Γιώργος Μιχαηλίδης
Αφιέρωμα 200 χρόνια από το ’21
▸ Το ανερχόμενο εμπορικό στοιχείο, οι γαιοκτήμονες, οι στρατιωτικοί και ο ρόλος των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων
Διακόσια χρόνια συμπληρώνονται από το 1821, αλλά τι ήταν τελικά το 1821; Μία επανάσταση εθνικοαπελευθερωτική; Κοινωνική; Χριστιανική; Φιλελεύθερη και δημοκρατική; Ας προσπαθήσουμε να μην ξεκινήσουμε δίνοντάς της έναν χαρακτηρισμό αλλά περιγράφοντας κάποια βασικά της γνωρίσματα.
Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μας ενδιαφέρει η εποχή μες την οποία συμβαίνει. Η επανάσταση του 1821 βρίσκεται χρονικά κοντά στην αμερικανική και τη γαλλική επανάσταση, τους ναπολεόντειους πολέμους αλλά και την ήττα της Γαλλίας και του νέου πνεύματος που αυτή πρέσβευε. Ακόμα πιο κοντά (και γεωγραφικά) βρίσκεται στην εμφάνιση του καρμποναρισμού στην Ιταλία. Κατά τον 19ο αιώνα, επιταχύνεται η αποσύνθεση των αυτοκρατοριών και της παλαιάς εξουσίας ως αποτέλεσμα της βιομηχανικής επανάστασης που έχει ξεκινήσει ήδη από το δεύτερο μισό του προηγούμενου αιώνα. Η επανάσταση αυτή αφορά κυρίως τη δυτική Ευρώπη, όμως η οθωμανική αυτοκρατορία δεν μένει ανεπηρέαστη, ιδιαίτερα στο εμπορικό κομμάτι, όπου κυριαρχεί και ακμάζει το ελληνικό στοιχείο. Η εμπορική άνθιση που σημειώνεται στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα δημιουργεί τις προϋποθέσεις για την ανάπτυξη κοινωνικών στρωμάτων που αποκτούν οικονομική επιφάνεια και αυτοπεποίθηση.
Ο ελληνικός κόσμος της εποχής απλώνεται κυρίαρχα σε παραλιακές πόλεις από τον Εύξεινο Πόντο μέχρι τις αφρικανικές ακτές και τη Μασσαλία. Δραστήριοι έμποροι και μορφωμένοι λόγιοι αποτελούν φορείς ως «ύλη» και «πνεύμα» της νέας εποχής που ανατέλλει. Πρόκειται για μια καπιταλιστική τάξη υπό διαμόρφωση, η οποία συνειδητοποιεί ή «διαισθάνεται» τη σημασία του δικού της εδαφικού σημείου αναφοράς. Οι εσωτερικές αλλαγές στην οθωμανική αυτοκρατορία, αποτέλεσμα των κοινωνικών και εξωτερικών πιέσεων που δέχεται και της προσπάθειας της ελίτ της να πιάσει τον παλμό της εποχής, επιτρέπουν πλέον την εμπορευματική αξιοποίηση της γης και την απρόσκοπτη σχεδόν άνθιση του εμπορίου. Σε σύνδεση με τα παραπάνω, βιοτεχνικά κέντρα μικρού ή μέσου βεληνεκούς ξεπηδούν σε σειρά πόλεις, κωμοπόλεις και κεφαλοχώρια. Αυτή η οικονομική άνθιση έχει το πνευματικό της αντίστοιχο με τη δημιουργία ενός εκτεταμένου δικτύου σχολείων και την τάση για σπουδές στο εξωτερικό για τους γόνους των πιο εύπορων οικογενειών. Τα τμήματα αυτά του πληθυσμού έρχονται σε επαφή με τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες της εποχής αλλά και το επαναστατικό πνεύμα στις γαλλικές, γερμανικές ή ιταλικές παραλλαγές του. Συνολικά, στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, το ελληνικό στοιχείο είναι το πλέον εγγράμματο της οθωμανικής Αυτοκρατορίας ενώ εγγράμματοι και με ανώτερη μόρφωση για την εποχή είναι πολλοί Έλληνες στις παροικίες εκτός των συνόρων της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Οι παραπάνω παράγοντες, υλικοί-πνευματικοί, συντελούν σε αυτό που ονομάζεται «εθνική αφύπνιση». Από κοινωνική σκοπιά προκύπτει η ωρίμανση μίας κατάστασης κατά την οποία μία διαρκώς και πιο ισχυρή τάξη εμπόρων, γραφειοκρατών και μεγαλογαιοκτημόνων επιζητά τη δημιουργία εθνικού κράτους (ή χριστιανικής ομοσπονδίας), το οποίο να τους απαλλάξει από τα βαρίδια της οθωμανικής εξουσίας και την πάντα επισφαλή τους θέση εντός της.
Η μετάβαση από το γένος στο έθνος πραγματοποιείται κατά την προετοιμασία και στη διάρκεια της επανάστασης, με το θρησκευτικό και εθνικό στοιχείο να αποτελούν βασικούς συνεκτικούς παράγοντες μαζί με την παιδεία και την κοινή γλώσσα. Όμως, και οι ιδέες και τα προτάγματα της επανάστασης δημιουργούν συνοχή για τις επαναστατημένες μάζες και αυτές οι ιδέες είναι κυρίαρχα δημοκρατικές και προοδευτικές, τμήμα και όχι άρνηση των επαναστάσεων της εποχής τους.
