από τα οδοφράγματα των φτωχότερων συνοικιών ως την καρδιά των μεγάλων μητροπολιτικών κέντρων.