Γιώργος Μουρμούρης
Οργή και υποκρισία
«Ενθαρρύνουμε πλέον την έξοδο σε δημόσιους χώρους, διότι η συνάθροιση σε κλειστούς χώρους ευνοεί τη μεταδοτικότητα του ιού». Με μια απλή αναφορά κατά την καθιερωμένη ενημέρωση από το υπουργείο Υγείας, την Παρασκευή 19 Μαρτίου, ο υφυπουργός παρά τω Πρωθυπουργώ, Άκης Σκέρτσος, έδωσε το σύνθημα για την – πολυσυζητημένη πλέον– «χαλάρωση» των περιοριστικών μέτρων για τον κορονοϊό και την «αλλαγή δόγματος» όσον αφορά την αντιμετώπιση της πανδημίας. Με ανέγγιχτη ωστόσο πάντα την «ατομική ευθύνη».
Από το ίδιο κιόλας βράδυ, «πιάνοντας» γρήγορα τη νέα γραμμή, τα συστημικά ΜΜΕ ανακάλυψαν ξαφνικά την «κόπωση των πολιτών», την ενδοοικογενειακή διασπορά, την επικινδυνότητα των κλειστών χώρων. Έκτοτε τις συνεχείς παραινέσεις από διάφορους δημοσιολογούντες στις ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες –«ειδικούς» και μη– για παραμονή στο σπίτι, για την επικινδυνότητα των εξωτερικών χώρων, για τους «απείθαρχους πολίτες», με μόνιμη επωδό «χρειάζεται περισσότερη αστυνόμευση», αντικατέστησε ο προβληματισμός για το πώς θα συνδυαστεί το «άνοιγμα οικονομίας και κοινωνίας» με μέτρα υγειονομικής προστασίας.
Πού οφείλεται αυτή η «ξαφνική» μεταστροφή; Το «καμπανάκι» για την πορεία των δημόσιων οικονομικών αποτελεί σίγουρα έναν παράγοντα, όμως το δαπανηρό των μέτρων ήταν γνωστό εδώ και καιρό — σε 200 εκατομμύρια ευρώ υπολόγιζε το κόστος κάθε εβδομάδας «σκληρού» lockdown στις αρχές Μαρτίου ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης.
Το σημείο καμπής δεν ήταν άλλο από τη δυναμική επανεμφάνιση του κινήματος στους δρόμους και τις γειτονιές της Αθήνας και των άλλων πόλεων, το οποίο σήμανε «κόκκινο συναγερμό» σε κυβέρνηση και αρχές για την ανεξέλεγκτη – για τους ίδιους– τροπή που μπορεί να λάβει η έκφραση της συσσωρευμένης οργής. Πριν όμως δούμε την πορεία προς την «επόμενη ημέρα», ας πραγματοποιήσουμε μια σύντομη αναδρομή στους σκοτεινούς μήνες του δεύτερου lockdown –ενός εκ των πιο σκληρών παγκοσμίως σύμφωνα με το Bloomberg– που συμπληρώνει πλέον πέντε μήνες καταδυνάστευσης των ζωών μας.
Βαθιά ταξική διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση της ΝΔ
«Επέλεξα σήμερα διαφορετικό τρόπο επικοινωνίας. Είμαι με τον κ. Τσιόδρα για να καταδείξω ότι οδηγός στις αποφάσεις είναι τα επιδημιολογικά δεδομένα». Είναι τα λόγια του Κυριάκου Μητσοτάκη, με τα οποία το μεσημέρι της 5ης Νοεμβρίου, από κοινού με τον επικεφαλής της επιτροπής των λοιμωξιολόγων καθηγητή Σωτήρη Τσιόδρα –ή απλώς «Σωτήρη» για τον πρωθυπουργό–, ανακοίνωσε την έναρξη του δεύτερου lockdown δύο ημέρες αργότερα, το οποίο θεωρητικά θα ολοκληρωνόταν στις 30 Νοεμβρίου. «Επιλέγω να πάρω δραστικά μέτρα νωρίτερα παρά αργότερα. Εγώ δεν θα θέσω σε κίνδυνο τη ζωή των συμπολιτών μας», έλεγε τότε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Πέντε μήνες μετά το lockdown είναι ακόμα σε ισχύ. Και στους μήνες που μεσολάβησαν, πέθαναν χιλιάδες.
