«Η κανονικοποίηση της ακραίας καταστολής αποτελεί για την κυβέρνηση στοίχημα επιβίωσης», γιατί μετά την πανδημία «θα έχουμε νέα μνημονιακά μέτρα» και «έρχεται θύελλα», λέει στο Πριν ο Σεραφείμ Σεφεριάδης, αναπληρωτής καθηγητής στο Πάντειο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής. «Οι κοινωνίες διαμαρτύρονται για την πολιτικά ιδιοτελή χειραγώγηση της επιστήμης», σημειώνει, απογυμνώνοντας τον όρο «λαϊκισμός», που «αποτελεί εξαιρετικό ιμάντα μεταβίβασης λόγου ψευδούς και αφόρητα ιδεολογικού».
Συνέντευξη στον Γιώργο Μουρμούρη
▶ Τους τελευταίους μήνες η κυβέρνηση μοιάζει να «παίζει με τη φωτιά», ανοίγοντας μέτωπα ενάντια σε ολοένα και περισσότερα τμήματα της κοινωνίας, από τους εργαζόμενους και τους φοιτητές μέχρι τους καλλιτέχνες και τους μικρομεσαίους. Αλαζονεία, αμηχανία ή κάτι άλλο;
Θα έλεγα πως, από μια άποψη, είναι αμφότερα: και αλαζονεία και αμηχανία. Για να γίνει όμως κατανοητό το φαινόμενο, πρέπει ‒όπως πάντα‒ να το ενθέσουμε στη «μεγάλη εικόνα», που δεν είναι άλλη από την καταστατική αντιδραστικότητα αυτής της κυβέρνησης ‒έναν χαρακτηρισμό που δεν τον εννοώ με συναισθηματική φόρτιση ή ως απλό σύνθημα, αλλά ως όρο επιστημονικό: αναφέρεται σε πολιτικά εγχειρήματα που, καθώς δεν μπορούν να είναι προωθητικά, επιχειρούν να επιβάλουν στις κοινωνίες την παλινδρόμηση. Οι φορείς παρόμοιων εγχειρημάτων δεν έχουν άλλη επιλογή από την καταστολή, και μάλιστα την προληπτική: αυτή που εκδηλώνεται όχι τόσο για να αντιμετωπιστούν όσο για να προληφθούν οι αναπόφευκτες κοινωνικές αντιστάσεις. Αξιοποιώντας τις συνθήκες του εγκλεισμού λόγω COVID, και με επικοινωνιακό όπλο τα χειραγωγούμενα ΜΜΕ, η κυβέρνηση επιτέθηκε στις ομάδες εκείνες του πληθυσμού που θεώρησε ότι αποτελούν τις κύριες εστίες της κοινωνικής ανασύνταξης ‒πρώτιστα τη νεολαία (τη φοιτητική αλλά και γενικότερα) και ασφαλώς τους εργαζόμενους. Το αντιμεταρρυθμιστικό της μένος είναι βέβαια ασίγαστο. Αποτελεί συνάρτηση του ότι, για να καταστούν επικερδείς οι «επενδύσεις» και να κανονικοποιηθεί η εξακολουθητικά εντεινόμενη καταλήστευση της κοινωνίας, πρέπει οι εργασιακές σχέσεις να απορρυθμιστούν ακόμη περισσότερο, τα κοινωνικά δικαιώματα να εξαλειφθούν όχι μόνο από το βίο αλλά και από τη μνήμη μας, και οι πολιτικές ελευθερίες να περιοριστούν δραστικά (ο όρος «αυταρχικός νεοφιλελευθερισμός» αποδίδει επακριβώς τη δυναμική της τρέχουσας πολιτειακής συγκυρίας). Ως αποτέλεσμα, το χτύπημα από στοχευμένο άρχισε να γίνεται τυφλό ‒άρχισε να αφορά όλες δυνάμει τις υποτελείς κοινωνικές ομάδες. Εδώ πράγματι μπορούμε να διακρίνουμε ένα στοιχείο αμηχανίας στους κυβερνητικούς χειρισμούς (άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνούμε πως πρόκειται για πολιτικό προσωπικό που, εκτός από φαύλο, είναι και ανίκανο), όμως στις περιστάσεις εξακολουθεί και υπερτερεί η αλαζονεία, η αίσθηση ότι ο προληπτικός φρονηματισμός (ώστε ο ακραίος παραλογισμός να βαφτιστεί μετριοπάθεια και να πειστούμε ότι το μαύρο είναι άσπρο) τελικά θα επιβληθεί και οι λαϊκές ελευθερίες θα περισταλούν.