Άρα, είναι οι κοινωνικές διεργασίες που δημιουργούν τις προϋποθέσεις για τη διατύπωση του πολιτικού αιτήματος της ανεξαρτησίας και της εθνικής συγκρότησης. Οι έμποροι και οι λόγιοι που αρχικά εργάζονται για την επανάσταση, οραματίζονται πιο κοσμοπολίτικες εκδοχές του ελεύθερου κράτους σαν τη βαλκανική ομοσπονδία του Ρήγα. Αυτοί μπολιάζουν τη διαδικασία με τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες ιδέες της περιόδου. Η επανάσταση όμως δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς τους ανθρώπους που ελέγχουν τη γη και τους αγροτικούς πληθυσμούς, τους κοτζαμπάσηδες και προκρίτους. Αυτοί είναι ως επί το πλείστον φορείς της παράδοσης και του τοπικισμού. Η ένταξή τους στις επαναστατικές ετοιμα-
σίες τροποποιεί το αρχικό πολιτικό πρόγραμμα.
Οι ιδέες του αγώνα είναι κυρίαρχα δημοκρατικές και προοδευτικές, τμήμα και όχι άρνηση των επαναστάσεων της εποχής τους
Οι στρατιωτικοί που ξεπηδούν ως ομάδα εξουσίας μέσα από τον αγώνα στερούνται, στην πλειονότητά τους, οικονομικής βάσης. Για να την αποκτήσουν, πρέπει να συγκρουστούν με τους προκρίτους που διατηρούσαν περιουσία στη γη και τη θάλασσα. Αυτή είναι η πρώτη αιτία των εμφυλίων συγκρούσεων. Η σύγκρουση θα μπορούσε να καταλήξει είτε στην επιβολή απέναντί τους είτε στην ενσωμάτωση των στρατιωτικών μετά τη συνεργασία με τους προκρίτους ή, τέλος, στην ήττα και υποταγή των στρατιωτικών. Πάντως προϋπόθεση είναι η σύγκρουση. Εκεί εκφράζεται και η κοινωνική δυσαρέσκεια των χαμηλότερων στρωμάτων, που φαίνεται να εμπιστεύονται τους στρατιωτικούς. Σε κάποιες, λιγότερο συχνές, περιπτώσεις τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα εξεγείρονται μόνα τους εναντίον των εκμεταλλευτών τους, όπως στην περίπτωση της βραχύβιας κομμούνας της Άνδρου. Το μίσος τους προς τους προεστούς και προκρίτους εκφράζεται με διάφορες αφορμές, δεν είναι όμως σε θέση ακόμα να διεξάγουν έναν δικό τους αγώνα. Κατά συνέπεια, οι αγώνες και τα αιτήματά τους συνήθως διαμεσολαβούνται από άλλες κοινωνικές ομάδες.
Εμφύλιες αντιπαραθέσεις και διαφορετικά σχέδια
Η άλλη πλευρά των εμφυλίων συγκρούσεων αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ των τοπικών δομών και δικτύων εξουσίας, όπου κυριαρχούν οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης, και του πολιτικού κέντρου (κυβέρνησης), με κυρίαρχους εκεί την πολιτική γραφειοκρατία και τους εμπόρους/πλοιοκτήτες. Το κέντρο, η κυβέρνηση, επιθυμεί συγκέντρωση της δύναμης και του πλούτου άρα και της στρατιωτικής ισχύος. Όταν θα επιχειρήσει να υλοποιήσει το τελευταίο μέσω της υποθήκευσης των «Εθνικών Γαιών» με αντάλλαγμα το δάνειο από το εξωτερικό, η πρόκληση τόσο προς τους προκρίτους που ευελπιστούσαν σε επέκταση των κτημάτων τους, όσο και προς τους στρατιωτικούς και τους φτωχούς αγρότες/εργάτες γης που ήλπιζαν σε αναδιανομή της γης, ήταν μεγάλη. Η δεύτερη φάση του εμφυλίου πολέμου θα παγιώσει σε μεγάλο βαθμό τον εσωτερικό συσχετισμό μεταξύ των κυρίαρχων ομάδων που ηγούνταν της επανάστασης, ανακόπτοντας παράλληλα τη δυνατότητα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων να αξιοποιήσουν αυτή την αντιπαράθεση δίνοντας πιο έντονο κοινωνικό χαρακτήρα στην επανάσταση.
Ωστόσο, οι σοβαρές εμφύλιες συγκρούσεις που θα συνεχιστούν και μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, αποτελούν απόδειξη ότι παρότι η εθνική ιδέα και το όραμα του ανεξάρτητου κράτους ως προϋποθέσεις της «ελευθερίας» συνείχαν τους επαναστάτες, οι προσδοκίες των συμμετεχόντων δεν εξαντλούνταν εκεί, ενώ η συμμετοχή των διαφόρων κοινωνικών ομάδων στο επαναστατικό γεγονός δεν σήμαινε την ύπαρξη ενός και μόνο πολιτικού σχεδίου που να χωράει τους πάντες. Κάθε προσπάθεια ανάλογης απεικόνισης της επανάστασης του 1821, την στενεύει και τελικά την διαστρεβλώνει.