Το lockdown του Νοεμβρίου υπήρξε το αποκορύφωμα της βαθιά ταξικής διαχείρισης της πανδημίας από την κυβέρνηση της ΝΔ, που όλο το προηγούμενο διάστημα, επαναπαυόμενη στις «δάφνες» της «επιτυχίας» στη διαχείριση του πρώτου κύματος –που εκ των υστέρων γνωρίζουμε ότι ελάχιστα επηρέασε την Ελλάδα– αρνούταν να πάρει οποιοδήποτε μέτρο προστασίας της δημόσιας υγείας και ιδίως των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων: Εργαζομένων, προσφύγων και μεταναστών, φτωχών, ηλικιωμένων σε γηροκομεία, κατοίκων σε πυκνοκατοικημένες γειτονιές των μεγάλων αστικών κέντρων. Κάθε αγωνιστική διεκδίκηση για ουσιαστικά μέτρα αποτροπής ενός σαρωτικού δεύτερου κύματος της πανδημίας αντιμετωπιζόταν από την κυβέρνηση με ειρωνείες περί ανυπαρξίας «λεφτόδεντρων» — όταν δεν έβρισκε απέναντί της τα ΜΑΤ.
Το lockdown οδήγησε αυτή τη λογική σε παροξυσμό: Οι ασθενείς που δεν κινδύνευαν καλούνταν σε «αυτοαπομόνωση» στα σπίτια των λίγων δεκάδων τετραγωνικών μέτρων, δίπλα σε ηλικιωμένους και ευπαθείς, όλοι μαζί να αναπνέουν επ’ απειλή προστίμου, τον αέρα που ανακύκλωνε το αιρκοντίσιον που τα περισσότερα σπίτια έχουν για θέρμανση. Γρήγορα ο ιός πέρασε στους ευπαθείς, οι οποίοι με εκθετικούς ρυθμούς γέμιζαν τα ανοχύρωτα νοσοκομεία. Επιδημιολογική επιτήρηση με σωστά σχεδιασμένα μαζικά τεστ και αξιόπιστη ιχνηλάτηση δεν υπήρχε. Ο ιδιωτικός τομέας υγείας παρέμεινε ανέγγιχτος. Οι ασθενείς έβγαιναν από τα νοσοκομεία χωρίς να έχουν αρνητικοποιηθεί, για να πάρουν τη θέση τους οι επόμενοι. Δεν δημιουργήθηκε καμία δομή για τη διαμονή τους μέχρι να μην μεταδίδουν πια. Έτσι, η είσοδος του χειμώνα βρήκε τη Θεσσαλονίκη να μετρά δεκάδες νεκρούς κάθε μέρα. Το «Μπέργκαμο», που την άνοιξη του 2020 όλοι απεύχονταν, ήταν πια πραγματικότητα.
Οι εκατόμβες νεκρών αποτέλεσαν το έναυσμα για μια άνευ προηγουμένου επίθεση από την κυβέρνηση στα δικαιώματα και τις λαϊκές ελευθερίες. Αφού στον υγειονομικό τομέα δεν υπήρχε οποιαδήποτε δυνατότητα επιστροφής, αφού οι ευθύνες της ΝΔ ήταν εμφανείς και παραδοσιακές συμμαχίες διαλύονταν ταχύτατα, μόνη διαφυγή αποτελούσε η προληπτική συντριβή του κινήματος και ιδίως των πιο πρωτοπόρων εκφάνσεών του. Επρόκειτο εξάλλου για σχεδιασμούς που κυβέρνηση και κρατικά επιτελεία προωθούσαν από καιρό, με την πανδημία να δρα ξανά ως επιταχυντής.
Η αρχή έγινε με μία εντυπωσιακή επίδειξη πυγμής: Στις 14 Νοεμβρίου ο αρχηγός της ΕΛΑΣ, αντικαθιστώντας τη βουλή, διέταξε την τετραήμερη απαγόρευση όλων των συναθροίσεων άνω των τριών ατόμων επί ποινή εξοντωτικών προστίμων και ποινικών διώξεων. Το Πολυτεχνείο μετατράπηκε στη «μητέρα των μαχών». Αν περνούσε η κυβερνητική απαγόρευση σε μια επέτειο με βαρύ συμβολισμό επί σχεδόν πέντε δεκαετίες, για τους επόμενους μήνες δεν θα «κινούταν φύλλο».
Σωματεία, συλλογικοί φορείς και η μαχόμενη Αριστερά σήκωσαν το γάντι: Ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις φραστικές κορώνες, καλούσε σε υποταγή και το ΜέΡΑ25 σε συμβολικές κινήσεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΚΚΕ και δυνάμεις της αντισυστημικής Αριστεράς βρέθηκαν στον δρόμο. Το πλήρωσαν με άγρια καταστολή, συλλήψεις και πρόστιμα δεκάδων χιλιάδων ευρώ. Όμως η μάχη είχε δοθεί. Το ίδιο βράδυ ένας σαστισμένος Χρυσοχοΐδης θα ομολογούσε σε τηλεοπτική του συνέντευξη ότι η απόφαση απαγόρευσης και διάλυσης των συγκεντρώσεων για το Πολυτεχνείο ήταν αμιγώς πολιτική: «Αποφασίσαμε σήμερα να μη σταματήσουμε τη ζωή στην πόλη, η πόλη πρέπει να λειτουργεί σαν να είναι καθημερινή ημέρα». Η αρχή είχε γίνει.