Γιατί; Από πού αντλεί η κυβέρνηση αυτήν την προκλητική υπεροψία; Την αντλεί από το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή λείπει το μαζικό πολιτικό υποκείμενο που θα συντονίσει και θα κλιμακώσει τις κοινωνικές αντιστάσεις που εμφανίζονται. Έχουμε μιαν αντιπολίτευση η οποία με ελάχιστες εξαιρέσεις (που επιβεβαιώνουν τον κανόνα) περιορίζει το εύρος της κριτικής της σε ζητήματα διαχείρισης που όμως αποφεύγουν να θίξουν το μείζον ‒τη γενικευμένη κρίση της συστημικής αναπαραγωγής‒ και υστερούν στην υπόδειξη τεκμηριωμένων και πειστικών εναλλακτικών. Πώς, λ.χ., θα γίνει δυνατή η αναβάθμιση της δημόσιας Παιδείας και Υγείας αν δεν βγούμε από το βραχνά του χρέους και τη διαρκή επιτροπεία; Συναφώς, πώς θα επιτευχθεί αυτό χωρίς προετοιμασμένη ρήξη με το καθεστώς των τραπεζών που καταδυναστεύει την ΕΕ; Και ποιος τελικά θα αναλάβει την περίφημη «παραγωγική ανασυγκρότηση»; Σε κάθε περίπτωση, η κοινωνία βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από τους φορείς που διατείνονται ότι την εκπροσωπούν ‒δεν έχει κανείς παρά να δει τον ηρωισμό που δείχνουν οι κινηματικές κινητοποιήσεις της τελευταίας περιόδου, τον παλμό των συνθημάτων, την αποφασιστικότητα. Έχουμε μπει σε έναν νέο κύκλο διεκδίκησης που είναι θέμα χρόνου να επωάσει κρίσιμες πολιτικές διεργασίες. Πρόκειται για τη μεγάλη πρόκληση των καιρών.
▶ Μετά τη Νέα Σμύρνη η ανάδειξη του κινδύνου κακοποίησης από την ΕΛΑΣ σε κάτι που αφορά εν δυνάμει τον καθένα και όχι μόνο τους «συνήθεις υπόπτους» μοιάζει, από την πλευρά της κυβέρνησης, σαν να πυροβολεί κανείς τα πόδια του. Η πολιτική κάλυψη της αστυνομικής βίας είναι απλώς μια παράλογη, ριψοκίνδυνη τακτική ή κάτι άλλο;
Όπως μόλις έλεγα, η κανονικοποίηση της ακραίας καταστολής αποτελεί για τη συγκεκριμένη κυβέρνηση στοίχημα επιβίωσης. Δεν είναι μόνο ‒ή κυρίως‒ τα προβλήματα του παρόντος χρόνου όσο είναι η ενατένιση του μέλλοντος που καθορίζει το στρατηγικό σχεδιασμό της. Δεν πρέπει να έχουμε αμφιβολία ότι μετά την πανδημία θα έχουμε νέα μνημονιακά μέτρα καθώς το ζήτημα των έστω μειωμένα πλεονασματικών ή και απλώς ισοσκελισμένων προϋπολογισμών θα επανέλθει, υποχρεώνοντας τους άβουλους εντολοδόχους των Βρυξελλών σε νέες περικοπές μισθών και συντάξεων. Δεν είναι του παρόντος να μπούμε σε νούμερα, όμως είναι σαφές ότι έρχεται θύελλα ‒κι αυτό οι κυβερνώντες το γνωρίζουν πάρα πολύ καλά. Γι’ αυτό και επιλέγουν την προληπτική καταστολή. Θέλουν από τώρα να εξαλείψουν τις δυνατότητες αντίστασης επιδιώκοντας παράλληλα να κανονικοποιήσουν την αστυνομική ασυδοσία. Πρόκειται άλλωστε για ιστορικά δοκιμασμένη πρακτική. Το διαβόητο Ιδιώνυμο του Βενιζέλου του 1929 (που ποινικοποιούσε όχι μόνο δράσεις αλλά και πολιτικές ιδέες) θεσπίστηκε σε μια στιγμή που το εργατικό κίνημα έκανε δειλά βήματα ανασύνταξης μετά την καταστρεπτική ύφεση του 1926. Όπως τότε έτσι και τώρα, το κράτος επιχειρεί να αποτρέψει τις αντιστάσεις προτού αυτές αποκτήσουν δυναμική. Έχετε δίκαιο όμως που επισημαίνετε ότι πρόκειται για μια πολιτική με εξαιρετικά μεγάλο ρίσκο. Οι κοινωνικές δυνάμεις είναι αστείρευτες ‒ό,τι και να κάνουν οι κυρίαρχοι, θα είναι αδύνατο να ανακόψουν την ήδη κυοφορούμενη κοινωνική ανάταξη. Λέω και γράφω συχνά πως «ο βασιλιάς είναι γυμνός». Τούτου δοθέντος, δεν μπορεί και να κοιμάται ήσυχος. Με τις κατάλληλες πολιτικές διαμεσολαβήσεις (όπως λέγαμε προηγουμένως, το μείζον ζητούμενο της εποχής) η κατασταλτική πολιτική μπορεί να καταστεί για την κυβέρνηση ένας πραγματικός εφιάλτης. Μια επιλογή που θα ευχόταν να μην είχε κάνει ποτέ.
