Γιώργος Παυλόπουλος
Απόλυτη η κυριαρχία του Λαϊκού Κόμματος στις εκλογές, με επικεφαλής μια πολιτικό που χαρακτηρίζεται ως μια «Τραμπ της Ισπανίας». Νομιμοποιείται περαιτέρω το ακροδεξιό Vox σε θέσεις κυβερνητικής διαχείρισης.
Πλήθος πολιτικών μηνυμάτων βγήκαν από τις κάλπες των εκλογών της περασμένης Τρίτης για την τοπική κυβέρνηση της Μαδρίτης, στις οποίες συμμετείχαν περισσότεροι από 3,6 εκατομμύρια Ισπανοί. Πρόκειται για αριθμό που αντιπροσωπεύει το 76% των εγγεγραμμένων, ποσοστό μεγαλύτερο κατά 12% περίπου σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές του 2019, γεγονός που πρακτικά αίρει κάθε αμφιβολία για το κατά πόσο το αποτέλεσμα είναι αντιπροσωπευτικό των τάσεων που κυριαρχούν στην ισπανική πρωτεύουσα. Την πόλη, δηλαδή, η οποία απέδειξε για μια ακόμη φορά το βαθιά και ιστορικά αντιδραστικό πολιτικό της υπόβαθρο.
Η εμφατική επικράτηση του Λαϊκού Κόμματος όχι απλώς του εξασφαλίζει τη συνέχεια της διακυβέρνησης, που ήδη μετρά 26 συνεχόμενα χρόνια αλλά, μετά από αλλεπάλληλες εκλογικές αποτυχίες, αποτελεί και ένα εφαλτήριο για τις συνολικότερες πολιτικές εξελίξεις που φαίνεται να δρομολογούνται στην Ισπανία. Με 44,7% και 65 έδρες σε σύνολο 136 της τοπικής βουλής, η παραδοσιακή Δεξιά της χώρας διπλασίασε τη δύναμή της σε σύγκριση με το 2019, κυριαρχώντας στο σύνολο σχεδόν των συνοικιών και σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, από τα πιο πλούσια μέχρι τα πιο φτωχά. Παράλληλα, έσβησε από τον πολιτικό χάρτη τους Ciudadanos, που αν και δήλωναν φιλελεύθεροι, είχαν εξαρχής υιοθετήσει σκληρά εθνικιστικές και αντιδραστικές θέσεις.
Δίπλα στο Λαϊκό Κόμμα και την επικεφαλής του, Ίσαμπελ Ντίαθ Αγιούσο –την «ισπανίδα Τραμπ» όπως τη χαρακτηρίζουν πολλοί, η οποία κατέβηκε με βασικό σύνθημα «Ελευθερία» από τα περιοριστικά μέτρα κατά της πανδημίας, ενώ κράτησε με νύχια και με δόντια ανοιχτές τις επιχειρήσεις της πρωτεύουσας– θα συνεχίσει φυσικά να βρίσκεται το ακροδεξιό Vox. Με 9,1% και 13 έδρες μπορεί να αύξησε ελάχιστα τη δύναμή του (στην προηγούμενη αναμέτρηση είχε πάρει 8,9% και 12 έδρες), κατοχυρώνεται όμως στον ρόλο του κυβερνητικού εταίρου, καθώς στην ίδια θέση βρίσκεται και στην περιφέρεια της Ανδαλουσίας. Ειδικά δε στις φτωχογειτονιές της Μαδρίτης σαρώνει, καθώς το ποσοστό του είναι σημαντικά υψηλότερο.
Στο στρατόπεδο της αποκαλούμενης Κεντροαριστεράς από την άλλη, κυριαρχεί ασφαλώς η συντριβή που υπέστησαν οι Σοσιαλιστές, που απώλεσαν πάνω από το 10% των ψήφων τους και 13 έδρες σε σύγκριση με το 2019 (είχαν πάρει 27,4% και 37 έδρες) και μαζί με αυτά την πρωτιά. Μάλιστα, έχασαν και τη δεύτερη θέση (σε ψήφους) από το σχήμα Περισσότερη Μαδρίτη, που ανήκει στους μεγάλους νικητές των εκλογών. Όχι κυρίως επειδή με το 17% και τις 24 έδρες (έναντι 14,7% και 20 έδρες) ενίσχυσε την επιρροή του και αναδείχθηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση στην πρωτεύουσα αλλά διότι ξεκαθάρισε το τοπίο στην παράλληλη αναμέτρηση που διεξήχθη στον χώρο που εφάπτεται του «αριστερού άκρου» των Σοσιαλιστών, ανάμεσα σε αυτούς και τους Podemos.
Τέλος εποχής για τους Podemos η παραίτηση του Ιγκλέσιας, που έχασε τη μάχη από τον (ακόμη δεξιότερο) πρώην σύντροφό του
Η επικράτηση του πολιτικού μορφώματος που δημιούργησε το 2019 (μαζί με την πρώην δήμαρχο της Μαδρίτης, Μανουέλα Καρμένα) ο πρώην σύντροφος του Πάμπλο Ιγκλέσιας και αντιπρόεδρος των Podemos μέχρι την αποχώρησή του, Ίνιγκο Ερεχόν, υπήρξε αδιαμφισβήτητη. Όλα δείχνουν δε πως ήταν και αυτός ένας από τους λόγους που ο Ιγκλέσιας οριστικοποίησε την απόφασή του να εγκαταλείψει την ενεργό πολιτική, την οποία και ανακοίνωσε λίγες ώρες αφότου τελείωσαν οι εκλογές και έγινε γνωστό το αποτέλεσμα, αφού οι Podemos, παρά τη μικρή τους ενίσχυση –7,2% και 10 έδρες, έναντι 5,6% και 7 εδρών το 2019– δεν κατάφεραν να επωφεληθούν ουσιαστικά από τη συντριβή των Σοσιαλιστών. Και σε αυτήν την περίπτωση, άλλωστε, φάνηκε ότι οι ψηφοφόροι της Μαδρίτης προτίμησαν τον πιο δεξιό από τους δύο πρωταγωνιστές της ίδρυσης των Podemos, το 2014, ο οποίος είχε από νωρίς ταχθεί υπέρ της «υπεύθυνης συγκυβέρνησης» με τον Σάντσεθ.
Η παραίτηση του Ιγκλέσιας, σε κάθε περίπτωση, βγάζει από το «κάδρο» έναν πολιτικό ο οποίος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη μετατροπή δυναμικών κινημάτων και πολιτικών σχηματισμών, που γεννήθηκαν από την «αντάρα» της προηγούμενης χρηματοπιστωτικής κρίσης και είχαν ορισμένα διακριτά αριστερόστροφα χαρακτηριστικά στην πρώτη φάση της ύπαρξής τους, σε κυβερνητικές «τσόντες» και δύναμη διαχείρισης του αστικού συστήματος εξουσίας. Η αξία χρήσης τους φαίνεται πως μειώθηκε πλέον σημαντικά — κι αυτό είναι κάτι που οφείλουν να λάβουν υπόψη τους και άλλα όμορα κόμματα ανά την Ευρώπη.