Από το Πολυτεχνείο άρχισε να ξεδιπλώνεται ένα γαϊτανάκι αγώνων που όλο και πιο μαζικά αμφισβητούσαν τις απαγορεύσεις συναθροίσεων, τα πρόστιμα και τη σαδιστική καταστολή. Ακολούθησε η απεργία στις 26 Νοεμβρίου, οι συγκεντρώσεις στις 6 Δεκέμβρη, τα πρώτα σκιρτήματα του φοιτητικού κινήματος που με το νέο χρόνο μετατράπηκαν σε ένα ορμητικό ποτάμι το οποίο σάρωσε το νέο δόγμα της ΕΛΑΣ για τις διαδηλώσεις και την απαγόρευση συναθροίσεων για μία εβδομάδα(!) στα τέλη Ιανουαρίου. Στη συνέχεια, ήρθαν οι διαδηλώσεις αλληλεγγύης στο αίτημα του απεργού πείνας Δημήτρη Κουφοντίνα, οι ολοένα και μαχητικότερες εργατικές διεκδικήσεις.
Την ίδια στιγμή κυβέρνηση και κρατικοί θεσμοί επεδείκνυαν μια πρωτοφανή δυσκαμψία: Η εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, στην υπερεξοπλισμένη και αφιονισμένη αστυνομία, στην υποστήριξη ή σιωπή των συστημικών ΜΜΕ καθώς και ο φόβος ότι οποιαδήποτε οπισθοχώρηση μπορεί να εκληφθεί ως αδυναμία που θα αποκάλυπτε ότι «ο βασιλιάς είναι γυμνός», οδήγησε σε μια επιδεικτική αδιαφορία ως προς την προσπάθεια ενσωμάτωσης και κατευνασμού των αντιδράσεων. Και σε κάτι ακόμα: Στην υιοθέτηση ενός πολιτικού στυλ που θύμιζε περισσότερο αλαζόνες προεστούς παρά αυταρχικούς εκσυγχρονιστές. Έτσι, την «Πάρνηθα» διαδέχτηκε η «Ικαρία», οι εκτός σειράς εμβολιασμοί στελεχών της ΝΔ, η προσπάθεια συγκάλυψης της υπόθεσης Λιγνάδη.
Όλα τα παραπάνω δημιούργησαν ένα ασφυκτικό κλίμα που συντέλεσε στην έκρηξη της Νέας Σμύρνης. Μια έκρηξη που έφερε και αλλαγή στρατηγικής στο lockdown: Η αστυνομία αποσύρθηκε από τους δρόμους, οι έλεγχοι χαλάρωσαν. Το lockdown παραμένει σε ισχύ, όμως κάποιες πλευρές του μοιάζουν ήδη με εφιαλτική ανάμνηση. Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι «ξεμπερδέψαμε» με τους, από τον Νοέμβρη επιβληθέντες, περιορισμούς ούτε βεβαίως με τον κορονοϊό. Ίσα-ίσα, τα πρώτα μέτρα «χαλάρωσης» που ανακοινώθηκαν αφορούν αποκλειστικά την αναθέρμανση της αγοράς, ενώ συνοδεύτηκαν από την επιβολή ενός ακόμα οργουελικού «αριθμού αναφοράς», του 13032.
Είναι σαφές ότι κάθε επανάπαυση του κινήματος θα δίνει παράταση ζωής στα sms και την απαγόρευση κυκλοφορίας, ενώ το ΕΣΥ θα παραμένει ανοχύρωτο παρά τους δεκάδες νεκρούς ημερησίως. Το δόγμα της «ατομικής ευθύνης» όχι απλώς δεν περνά στο παρασκήνιο αλλά μεταλλάσσεται, αφορώντας πια την αυτό-διάγνωση και αυτο-καραντίνα(!). Η ΕΛΑΣ, όπως αποσύρθηκε από τους δρόμους, έτσι εν μία νυκτί μπορεί να επιστρέψει. Η χαραμάδα φωτός που άνοιξε τις ημέρες της Νέας Σμύρνης, χρειάζεται ακόμα δουλειά για να μετατραπεί σε μια «Δευτέρα με λιακάδα».