▶ Προσφάτως ανακοινώθηκε το νέο δόγμα της ΕΛΑΣ για τη διαχείριση των διαδηλώσεων με στόχο, μεταξύ άλλων, τη «μη διατάραξη της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της πόλης» όπως προβλέπεται και στον «νόμο Χρυσοχοΐδη». Τελικά μια κινητοποίηση η οποία δεν διαταράσσει την «κανονικότητα» είναι κινητοποίηση;
Όχι βέβαια, ασφαλώς και δεν είναι. Οι κινηματικές κινητοποιήσεις έτσι ακριβώς ορίζονται: ως παρατεταμένες και επαναλαμβανόμενες δράσεις που, αντιδρώντας στις ανεπάρκειες και τις στρεβλώσεις της νομιμότητας που θεσμοποιεί η κυριαρχία, παρεμποδίζουν τη «ρουτινοποίηση» της αδικίας. Στο πλαίσιο αυτό, μείζων επιδίωξή τους είναι αυτή ακριβώς η ανακοπή των «κανονικών ρυθμών». Είναι στοιχείο σύμφυτο με την ίδια τους την υπόσταση. Και ας σκεφτούμε για μια στιγμή πως ό,τι σήμερα θεωρούμε «δημοκρατικό κεκτημένο» κερδήθηκε μέσα από τέτοιες ακριβώς δράσεις ‒που τη στιγμή της ανάληψής τους όχι μόνο τη φαύλη κανονικότητα (τη σιωπή της υποταγής) διατάρασσαν αλλά ήταν, σε μεγάλο βαθμό, και έκνομες.
Ας εμποδίσουμε λοιπόν το βιασμό των σημασιών και της γλώσσας που ανεπίγνωστοι και φαύλοι κονδυλοφόροι καθημερινά απεργάζονται με στόχο το μυαλό μας. Όσο για τους λόγους που αυτό επιχειρείται, γίνονται νομίζω σαφείς σε όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Στόχος της κυβέρνησης δεν είναι κανενός είδος προάσπιση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής, τη ζωή αυτή οι πολιτικές της τη διαλύουν καθημερινά, οδηγώντας εκατοντάδες χιλιάδες στην ανασφάλεια και την απελπισία (δείτε, λ.χ., την ίδια τη διαχείριση της πανδημίας). Στόχος της είναι η σίγαση των ανθρώπων. Η παράλογη απαίτηση να σιωπούν την ώρα που άθλιες αντιπαραγωγικές ομάδες (για να μην πω κάτι χειρότερο) τους υπονομεύουν τη ζωή (σκεφτείτε εδώ τις επιπτώσεις του πτωχευτικού νόμου). Πρόκειται για εξαιρετικά χυδαία προπαγάνδα που αποτελεί ευθεία απειλή για τη δημοκρατία. Η αντίσταση στο σκεπτικό που τη συνέχει είναι ως εκ τούτου επιτακτική.
▶ Το καθεστώς της απαγόρευσης κυκλοφορίας και των SMS συμπληρώνει πέντε μήνες που βρίσκεται σε ισχύ. Θίγονται, κατά την άποψή σας, δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες από την παγίωση ενός καθεστώτος υγειονομικής έκτακτης ανάγκης; Κατ’ επέκταση, κινδυνεύουμε άραγε από μια «δικτατορία των ειδικών»;
Λέγεται συχνά πως οι κοινωνίες αντιστέκονται στην επιβολή των «ειδικών» ‒κατ’ επέκταση της επιστήμης και του ίδιου του ορθού λόγου. Πρόκειται και πάλι για προπαγανδιστική αθλιότητα ‒και αυτό φάνηκε τόσο στη μεγάλη συμμόρφωση στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης της πρώτης περιόδου όσο και στην τήρηση του υγειονομικού πρωτοκόλλου που παρατηρήθηκε στις κινητοποιήσεις που πραγματοποιήθηκαν κατά το προηγούμενο διάστημα. Αυτό για το οποίο οι κοινωνίες διαμαρτύρονται δεν είναι λοιπόν η εξειδικευμένη γνώση (και οι συναφείς προτάσεις) αλλά η πολιτικά ιδιοτελής χειραγώγηση της επιστήμης, ο πρόδηλος ανορθολογισμός στην κατανομή πόρων και τη λήψη μέτρων (τη μη ενίσχυση του ΕΣΥ, το παρατεταμένο σκάνδαλο των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς και των ανθυγιεινών εργασιακών χώρων, την παντελή έλλειψη κάποιας έστω στοιχειώδους προετοιμασίας για τη λειτουργία των σχολείων κτλ.), και βέβαια το ζήτημα της περιστολής των ελευθεριών που και προηγουμένως θίξαμε.
Το ερώτημά σας μου δίνει όμως την ευκαιρία να αναφερθώ ακροθιγώς και στο ζήτημα του ρόλου που διαδραματίζουν στις μέρες μας επιστήμονες και διανοούμενοι. Σε όλους τους χώρους υπάρχουν μορφές που, μένοντας πιστοί στις αρχές του λειτουργήματός τους, αρνούνται επίμονα ‒με προσωπικό και επαγγελματικό κόστος‒ την υποταγή, υπάρχουν όμως και ουκ ολίγοι που υποτάσσονται. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν εμφανίζεται βέβαια πρώτη φορά στην ιστορία (το εξουσιαστικό δέλεαρ ήταν πάντοτε ισχυρό για τους προνομιούχους «γραμματιζούμενους»), όμως οι περί ου ο λόγος ας το σκεφτούν ‒αν βέβαια έχουν το απαιτούμενο σθένος και τη διανοητική ικανότητα.
▶ Έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας και την πυροδότηση νέας καπιταλιστικής-συστημικής κρίσης, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς έχουν αναδειχθεί νέα κινήματα – που σε κάποιες περιπτώσεις επιβουλεύεται η άκρα δεξιά. Μπορούμε να σταχυολογήσουμε κάποια κοινά χαρακτηριστικά τους; Ποια πρέπει να είναι η στάση της αντισυστημικής Αριστεράς στην Ελλάδα απέναντι στα κινήματα αυτά και τον κίνδυνο της ακροδεξιάς;
Έχει νομίζω γίνει κοινός τόπος πως η κοινωνική απήχηση που κατά καιρούς αποκτά η ακροδεξιά αποτελεί κατά βάση συνάρτηση των ανεπαρκειών της Αριστεράς. Άρα αυτό που έχει να κάνει η μετασχηματιστική Αριστερά είναι ακριβώς τούτο: να αντιμετωπίσει τις ανεπάρκειές της. Λέγαμε και προηγουμένως για το πολιτικό κενό που αφήνει πίσω της η τρέχουσα αντιπολιτευτική αφλογιστία, που η κυβέρνηση εκμεταλλεύεται για να εξαπολύει τις επιθέσεις της. Αυτό το ίδιο κενό επιχειρεί να το καλύψει αξιοποιώντας το και η ακροδεξιά, στην Ελλάδα και διεθνώς.