Η κυβέρνηση αφήνει το ΕΣΥ να «βουλιάζει»
Ιωάννα Καρδάρα
Συνεχίζει να αγκομαχά το Εθνικό Σύστημα Υγείας (ΕΣΥ) με τους διασωληνωμένους εκτός ΜΕΘ στην Αττική να είναι καθ’ όλη την διάρκεια της εβδομάδας σταθερά πάνω από 100. Μάλιστα το πρωί της Πέμπτης 1η Απριλίου ο αριθμός των διασωληνωμένων που βρίσκονταν εκτός ΜΕΘ ήταν 143. Παράλληλα, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του ΕΟΔΥ για την ίδια μέρα, συνολικά στην χώρα οι διασωληνωμένοι ανέρχονταν στους 755 ενώ οι θάνατοι από Covid-19 από την αρχή της πανδημίας έφτασαν τους 8.160 (67 την Πέμπτη).
Οι εικόνες που έρχονται καθημερινά από τα νοσοκομεία είναι τραγικές και αποδεικνύουν για ακόμη μία φορά την αποτυχημένη διαχείριση της κυβέρνησης γύρω από την πανδημία. Αγώνας δρόμου για μία κλίνη, ουρές στις εφημερίες, υπερπλήρεις μονάδες εντατικής θεραπείας, ελλείψεις σε εξοπλισμό και προσωπικό, είναι τα στοιχεία εκείνα που περιγράφουν την κατάσταση που επικρατεί αυτή την στιγμή στα δημόσια νοσοκομεία.
Πλήρως αποκαλυπτικό για τις εγκληματικές ευθύνες της κυβέρνησης, όπως διαπιστώνεται από τα στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών και περιλαμβάνονται στο Μητρώο Ανθρωπίνου Δυναμικού Ελληνικού Δημοσίου (apografi.gov.gr), είναι το γεγονός ότι το τακτικό προσωπικό του υπουργείου Υγείας μέχρι και τον Ιανουάριο του 2021 ήταν 78.220 άτομα, ενώ τον Ιανουάριο του 2021 είναι 76.540. Εν μέσω πανδημίας δηλαδή υπήρξε μείωση.
Τα ίδια στοιχεία μάλιστα αποδεικνύουν ότι όλο αυτόν τον ένα χρόνο η κυβέρνηση αντί να ενισχύσει ουσιαστικά το ΕΣΥ έχει προσλάβει ελάχιστο –με βάση τις πραγματικές αλλά και έκτακτες ανάγκες – υγειονομικό προσωπικό με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, συμβάσεις έργου και ωρομίσθιες συμβάσεις, την ίδια ώρα που το τακτικό προσωπικό του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη φέτος έχουν αυξηθεί κατά 4.548 άτομα. Στο τρίτο κύμα πανδημίας που πλήττει τη χώρα, η κυβέρνηση, μένει άπραγη μπροστά στην κατάρρευση του ΕΣΥ και επιδίδεται μόνο σε ανακοινώσεις και δώρα στους μεγαλοκλινικάρχες, οι οποίοι θησαυρίζουν για πολλοστή φορά σε βάρος της υγείας του λαού.
Τα νοσοκομεία της χώρας, το ένα μετά το άλλο, μετατρέπονται σε νοσοκομεία μίας νόσου, παραμερίζοντας συνεχώς τη λοιπή νοσηρότητα. Τελευταίο νοσοκομείο για την ώρα που μετατράπηκε σε νοσοκομείο Covid, όπως ανακοίνωσε επίσημα ο υπουργός Υγείας Β. Κικίλιας, είναι το Θριάσιο, ένα νοσοκομείο που εξυπηρετεί ολόκληρη τη Δυτική Αττική. Η κυβέρνηση εξακολουθεί να μην λύνει τα προβλήματα της συνεχούς υποχρηματοδότησης, του ελλιπούς υγειονομικού προσωπικού, των ελάχιστων κλινών ΜΕΘ.
Για του λόγου το αληθές, σε έγγραφο που κατέθεσε η ΟΕΝΓΕ προς τον Άρειο Πάγο, αναφέρεται ότι υπάρχουν άνθρωποι διασωληνωμένοι εκτός ΜΕΘ, σε κοινούς θαλάμους, ενώ οι ελλείψεις σε προσωπικό αντανακλώνται κι από το γεγονός ότι γιατροί που περιθάλπουν τους ασθενείς συχνά είναι άσχετων ειδικοτήτων, ακριβώς γιατί δεν υπάρχουν αρκετοί σχετικοί ώστε να αναλάβουν όλα τα περιστατικά.