Πρέπει όμως να τονιστεί πως οι πρόσφατες κινηματικές αντιστάσεις βάζουν φραγμό σε αυτήν την πιθανότητα. Όταν και όπου υπάρχει εύρωστο διεκδικητικό κίνημα η ακροδεξιά συρρικνώνεται ‒διότι η ακροδεξιά δεν είναι «κίνημα», είναι αντίδραση στα κινήματα (γι’ αυτό και ο σωστός όρος που πρέπει να χρησιμοποιούμε είναι «αντι-κίνημα»). Η αποκάλυψη του πραγματικού της προσώπου την αποδιοργανώνει και της δημιουργεί κρίση. Όμως σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί κανείς να εφησυχάζει. Τα κινήματα, οι συλλογικές δράσεις παρεμπόδισης της φαύλης κανονικότητας με στόχο τον εκδημοκρατισμό, αναζητούν διέξοδο και πολιτική έκφραση που στις περιστάσεις μόνο μια γνήσια μετασχηματιστική Αριστερά (μαζική και ενωτική) μπορεί να τους προσφέρει ‒μια Αριστερά που, όπως πρωτύτερα λέγαμε, θα εκπέμπει συμπεριληπτικό και πειστικό λόγο και θα διαθέτει στρατηγική προετοιμασία για έλλογες ρήξεις. Αυτό είναι στις μέρες μας το βασικό ζητούμενο. Δεν είναι βέβαια εύκολο, είναι όμως εντελώς απαραίτητο.
▶ Στο νέο σας βιβλίο ασχολείστε μεταξύ άλλων με τον όρο «λαϊκισμός». Τον τελευταίο χρόνο ακούσαμε να χαρακτηρίζεται «λαϊκιστικό» κάθε αίτημα ενίσχυσης του ΕΣΥ, των Μέσων Μαζικής Μεταφοράς, των σχολείων κλπ., με τα γνωστά τραγικά αποτελέσματα. Ποια μπορούν να είναι τα όπλα των κοινωνικών κινημάτων στην αναμέτρηση, στον δημόσιο λόγο, με έναν όρο έωλο μεν, που όμως μας ταλαιπωρεί τα τελευταία δέκα χρόνια;
Κρατώ και μειδιώ με το «ταλαιπωρεί» που λέτε, διότι είναι ακριβώς έτσι: μια ταλαιπωρία. Ως «έννοια» ο λαϊκισμός δεν απέκτησε τη διάδοση που απέκτησε λόγω της ερευνητικής του χρησιμότητας, αλλά διότι αποτελεί εξαιρετικό ιμάντα συγκάλυψης και μεταβίβασης λόγου ψευδούς και αφόρητα ιδεολογικού (ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που οι διακινητές του δεν το αντιλαμβάνονται). Η βασική νεοσυντηρητική εκδοχή βάζει στην ίδια αναλυτική κατηγορία τα κοινωνικά κινήματα και την ακροδεξιά με στόχο να απονομιμοποιήσει τα πρώτα, αδιαφορώντας βέβαια αν με τον τρόπο αυτό απο-ενοχοποιεί τα δεύτερα. Όπως ο καθένας μπορεί να καταλάβει, η πρακτική αυτή (η κατάφαση μιας ψευδο-κατηγορίας) υπήρξε καταστρεπτική για τη δυνατότητά μας να προβαίνουμε σε σοβαρή πολιτική ανάλυση και να συγκροτούμε εύρωστη θεωρία στην πολιτική και κοινωνική επιστήμη. Όπως έγραψε ο Giovanni Sartori, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το βιβλίο, είναι σαν να προσπαθούμε να κάνουμε θεωρία περί του τι ήχο βγάζει ο «γατόσκυλος» ‒κάποτε βγάζει τον ήχο του σκύλου, κάποτε βγάζει τον ήχο της γάτας. Στο βιβλίο διαμαρτύρομαι γι’ αυτές τις απαράδεκτες πρακτικές και αναδεικνύω πλειάδα άλλων προβληματικών όψεων της κυρίαρχης προσέγγισης που, αν δεν ήταν τραγικές, θα ήταν απλώς φαιδρές. Τα κινήματα πρέπει να ξέρουν (και πιστεύω ήδη ξέρουν) πως, όταν ο κυρίαρχος λόγος χρησιμοποιεί τον όρο «λαϊκισμός», στόχος δεν είναι κανενός είδους ανάλυση ή αποτίμηση του κοινωνικού γίγνεσθαι, αλλά η με κάθε τρόπο δυσφήμιση των κοινωνικών αντιστάσεων, ένα γιγάντιο εγχείρημα πειθάρχησης στις προσταγές της μεταδημοκρατίας και του αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού.
Στη βιβλιογραφία υπάρχει όμως ‒δυστυχώς‒ και μια άλλη, εκδοχή, αριστερόστροφη αυτή (ο ούτω αποκαλούμενος «αριστερός λαϊκισμός»), που ενώ εύλογα διαχωρίζει τις δεξιές αντιδραστικές εκδοχές από τις εν γένει «προοδευτικές», παγιδεύει τη ματιά μας στη αδόκιμη γενικολογία. Από ένα τόσο υψηλό επίπεδο αφαίρεσης (εγχειρήματα που επιδιώκουν την «οριζόντια» λαϊκή σύμπραξη ‒τις «αλυσίδες ισοδυναμίας» όπως περισπούδαστα λέγεται)‒, δεν είναι βέβαια δυνατόν να διακρίνουμε διαφορές ανάμεσα στα πολιτικά διαβήματα που εμφανίστηκαν ή εμφανίζονται στον αριστερό και προοδευτικό χώρο. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο Ομπάμα, ο Περόν, το Occupy Wall Street ‒όλα είναι, σύμφωνα με την οπτική αυτή, «αριστερός λαϊκισμός». Και αν αναρωτηθεί κανείς γιατί προτείνεται αυτός ο άκρως αλυσιτελής τρόπος οργάνωσης και παρατήρησης του αριστερού σύμπαντος, η απάντηση είναι και πάλι κανονιστική (και πάλι ανεξαρτήτως του αν το συνειδητοποιούν όσοι την προωθούν ή όχι): προτείνεται διότι στόχος δεν είναι να δούμε και να προβληματιστούμε περί του γιατί, λ.χ., τα κόμματα της λεγόμενης «νέας Αριστεράς» γραφειοκρατικοποιήθηκαν και υποτάχθηκαν, αλλά ‒το ακριβώς αντίθετο‒ να μη δούμε, να μην προβληματιστούμε, και να μην ερευνήσουμε.
Πίσω από το «αριστερός λαϊκισμός» μπορεί, έτσι, να κρυφτεί η πολιτική ανεπάρκεια του νέου ρεφορμισμού που τα κόμματα αυτά εφάρμοσαν και εξακολουθούν να εφαρμόζουν, και αυτός είναι κατά την άποψή μου ο λόγος της σχετικά μεγάλης δεξίωσης αυτής της οπτικής: η αποφυγή των δύσκολων ερωτημάτων που, αν τα θέταμε, πολλοί θα έχαναν τα αριστερά εχέγγυα με τα οποία επενδύουν τις γραφειοκρατικές τους διαδρομές και φιλοδοξίες. Πιστεύω πως καθήκον μας ως ερευνητών αλλά και ως ενεργών πολιτών είναι να ρίξουμε άπλετο φως σε αυτές τις κρίσιμες διαδικασίες: στο διάτρητο πολιτικό περιεχόμενο των νεο-ρεφορμιστικών επαγγελιών, καθώς και στους τρόπους με τους οποίους καταλύεται η εσωτερική δημοκρατία των οργανώσεων. Πρόκειται για απαραίτητη έρευνα στην οποία η έννοια του «αριστερού λαϊκισμού» όχι μόνο δεν έχει τίποτε απολύτως να μας προσφέρει, αλλά και λειτουργεί ως γνωστικό ανάχωμα που τη δυσχεραίνει (ή και την αποτρέπει). Κατ’ αναλογία, πρέπει να πάψουμε να λέμε «δεξιός λαϊκισμός» αλλά να λέμε «ακροδεξιά» ‒αυτό που ξεχωρίζει το χώρο αυτόν δεν είναι η μανιχαϊκή επίκληση στο λαό, αλλά στοιχεία όπως η εµµονική προσήλωση στην ατζέντα «νόμος και τάξη», η προνομιακή μεταχείριση στο μεγάλο κεφάλαιο και η λυσσώδης πάταξη του ελεύθερου συνδικαλισμού. Υποστηρίζω πως αν είναι κάτι που ο όρος «λαϊκισμός» μπορεί να σημαίνει, αυτό είναι η ψευδής και παραπλανητική επίκληση στο λαϊκό: αυτό που προσποιείται και καμώνεται το λαϊκό χωρίς όμως να είναι. Ο νέος ρεφορμισμός της συμβιβασμένης κατ’ όνομα Αριστεράς που επαγγέλλεται μετασχηματισμούς χωρίς τις απαραίτητες ρήξεις είναι με αυτήν την έννοια λαϊκισμός και αυτόν πρέπει τα κινήματα να είναι σε θέση να τον διαπιστώνουν και να τον καταπολεμούν.
Ο Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διευθυντής του Εργαστηρίου Συγκρουσιακής Πολιτικής, και Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH). Το βιβλίο του Λαϊκισμός, Δημοκρατία, Αριστερά: η πρόκληση της μεθόδου (Μάρτιος 2021) κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΤΟΠΟΣ.